ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Christian Wicke – Δημόσια πληροφόρηση, εμπιστοσύνη και συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Λόμπινγκ, ένα νέο είδος πολιτοφροσύνης;


Christian Wicke

Είναι κοινώς αναγνωρισμένο ότι το ιδανικό της δημοκρατίας σε σχέση με την ελληνική πόλι, όπου ένα άτομο μπορεί να μετάσχει άμεσα στη λεπτομερή λήψη πολιτικών αποφάσεων, δεν είναι επιθυμητό ούτε πραγματοποιήσιμο στις σημερινές πολύπλοκες μαζικές κοινωνίες (Hardin 1999:29). O Max Weber εξήγησε ότι ‘η σύγχρονη οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών (…) διαχωρίζει την επίσημη δραστηριότητα από τη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής’ (σ. 975). Το γεγονός όμως ότι μια πλειονότητα εθελοντικών οργανώσεων πολιτών αντιπροσωπεύει μια πλειονότητα απόψεων και χρησιμεύει ως κοινωνικός φρουρός στο δημοκρατικό σύστημα θεωρείται ως το πλέον ουσιώδες για μια υγιή φιλελεύθερη κοινωνία, σύμφωνα με τον Tocqueville. (σσ. 106-119).



Το δημοκρατικό ιδανικό της δημόσιας συμμετοχής παραμένει η κατευθυντήρια αρχή μας για την κριτική της κοινωνικής μετεξέλιξης. Στις συζητήσεις των τελευταίων δεκαετιών, εκφράστηκαν ισχυροί προβληματισμοί για τη μεταμόρφωση και την παρακμή της σφαίρας μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου βίου (βλέπε π.χ. Habermas 1965, Sennet 1976, Putnam 2000).


Ιδίως στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι κριτικές για ‘δημοκρατικό έλλειμμα’ καθώς και Offenlichkeitsdefizit (έλλειμμα στη δημόσια σφαίρα) τράβηξαν την προσοχή πολλών συγγραφέων-το πρώτο εμφανίζεται πιο συχνά στις συζητήσεις της ΕΕ από το δεύτερο (Gerhards 2001, Follesdal& Hix 2005, Moravcik 1998, Zweifel 2002 κλπ). Ενώ οι θεσμοί της ΕΕ έμοιαζαν όλο και πιο ανεύθυνοι και αδιαφανείς, οι Βρυξέλλες εξελίχθηκαν στην ευρύτερη νησίδα λόμπινγκ στον κόσμο (Mazey& Richardson, 2003: 211). Ως πρωτεύουσα του πιο προχωρημένου πειράματος μεταφοράς κυριαρχίας ανά τον κόσμο, έγιναν ο παράδεισος των πολύ ευπρόσδεκτων ομάδων συμφερόντων, που εκπροσωπούν εθνικά και περιφερειακά συμφέροντα καθώς και υπερεθνικά συμφέροντα σε διάφορους τομείς ( Dinan 1994:278, Mazey & Richardson 2003: 219). Ειδικότερα, τα μέλη του Κοινοβουλίου και η Κομισιόν είναι ιδιαίτερα δεκτικοί –και συχνά βασίζονται στην πληροφόρηση που παρέχεται από τις ομάδες των λόμπι. Έχει υποστηριχτεί ότι ‘{το άμεσο λόμπινγκ των θεσμών της ΕΕ αποτελεί σημαντικό μέρος της διαδικασίας λήψης αποφάσεων μέσα στην Ένωση, αυξάνοντας την αυτονομία της ΕΕ έναντι των συμφερόντων των κρατών-μελών’ (σ. 44). Την ώρα που οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί μοιάζουν να είναι εντελώς αποσυνδεδεμένοι από τη διαμόρφωση πολιτικής στο ερημητήριο των Βρυξελλών, οι λομπίστες και οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν επίσημες συναντήσεις ή συναντιούνται αυθόρμητα στα καφέ και στα γυμναστήρια για να ανταλλάξουν πληροφορίες.


Μπορεί λοιπόν κάποιος να υποστηρίξει ότι η διάκριση του Weber μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού βίου είναι κάπως ασαφής κι ότι το λόμπινγκ διαφθείρει ή ότι τα λόμπι είναι ένα είδος πρωτότυπης μορφής της ευμετάβλητης κοινωνίας των πολιτών στην ΕΕ. Έναντι του γεγονότος ότι η ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα είναι στα μάτια πολλών σχεδόν ανύπαρκτη, ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός χρειάζεται περαιτέρω εξέταση.


