ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Peter Newell – Για τον εκδημοκρατισμό του εμπορίου/για μια οικολογική δημοκρατία


Όταν έρχεται η στιγμή για σοβαρό δημόσιο διάλογο σχετικά με το ποιο εμπόριο επιθυμούμε και με ποιο σκοπό, το σύστημα δεν δουλεύει, υποστηρίζει ο Peter Newell. Γιατί να συμμετέχει κάποιος σε μια δημόσια συζήτηση που οι όροι της υπαγορεύονται από εκείνους που κερδίζουν από μια (άνιση) φιλελευθεροποίηση, που οι διαδικασίες της δεν σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να έχουν ικανότητα ενσωμάτωσης ή δημοκρατικότητας και παρ’ όλα αυτά καλείται μέσω της δέσμευσής του να επικυρώσει;



Η ικανότητα του φιλελευθεροποιημένου εμπορίου να τηρήσει την υπόσχεσή του για την ευημερία όλων γίνεται όλο και περισσότερο αντικείμενο εξονυχιστικής διερεύνησης. Με δεδομένη την πεποίθηση ότι το ελεύθερο εμπόριο θα αντιμετωπίσει τη φτώχεια, θα υποστηρίξει τη σταθερή ανάπτυξη και θα δημιουργήσει ένα ‘ανοδικό ρεύμα’ που θα μεταφέρει όλα τα ‘καράβια’ μέσα από το αόρατο και ενάρετο χέρι της αγοράς, μέσω κυβερνήσεων, δωρητών και παραγόντων της κοινωνίας των πολιτών, η αυξανόμενη προσοχή που δίνεται στις πολιτικές του εμπορίου είναι δικαιολογημένη. Λαμβάνοντας υπόψη τις κατηγορίες που διατυπώνονται έναντι των πλούσιων λεσχών των οικονομικών ελίτ, ότι διαμορφώνουν επιδέξια τους όρους των συμφωνιών που εξυπηρετούν στενά οικονομικά συμφέροντα, δεν αποτελεί έκπληξη ότι γίνονται εκκλήσεις για τον εκδημοκρατισμό της εμπορικής πολιτικής, το άνοιγμά της σε μια πλειονότητα από συμμετέχοντες, συμφέροντα και ατζέντες και μια θεμελιώδη επανεξέταση του ερωτήματος για ποιόν και για τι υπάρχει το εμπόριο.


Εμπλέκοντας την κοινωνία των πολιτών


Η τεχνική, ειδικευμένη και νομική φύση των διαπραγματεύσεων για το εμπόριο, σε συνδυασμό με το αμοιβαίο παζάρι που φτάνει στην καρδιά του χρηματιστηριακού εμπορίου, παρουσιάζει, ωστόσο, μεγάλους φραγμούς σε ό, τι αφορά στη σημαντική δέσμευση των πολιτών και των οργανώσεων, υποστηρίζοντας ότι δρα για λογαριασμό τους. Υπήρξαν αρκετές απόπειρες για την εμπλοκή στοιχείων της κοινωνίας των πολιτών στην εμπορική πολιτική ανά τον κόσμο, συχνά ως αντίδραση στις κρίσεις νομιμότητας που προκάλεσαν γεγονότα όπως η ‘μάχη του Σιάτλ’ και άλλες διαδηλώσεις μεγάλης κλίμακας κατά της εξουσίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, όπως αυτή γίνεται κατανοητή, σε συνδυασμό με τις αντιρρήσεις για τη μυστικότητα με την οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις και την έλλειψη ευαισθησίας του θεσμού απέναντι στις ανισότητες της εξουσίας που αποκλείουν τον περισσότερο κόσμο από καίριες διαβουλεύσεις. Οι αντιδράσεις έλαβαν πολλές μορφές. Εδώ θα αναφερθούμε περισσότερο σε εκείνους τους μηχανισμούς δημόσιας συμμετοχής που υπάρχουν στη βόρεια και νότια Αμερική, όπου μια σειρά από ευρείες συμφωνίες σε επίπεδο ηπείρου και περιοχής είναι υπό διαπραγμάτευση ή έχουν καταλήξει, παράλληλα με έναν αυξανόμενο αριθμό διμερών εμπορικών συμφωνιών.