Αυτό μας οδηγεί σε ένα ενδιαφέρον ερώτημα: Μπορεί το λόμπινγκ να αποτελέσει μια αναζωογονητική μορφή πολιτοφροσύνης; Για να συμβάλουμε σε μια πιθανή απάντηση, ας εξετάσουμε εν συντομία, βήμα προς βήμα, την πολιτική σφαίρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δίνοντας προσοχή στις έννοιες της δημόσιας πληροφόρησης, της εμπιστοσύνης και της συμμετοχής. Σε καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις, θα αναρωτηθούμε κατά πόσο αυτά τα ιδεαλιστικά κριτήρια μπορούν να εφαρμοστούν στην πραγματικότητα του συνόλου των πολιτών της ΕΕ και του λόμπινγκ στην ΕΕ, πριν φτάσουμε σε συμπεράσματα.


1. Δημόσια πληροφόρηση


Ενώ για την ‘κοινή γνώμη’ έχει γίνει ευρεία συζήτηση, ο όρος δημόσια πληροφόρηση είναι συγκριτικά σπάνιος στις συζητήσεις για τα δημοκρατικά μας ιδεώδη. Είναι ενδιαφέρον ότι η δημόσια πληροφόρηση, ως έννοια, χρησιμοποιείται στις φυσικές επιστήμες: π.χ. ορισμένοι επιστήμονες έχουν αναφερθεί στη δημόσια πληροφόρηση αναλύοντας τη φυσική κατοικία των πτηνών αναπαραγωγής. Σύμφωνα με αυτούς, τα νεαρά πτηνά χρειάζονται δημόσια πληροφόρηση (στην περίπτωση αυτή για την ορατή πυκνότητα του τόπου αναπαραγωγής) προκειμένου να επιλέξουν ένα μέρος για επιτυχή αναπαραγωγή, ενώ τα πουλιά που έχουν ήδη ολοκληρώσει τη διαδικασία αναπαραγωγής, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, μπορούν να βασιστούν στην ατομική τους πληροφόρηση. Σ’ αυτή την περίπτωση, μπορούμε επομένως να υποστηρίξουμε ότι η δημόσια πληροφόρηση είναι διαφορετική από την ιδιωτική πληροφόρηση καθώς είναι ανοιχτή σε όλους, ενώ ορισμένοι βασίζονται περισσότερο σ’ αυτήν από άλλους. Κοιτάζοντας τον κόσμο των πτηνών, κάποιος μπορεί να υποστηρίξει, πρώτον, ότι η δημόσια πληροφόρηση δεν είναι κατάλληλη, εκτός κι αν γίνεται πραγματικά αντιληπτή και χρησιμοποιείται από τον πιθανό δέκτη και, δεύτερον, ότι είναι εμφανές ότι η δημόσια πληροφόρηση είναι το κλειδί για επιτυχή λήψη αποφάσεων στην περίπτωση που υπάρχει έλλειψη ατομικής πληροφόρησης. Μπορεί να ακούγεται παράλογο, αλλά αυτά ισχύουν και για τη σύγχρονη ανθρώπινη οργάνωση.


Η δημόσια πληροφόρηση έχει κομβική σημασία για την καλή λειτουργία των σύγχρονων δημοκρατιών. Οι πολίτες χρειάζονται πληροφόρηση για να αποφασίσουν αν μια πολιτική απόφαση που λαμβάνεται σε επίσημο επίπεδο είναι σωστή ή λάθος και προκειμένου να ψηφίσουν για έναν πολιτικό υποψήφιο (Gerhards 2001:4). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το έχει συνειδητοποιήσει και είναι διατεθειμένη να παράσχει διαφάνεια και να έρθει πιο κοντά στους Ευρωπαίους πολίτες. Σύμφωνα με τη διαστρεβλωμένη αρχή της δημοσιότητας που έχει δεχτεί κριτική από τον Habermas (1965: 214), ένας απίστευτος όγκος λεπτομερούς πληροφόρησης έχει δημοσιοποιηθεί ηλεκτρονικά από τους θεσμούς της Ένωσης, στην προσπάθεια για διαφάνεια και νομιμότητα απέναντι στο κοινό. Μολονότι, όμως, υπάρχει ανοιχτή πληροφόρηση, οι άνθρωποι δεν ενημερώνονται, καθώς τα εθνικά μέσα ενημέρωσης, που παραμένουν οι πιο σημαντικές πηγές για δημόσια πληροφόρηση, κάθε άλλο παρά ενθαρρύνουν μια διαφωτιστική αντίληψη για την ευρωπαϊκή πολιτική (Gerhards 2001:7). Θα ήταν λάθος, πάντως, να ισχυριστούμε ότι αυτή ήταν η αιτία που οι πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι, στην απόλυτη πλειοψηφία τους, οι Ευρωπαίοι πολίτες διαφωνούν με τη δήλωση ‘Καταλαβαίνω πώς λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση’. Ούτε η εθνική πολιτική είναι, άλλωστε, κατανοητή από ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων (Power Inquiry, UK in APH).


Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πληροφόρηση που παρέχεται σε εθνικό επίπεδο έχει μια άλλη σημαντική επίδραση: γεννά εθνική ταυτότητα δημιουργώντας μια ‘φαντασιακή κοινότητα’. Πολλοί θα είχαν την τάση να υποστηρίξουν ότι όσο το ευρωπαϊκό τοπίο των μέσων ενημέρωσης παραμένει διασπασμένο και χειρίζεται τα ευρωπαϊκά ζητήματα σα να είναι τριτεύουσας σημασίας (μετά από τα εθνικά και τα διεθνή) (Gerhards 2001:9), η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι μια ‘μη απεικονισμένη νοερά κοινότητα’, ανίκανη να γεννήσει αμοιβαία εμπιστοσύνη στο σύνολο των πολιτών (βλέπε επόμενο τμήμα). Ωστόσο (…) ‘η αυξανόμενη τάση για τη διαμόρφωση αποτελεσματικών διεθνικών και/ή ‘συνασπισμών ουράνιου τόξου’ και η εκμετάλλευση του Ίντερνετ από ομάδες, ως πηγή πληροφόρησης και διεθνικής κινητοποίησης’, (Mazey&Richardson 2003:219), θέτουν ακόμη περισσότερο σε αμφισβήτηση την εφαρμογή της θεωρίας του Anderson για αποκλειστικά εθνική αντίληψη.


Οι επαγγελματίες που εργάζονται για τις ομάδες των λόμπι στις Βρυξέλλες, από την άλλη πλευρά, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους περισσότερους πολίτες. Εδρεύουν στο σχετικά οικείο-αν και διεθνές- περιβάλλον των Βρυξελλών. Οι άνθρωποι που εργάζονται για ή με τους θεσμούς της ΕΕ γνωρίζονται μεταξύ τους προσωπικά και μπορούν να παράσχουν ο ένας στον άλλον ενήμερη ατομική πληροφόρηση (Shackleton 2006). Οι επαγγελματίες λομπίστες μπορούν να επικεντρωθούν στη συλλογή πληροφόρησης σχετικής με το ειδικό ενδιαφέρον τους, μια δραστηριότητα που ο απλός πολίτης είναι αδύνατον να κάνει. Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι οι ίδιοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην πληροφόρηση των ειδικών που ανήκουν σε ομάδες συμφερόντων. Παρόλο που είναι κοινώς αναγνωρισμένο ότι η ιδιωτική σφαίρα και η επίσημη σφαίρα δεν είναι πάντα διαχωρισμένες στις Βρυξέλλες, ως αντίδραση στην αδιαφάνεια για την οποία κριτικάρεται η πολιτική της ΕΕ, ο συμβιωτικός συνεταιρισμός μεταξύ των θεσμών της ΕΕ και των ομάδωντωνλόμπι θεσμοθετήθηκε πρόσφατα ακόμη περισσότερο με ‘την εισαγωγή νέων διαδικασιών και κατευθυντήριων γραμμών σχεδιασμένων να αυξήσουν τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα (…)’ (Mazey & Richardson 2003:218).


2. Εμπιστοσύνη


Αυτό μας οδηγεί σε μια άλλη σκέψη. Ο Putnam λέει ότι το κοινωνικό κεφάλαιο (δηλαδή, η ιστορική εμπειρία για την εμπιστοσύνη, τους κανόνες και τα δίκτυα μέσα στην κοινωνία) γεννά εμπιστοσύνη στους θεσμούς και έχει καίρια σημασία για μια αποτελεσματική δημοκρατία (1994). Μπορούμε όμως να εμπιστευθούμε τυφλά, να εμπιστευθούμε κάτι χωρίς την αντιληπτικότητα της πληροφόρησης; Ο Hardin υποστηρίζει ότι ‘η εμπιστοσύνη ανήκει σε μια συγγενή κατηγορία με τη γνώση’. ‘Όταν λέμε ‘σε εμπιστεύομαι’ σημαίνει (…) ‘Νομίζω ότι γνωρίζω τα σχετικά για σένα’’’(1999:24).