Στο διάστημα της ύπαρξής τους προέκυψε μια σειρά από επίσημους θεσμικούς διαύλους συμμετοχής, που είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να περιλαμβάνουν τους υποστηρικτές της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου, ξεχωριστά από τις επίσημες εμπορικές διαπραγματεύσεις, με έναν ad hoc τρόπο. Ομάδες που ανησυχούν και αμφισβητούν το σκοπό, το ρυθμό ή την ιδιοποίηση της απελευθέρωσης του εμπορίου, γελοιοποιούνται ή χαίρουν συνοπτικών διαδικασιών. Όταν, πριν από δέκα περίπου χρόνια, πήγα σε μια ‘διαβούλευση’ του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου με την κοινωνία των πολιτών, στην οποία οι ‘συναφείς’ οργανώσεις είχαν προσκληθεί να συμμετάσχουν ύστερα από πρόσκληση του ΠΟΕ και όπου οι λεπτομέρειες της συζήτησης δεν έπρεπε να δημοσιοποιηθούν, ρώτησα σε ποιο βαθμό μια συνεδρίαση για το ‘εμπόριο και το περιβάλλον’ θα αναφερόταν στην επίδραση του εμπορίου στο περιβάλλον. Η απορριπτική απάντηση ήρθε από την προεδρία της συνάντησης του ΠΟΕ, ότι αυτή δεν ήταν συναφής ερώτηση αφού ‘είναι προφανές ότι το εμπόριο μειώνει τις αποδόσεις και ότι αυτό είναι καλό για το περιβάλλον’. Τελεία. Η συζήτηση γύρισε έγκαιρα στο κατά πόσον οι περιβαλλοντολογικές ρυθμίσεις μπορούν να παρεμβληθούν στις (εμπορικές) επιχειρήσεις όπως συνήθως. Άλλες προσπάθειες είναι πιο σοβαρές στις προφανείς απόπειρές τους να δημιουργήσουν χώρους για την κοινωνία των πολιτών, όλες όμως αναπαράγουν μια φιλελεύθερη δημοκρατική εκδοχή για τη συμμετοχή ως διαβούλευση σε αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί, πληροφόρηση για διαδικασίες από τις οποίες έχεις αποκλειστεί, για μια ημερήσια διάταξη που έχει ήδη καθοριστεί.


Η απουσία μιας ‘οικολογίας του εμπορίου’


Όταν έρχεται η στιγμή για σοβαρό δημόσιο διάλογο σε σχέση με αυτό που εγώ ονομάζω ‘οικολογία του εμπορίου’: το εμπόριο ως μέρος, αναπόφευκτα, των ευρύτερων κοινωνικών και οικολογικών συστημάτων που καθορίζουν τη βιωσιμότητά του και που η διατήρησή τους θα έπρεπε να αποτελεί το σημείο εκκίνησης για δημόσιες συζητήσεις σχετικά με το ποιο εμπόριο επιθυμούμε και με ποιο σκοπό, το σύστημα δεν δουλεύει. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, που οι ανά τον κόσμο ακτιβιστές έχουν απορρίψει τη συμμετοχή και τη δέσμευση κάτω από τόσο στενούς και προκαθορισμένους όρους εις όφελος διαφόρων στρατηγικών διαμαρτυρίας και αντίστασης. Οι δικαστές και μια απίστευτη διάταξη κοινωνικών κινημάτων και πολιτικών παικτών παραβιάζουν τις πολιτικές των συναλλαγών του επίσημου κράτους για μειώσεις των δασμών, σε περιπτώσεις όπου οι εμπορικές διαπραγματεύσεις καθορίζουν την πρόσβαση σε νερό και φάρμακα που σώζουν ζωές, καθορίζουν τη βιωσιμότητα αγροτικών εισοδημάτων και λαμβάνουν δικαστικές αποφάσεις που η γνώση τους μετράει και μπορεί να αποκτηθεί ιδιωτικά. Βασικά ζητήματα πολιτικής, ηθικής και κοινωνικής και οικολογικής σταθερότητας βρίσκονται σε κίνδυνο και πρέπει να αντιμετωπιστούν ως τέτοια. Οι εμπορικοί διαπραγματευτές δεν μπορούν να περιμένουν σοβαρά ότι καθησυχάζουν τους ανθρώπους επειδή τους λένε ότι ενεργούν για το κοινό συμφέρον, όταν δεν υπάρχουν χώροι για διαβουλεύσεις και αμφισβήτηση στο πεδίο της εμπορικής πολιτικής ή, πιο βασικό ακόμη, στο εθνικό επίπεδο όπου οι κυβερνήσεις παραμένουν ασφαλώς το κατάλληλο και υψίστης σημασίας σημείο δημοκρατικής αναφοράς για τις πολιτικές εκπροσώπησης.