Και πράγματι, τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι εκείνοι που νομίζουν ότι γνωρίζουν λιγότερα για την ΕΕ, δεν εμπιστεύονται τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (ΕΒ 2005). Ωστόσο, η εμπιστοσύνη στην ΕΕ είναι αυξανόμενη και αυξάνεται σταδιακά τα τελευταία δέκα χρόνια (Zweifel 2002:819). Αυτό όμως που είναι και πάλι εντυπωσιακό είναι ότι παράλληλα με την προαναφερθείσα σύγκριση των ερευνών για την κατανόηση της εθνικής και ευρωπαϊκής πολιτικής, οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί δεν εμπιστεύονται ούτε τις εθνικές κυβερνήσεις τους, ούτε την ΕΕ. Ο Hardin θεωρεί απίθανο να εμπιστευόμαστε τις κυβερνήσεις- καθώς ελάχιστοι άνθρωποι γνωρίζουν και κατανοούν τις πολυπλοκότητες των εσωτερικών διαδικασιών. ‘Οι περισσότεροι άνθρωποι ούτε εμπιστεύονται ούτε δεν εμπιστεύονται μια αξιόπιστη κυβέρνηση(…)’ (1999:30). Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, παρόλο που δεν μπορούμε να αναπτύξουμε εμπιστοσύνη σε μια οργάνωση, ως μαζική κοινωνία είμαστε υποχρεωμένοι να βασιζόμαστε στην προβλεψιμότητα της και να αναθέτουμε σε άλλους την εγγύηση μιας κοινωνικής τάξης (το ίδιο:31).


Παρομοίως, ο Offe πιστεύει ότι ‘(..) μια απατηλά απλή κι εύκολη διέξοδος σε σχέση με τη δομική έλλειψη εμπιστοσύνης (…) είναι η εμπιστοσύνη στους θεσμούς’. Ωστόσο, διαφωνεί με τον Hardin: ο Offe νομίζει ότι μπορούμε να εμπιστευόμαστε την εμπειρογνωμοσύνη, τη λειτουργία καθιερωμένων κανόνων μέσα στο θεσμό και το σύστημα του εσωτερικού ανταγωνισμού στις δημοκρατικές κοινωνίες κι ότι οι θεσμοί γεννούν την ιδέα της κοινής ιθαγένειας μεταξύ ξένων(σσ. 64-70). Ωστόσο, παραδέχεται ότι μερικοί θεσμοί είναι πιο εύκολα κατανοητοί και χαίρουν μεγαλύτερης στήριξης κι εκτίμησης από άλλους. Μερικοί μοιάζουν πιο λογικοί, έχουν βαθύτερο νόημα για τους ανθρώπους- και επομένως χαίρουν μεγαλύτερης εμπιστοσύνης από άλλους (σ.69). Οι μισοί περίπου από τους πολίτες της ΕΕ νομίζουν ότι η ΕΕ είναι ‘καλό πράγμα’, ενώ η αμφισβήτηση των κρατών-μελών και των κυβερνητικών θεσμών τους μοιάζει παράλογη για τους περισσότερους Ευρωπαίους.


Ο Offe μας εξηγεί πώς η εμπιστοσύνη σε ευρεία κλίμακα μπορεί να εξελιχθεί. Πιστεύει, αντίθετα από τον Hardin, ότι η οικειότητα και η αλληλεπίδραση συγκεκριμένων προσώπων δεν απαιτείται πάντα για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης. Επίσης η αίσθηση ότι ανήκεις κάπου μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο της ατομικής εμπειρίας. ‘Η κατηγορηματική εμπιστοσύνη (…) μπορεί επίσης να εκπορεύεται από τη συμβολική αντιπροσώπευση των κοινοτήτων ή ψευδο-κοινοτήτων (δηλαδή κρατών-μελών) (…) Όταν γνωρίζω την παράδοση, τον πολιτισμό και τις αξίες μιας ομάδας, μπορώ να γενικεύσω την εμπιστοσύνη σε όλους όσοι ανήκουν σε αυτή την ομάδα(..)’ (σ. 63). Αναμενόμενα, η εμπιστοσύνη στους συμπολίτες της ίδιας εθνικότητας είναι γενικά υψηλότερη από αυτή στους Ευρωπαϊους συμπολίτες άλλων εθνικοτήτων. Αντίθετα με τα καθιερωμένα κράτη- έθνη, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν κατάφερε να οικοδομήσει διεθνική εμπιστοσύνη μεταξύ των ευρέων πληθυσμών των ευρωπαϊκών κοινωνιών, καθώς δεν έχουν ακόμη ισχυρό αίσθημα ότι ανήκουν κάπου.


Ωστόσο, οι άνθρωποι που εργάζονται άμεσα για ή με την ΕΕ μπορούν να θεωρηθούν ως ομάδα που ανήκει κάπου- και ένας θεσμός της ΕΕ είναι ένα μέρος που η καθημερινή επαφή μεταξύ διεθνών επαγγελματιών μπορεί να γεννήσει ένα νέο είδος ταυτότητας (Zabuski 2000). O Offe δίνει και μια άλλη διάσταση της εμπιστοσύνης που θεωρεί σημαντική: ‘Την εμπιστοσύνη ανάμεσα στις ελίτ’ (…) ‘Η διαπραγμάτευση πίσω από κλειστές πόρτες’ (..) ‘είναι εξαιρετικά δεκτική στην εμπιστοσύνη’’. Η εμπιστευτικότητα, η προσδοκία ότι η συζήτηση θα συνεχιστεί, η πιθανότητα ότι οι αμοιβαίες υποχωρήσεις θα αναγνωριστούν από τις πλευρές και η βεβαιότητα ότι η συμφωνία θα τηρηθεί, για παράδειγμα, παίζουν σημαντικό ρόλο (σ. 62). Οι λομπίστες και οι αξιωματούχοι της ΕΕ έχουν συνεπώς αναπτύξει μια κατάσταση αμοιβαίας πίστης, ανταλλαγής πληροφοριών, άμεσης επαφής και οικειότητας (Shackleton 2006). Ο ένας γνωρίζει τον άλλον, και μπορούμε συνεπώς να υποστηρίξουμε, όπως στο προηγούμενο μέρος, ότι η ευρωπαϊκή ιδέα της ιθαγένειας έχει εκπέσει από τα ιδανικά δημοκρατικά μας κριτήρια, πράγμα που δεν ισχύει για τους λομπίστες.


3. Συμμετοχή


Ας επανεξετάσουμε τώρα εν συντομία την ιδέα της συμμετοχής και πώς έχει γενικά εκπληρωθεί στη σύγχρονη Ευρώπη. Οι ποικίλοι, άμεσοι και έμμεσοι, δίαυλοι συμμετοχής στα κράτη-μέλη και την ΕΕ έχουν γίνει αντικείμενο ευρύτατης κουβέντας. Έτσι όταν η συζήτηση έρχεται στην έλλειψη δημόσιας προσοχής στην ΕΕ υποστηρίζεται, συνήθως σωστά, ότι εκτός από την απουσία θεμάτων που έχουν να κάνουν με την ΕΕ στα εθνικά μέσα ενημέρωσης, η απουσία αντιτιθέμενων κομμάτων που να συζητούν ανοιχτά τις θέσεις τους για να πάρουν ψήφους, καθιστά τις Βρυξέλλες ένα μέρος που δεν έχει θέση στη φαντασία των πολιτών (Gerhards 2001:22, Norris 1997, Thalmeier 2006: 9). Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι πολίτες της ΕΕ δεν είναι αναγκαστικά περισσότερο ικανοποιημένοι από τη λειτουργία της εθνικής δημοκρατίας τους απ’ όσο από τη δημοκρατία στην ΕΕ. Είναι κοινώς αναγνωρισμένο ότι οι ομάδες των λόμπι της ΕΕ εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και νομοθέτησης. Απ’ αυτή την άποψη, υπογραμμίζεται συχνά και δικαιολογημένα η έλλειψη διαφάνειας και υπευθυνότητας (βλέπε π.χ. τις οργανώσεις The Alliance for Lobbying Transparency and Ethnic Regulation, Corporate Europe Observatory, κλπ). Αλλά από την ώρα που αυτά τα ζητήματα έχουν ευρέως συζητηθεί, θα θέσουμε πιο γενικά σε συζήτηση την πανταχού παρούσα ιδέα των πολιτικών μαζικών κομμάτων ως δημοκρατία-ερζάτς και κατά συνέπεια θα έρθουμε στο ερώτημα του κατά πόσον οι ομάδες των λόμπι ταιριάζουν στην ιδέα που έχουμε για τη συμμετοχή.