Αυτή η στενή μορφή εκδημοκρατισμού της εμπορικής πολιτικής, που θεωρείται ότι φέρνει περισσότερες φωνές και παίκτες σε μια σειρά θεσμών και διαδικασιών πολιτικής που ο σκοπός και η διαδικασία τους έχουν ήδη οριστεί, απέχει πολύ από την ‘οικολογική δημοκρατία’, την αναγνώριση των ευρύτερων και πολλαπλών κοινωνικών και οικολογικών συστημάτων που υποστηρίζουν και θα δεχτούν την επίδραση των επεκτατικών φιλοδοξιών της πολιτικής του εμπορίου και την οικοδόμηση χώρων πολιτικής και διαδικασιών που θα μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτή την πολυπλοκότητα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις τωρινές απόπειρες άρνησης της συνάφειας των κοινωνικών και περιβαλλοντολογικών επιδράσεων της πολιτικής του εμπορίου ή προώθησης αυτών των θεμάτων στην υπηρεσία των στόχων της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου. Παράπλευρες συμφωνίες χωρίς σημαντική ισχύ, διαδικασίες για τους πολίτες να προβαίνουν σε νομικές διεκδικήσεις όταν βλάπτονται από τη βιομηχανική ρύπανση, όπως αυτές που περιλαμβάνονται στη συμφωνία της NAFTA ή η πρόταση για ένα ‘κουτί’ όπου οι ακτιβιστές θα μπορούν να ρίχνουν τις ιδέες τους για βελτιώσεις στις (καθυστερούμενες) διαπραγματεύσεις της FTAA, χωρίς καμιά υποχρέωση από πλευράς διαπραγματευτών να απαντήσουν, δεν υπολογίζονται ως σοβαρή προσπάθεια για την εμπλοκή της κοινωνίας των πολιτών ή πόσο μάλλον για τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής του εμπορίου με ό, τι σημαίνει κάτι τέτοιο. Πολλοί τέτοιοι μηχανισμοί αναπαράγουν τη λογική του ΠΟΕ ότι μόνο ομάδες με ‘νόμιμο’ συμφέρον στο έργο της οργάνωσης, που όπως ορίζεται από τη συμφωνία Mercosur έχουν ‘άμεσο συμφέρον σε ζητήματα παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης’ μπορούν να έχουν λόγο. Οι ομάδες θεωρούνται ως ‘πολύτιμος πόρος’ για την υπόθεση της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου στον δημόσιο χώρο. Ο πολιτικός ρόλος της Επιτροπής των Εκπροσώπων των Κυβερνήσεων για την Κοινωνία των Πολιτών της FTAA (από τη στιγμή που είναι εμφανώς ανίκανοι να εκπροσωπήσουν τους εαυτούς τους) καθίσταται σαφής στο προσχέδιο της συμφωνίας: ‘ να οικοδομήσουμε την κατανόηση και υποστήριξη του ευρύτερου κοινού στην φιλελευθεροποίηση του εμπορίου στο ημισφαίριο’ (η έμφαση δική μου).


Αναπαράγοντας ανισότητες/φιμώνοντας την κοινωνία των πολιτών


Αναπόφευκτα, τέτοιοι μηχανισμοί χρησιμεύουν για την αναπαραγωγή ανισοτήτων στο εσωτερικό της κοινωνίας των πολιτών. Εκείνοι που έχουν τον έλεγχο του νομικού και οικονομικού πλαισίου των συμφωνιών, τους πόρους για να συμμετάσχουν και την ηλεκτρονική δυνατότητα να εμπλακούν σε ‘εικονικές διαβουλεύσεις’, που εδρεύουν συνήθως στην πρωτεύουσα και είναι πιο κριτικοί απ’ όλους, που είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν τους σκοπούς και τους στόχους του θεσμού, χρησιμοποιούν ίσως αυτούς τους μηχανισμούς. Η μεγάλη πλειονότητα των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και οπωσδήποτε αυτοί που μπορούν καλύτερα να υποστηρίξουν ότι εκπροσωπούν τους πολίτες που δέχονται περισσότερο την επίδραση των εμπορικών συμφωνιών, αυτοί που έχουν συνήθως λιγότερους πόρους, μικρή ή και καμία ηλεκτρονική δυνατότητα, που δεν εδρεύουν στην πρωτεύουσα και είναι κριτικοί σε ό, τι αφορά στα διαδικαστικά και διανεμητικά στοιχεία της πολιτικής του εμπορίου, δεν τους χρησιμοποιούν. Σε τελευταία ανάλυση, γιατί να συμμετέχει