Η ιδέα της συμμετοχής, που παραπέμπει στον Πλάτωνα, δηλαδή να είσαι μέρος του συνόλου (Meinhardt 1965), εφαρμόζεται πολύ περιορισμένα στις σημερινές κοινωνίες. Η δημόσια συμμετοχή έχει περιοριστεί στην παρακολούθηση των ειδήσεων και στην ψήφο για ένα πολιτικό κόμμα ή υποψήφιο. Είναι επομένως πιο σωστό να μιλάμε για αντιπροσώπευση αντί για συμμετοχή. Αυτό το αντιπροσωπευτικό είδος του ‘να είσαι μέρος του συστήματος’ είναι πολύ βολικό για τον καταναλωτή πολιτικής και κατά τα άλλα σκληρά εργαζόμενο πολίτη (ας μην κάνουμε πολεμική εδώ…), εκτός κι αν ο καιρός είναι τόσο κακός που κάποιος προτιμά να μείνει σπίτι παρά να μπει στον κόπο να αγωνιστεί για να φτάσει στην κάλπη (….αλλά ας είμαστε λίγο ειρωνικοί), όπως συνέβη την περασμένη Κυριακή στο Κονγκό (Tagesschau, 29 Οκτωβρίου 2006). Ωστόσο, όπως υπονοήσαμε πιο πάνω, ακόμα κι αυτή η υπολειμματική μορφή συμμετοχής μοιάζει να απειλείται με εξαφάνιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ως πηγή νομιμότητας έναντι των συγκριτικά χαμηλών συμμετοχών (Blondel et al. , Meyer 2004). Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η κοινή συνειδητοποίηση του ‘δημοκρατικού ελλείμματος’ έχει αποτελέσει κίνητρο για πολλές θεσμικές αλλαγές που ενισχύουν το ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων από το 1986 (Dinan 1994: 279). (Είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι η ενδυνάμωση του Κοινοβουλίου προσέλκυσε την ίδια στιγμή έναν αυξανόμενο αριθμό από λομπίστες που ζητούν από τα μέλη του Κοινοβουλίου να τους υποστηρίξουν στα αιτήματά τους (Zweifel 2002:812).


Όταν ο Thalmeier, όπως πολλοί άλλοι, ασκεί κριτική στο γεγονός ότι η απουσία διενέξεων που να προσελκύουν τα μέσα ενημέρωσης, στην προσανατολισμένη στη συναίνεση και τη διαπραγμάτευση Ευρώπη, οδηγεί σε μια ανεπάρκεια της κοινής γνώμης, πρέπει να αναρωτηθούμε αν είναι πράγματι τόσο απλό. ‘Κι αν τα κόμματα δεν εκπροσωπούν αντιπαραθέσεις επειδή δεν θέλουν να χάσουν ψήφους;’ ‘Ή αν τα κόμματα εκπροσωπούν μόνο τη μια ή την άλλη πλευρά για να εκφραστούν τουλάχιστον κάποιοι από τους ψηφοφόρους τους;’ Στο βιβλίο του Why Americans hate politics, o Dionne παραπονιέται για τους ιδιοτελείς πολιτικούς, που αγνοούν τις επιθυμίες των πολιτών και δείχνει ότι οι πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών υπόκεινται στην ‘ψευτο- πόλωση’ δυο πολιτικών κομμάτων. ‘Στους Αμερικανούς ως σύνολο δεν αρέσει ούτε η ‘ανεκτικότητα’ ούτε ο ‘εγωϊσμός’, είναι ‘φεμινιστές και παραδοσιακοί’, ‘πιστεύουν στο συμπονετικό κράτος και στην αυτοδυναμία’. Και ‘είναι σκεπτικιστές απέναντι στις επιχειρήσεις και σκεπτικιστές απέναντι στην κυβέρνηση, ανησυχούν για την εξουσία των εταιριών και ανησυχούν επίσης για το τι θα γίνει αν αυτές αποτύχουν’ (σσ. 325-326). Το πρόβλημα, επισημαίνει ο Dionne, είναι ότι δεν υπάρχει πολιτικό κόμμα που να επιτρέπει στους ψηφοφόρους να εκφράσουν αυτό το δυϊσμό, κι αυτό τους κάνει να μισούν την πολιτική. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό απαιτεί την απομάκρυνση από ‘ιδεολογικές μάχες’ (σ. 332 f).


Αυτό ακριβώς συνέβη στην ΕΕ και δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η Ευρώπη χρειάζεται μια νέα κεντρική πολιτική και μια κοινή ιδέα της ιθαγένειας, όπως ζητά ο Dionne για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ότι η δημιουργία πόλωσης σε πολιτικό επίπεδο δεν συμβάλει στην εκπροσώπηση των επιθυμιών του συνόλου των πολιτών. Αντίθετα, τα πολιτικά κόμματα μάλλον αποτυγχάνουν στην εκπροσώπηση του πλουραλισμού των απόψεων ανάμεσα στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Το λόμπινγκ, από την άλλη πλευρά, μπορεί θεωρητικά να προκύψει από όλων των ειδών τις κατευθύνσεις. Δεν υπάρχουν μόνο αντιπρόσωποι από τη μεγάλη ποικιλία βιομηχανιών που εδρεύουν στις Βρυξέλλες, αλλά και ομάδες που κάνουν λόμπι για μη εμπορικά συμφέροντα όπως, για παράδειγμα, τα ανθρώπινα δικαιώματα ή η προστασία του περιβάλλοντος (Hamill 2006). Παρόλο που η φύση αυτού του είδους συμμετοχής είναι ακόμη έμμεση, οι ομάδες των λόμπι μπορούν να οργανώσουν τα συμφέροντα σε καθημερινή βάση, με τρόπο που ένας πολύ μεγαλύτερος πλουραλισμός ατομικών συμφερόντων μπορεί να ανατεθεί και να εκπροσωπηθεί άμεσα στο πολιτικό κέντρο.


Συμπεράσματα


Στη διάλεξή του An unfinished adventure called Europe, o Zygmunt Bauman παρουσίασε την ‘ασιατική χερσόνησο Ευρώπη’ ως ‘εργαστήριο’. Στις Βρυξέλλες, ένας νέος τρόπος διακυβέρνησης έχει εξελιχθεί, όπου νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης έχουν την ευκαιρία να δοκιμαστούν και να αναπτυχθούν. Δείχνοντας ότι αυτό το φαινόμενο ταιριάζει εκπληκτικά καλά στα ιδανικά κριτήρια που έχουμε για τη δημοκρατία, αυτό το κείμενο επιχείρησε να μας κάνει να δούμε την πρόσφατα αναδυόμενη κουλτούρα των λόμπι από μια μάλλον απλοϊκή σκοπιά- δηλαδή, ως ευκαιρία. Οι ομάδες των λόμπι στις Βρυξέλλες είναι καλά πληροφορημένες για τις σχετικές ευρωπαϊκές υποθέσεις, οικοδομούν μια εθελοντική συμμετοχή η οποία απαιτείται γενικά για τη διασφάλιση μιας ζυγισμένης εκπροσώπησης των πολιτών.


Όμως, όπως δείχνουν οι Mazey και Richardson, αναμφίβολα “(…) παρόλες τις προσπάθειες της Επιτροπής να ενσωματώσει (…) τα συμφέροντα της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτική διαδικασία, οι πιο ισχυροί Ευρωπαίοι λομπίστες αντιπροσωπεύουν συμφέροντα μεγάλων παραγωγών, κυρίως πολυεθνικών εταιριών που τα συμφέροντά τους είναι βαθιά ριζωμένα στην Επιτροπή.” (2003: 225). Πράγματι, η ενδεχόμενη ανισόρροπη επιρροή των επί μέρους συμφερόντων παρουσιάζει τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την πολιτική κουλτούρα των Βρυξελλών, γεγονός που μας φέρνει πίσω στο σημείο εκκίνησης αυτού του κειμένου σχετικά με δύο σημεία:


Πρώτον, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι λομπίστες είναι επαγγελματίες. Άρα, όποιο συμφέρον και αν αντιπροσωπεύουν, το κέρδος παρά η εθελοντική προσφορά είναι το κύριο κίνητρο των πράξεών τους (ακόμα και αν αντιπροσωπεύουν μη-εμπορευματοποιημένα ιδεώδη, όπως της Greenpeace). Η πολιτοφροσύνυη, λοιπόν, εξαρτάται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού λόμπινγκ πάντοτε από την οικονομική ενίσχυση. Αυτή, πάλι, είναι μια ένδειξη για την πτωτική τάση της εθελοντικής συμμετοχής, που συνήθως απαιτείται για να εγγυηθεί μία ισορροπημένη αντιπροσώπευση όλων των πολιτών.


Πρέπει, επίσης, να συνειδητοποιήσουμε ότι οι νόμοι της ΕΕ είναι σε μεγάλο βαθμό τεχνοκρατικοί, πράγμα που σημαίνει ότι συνήθως αγγίζουν άμεσα μόνο ορισμένους κλάδους της κοινωνίας. Αυτοί είναι πιθανότερο να αναπτύξουν λομπιστική εκπροσώπηση που να αποτελείται από αμειβόμενους ειδικούς. Φυσικά, τα ισχυρά συμφέροντα προσελκύουν χρηματοδότηση πιο εύκολα, επειδή έχουν άμεση επίδραση στους κατόχους συμφερόντων. Όσο πιο εστιασμένο είναι ένα συμφέρον (λίγοι άνθρωποι μπορούν να χάσουν ή να κερδίσουν πολλά), τόσο πιθανότερο είναι να προωθηθεί θεσμικά και οικονομικά (αυτοί που πληρώνουν τα σπασμένα είναι εκείνοι που έχασαν όσα θα είχαν χάσει όλοι οι άλλοι μαζί, αλλά λιγότερο ατομικά, και δεν θα αναλάβουν επομένως αποτελεσματική δράση (π.χ. αγρότες έναντι καταναλωτών γάλακτος).


Μπορούμε συνεπώς να συμπεράνουμε ότι παρόλο που ο νέος πολιτισμός του λόμπινγκ μπορεί να είναι θεωρητικά ένας αποτελεσματικός τρόπος για μελλοντική πολιτική συμμετοχή, και κανείς μπορεί να σπεύσει να υπερασπιστεί αυτή τη νέα προσέγγιση υπό το φως των παραδοσιακών δημοκρατικών ιδανικών, δεν μπορεί να απελευθερώσει τους πολίτες από την εθελοντική και συνεταιριστική αρχή μιας δημοκρατίας που λειτουργεί. Μια πραγματική ισορροπία συμφερόντων μπορεί να διασφαλιστεί μόνο από δια-κοινωνική εκπροσώπηση, ανεξάρτητα από το κατά πόσο ‘η σημασία του καθενός’ υλοποιείται πολιτικά στο τέλος.



Αναφορές (όσες δεν υπάρχουν με διαδικτυακούς συνδέσμους):


- Blondel, J. και άλλοι. (1997). Representation and voter participation. European Journal of Political Research. 32. Kluwer Academic Publishers, σσ. 243-272.

- Dinan, D. (1994). Ever Closer Union? An introduction to the European Community. Houndmills: The Macmillan Press

- Follesdahl, A. και Hix, S. (2005). Why there is a Democratic Deficit in the EU : A response to Majone and Moravcsik. European Governance Papers (EUROGOV) No C-05-02

- Gerhards, J. (2001). Das Öffentlichkeitsdefizit der EU im Horizont normativer Öffentlichkeitstheorien

- Habermas, J. (1965). Strukturwandel der Öffentlichkeit. Berlin: Hermann Luchterland Verlag

- Hamill, C. (2006). Lobbying in the EU. Διάλεξη στο Universiteit Maastricht.

- Hardin, R. (1999). Do we want to trust in government? Στο: Democracy and Trust. επ. Warren, M.E. Cambridge: Cambridge University Press.

- Mazey, S. et Richardson, J. (2003). Interest Groups and the Brussels Bureaucracy. Στο: Governing Europe. επ. Hayward, J. και Menon, A. pp. 208-227.

- Meinhardt, H. (1965). Teilhabe bei Platon. Freiburg/München: Verlag Karl Alber

- Meyer, B. (2004). Armes Europa. Zeit

- Moravcsik, A. (2004). In Defence of the ‘Democratic Deficit’: Reassessing the legitimacy of the European Union. Journal of the Common Market Studies (40) 4. σσ. 603-634.

- Norris, P. (1997). Representation and the Democratic Deficit. Στο: European Journal of Political Research, τ. 32, σσ. 273-283, 1997. Kluwer Academic Publishers.

- Putnam, R.D. (2000). Bowling alone. The Collapse and Revival of American Community. New York: Simon & Schuster

- Putnam, R.D. (1993) Making Democracy Work. Civic Traditions in Modern Italy. Princeton: Princeton University Press

- Sennett, R. (1976). The Fall of Public Man. Cambridge: Cambridge University Press.

- Shackleton, M. (2006). The European Parliament. Lecture at the Universiteit Maastricht.

- Thalmeier, B. (2006). Partizipation und Politisierung als Antwort auf die Akzeptanz – und Legitimationskrise der Europäischen Union. Centrum für Allgemeine Politikforschung (CAP). Bertelsmann Forschungsgruppe Politik. Issue 1, Mάρτιος 2006.

- Zweifel, T.D. (2002) Who is without sin cast the first stone: The EU’s democratic deficit in comparison. Στο: Journal of European Public Policy. 9:5 Οκτώβριος 2002, σσ. 812-840.

- Zabusky, S.E. (2000). Boundaries at work: Discourses and Practices of Belonging in the European Space Agency. Στο: Bellier, I. & Wilson, M. An Anthropology of the European Union. Building, Imaging and Experiencing the New Europe, σσ. 179-200. Oxford: International Publishers



Αφιέρωμα: read also, Ευρώπη
Ετικέτες: , , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε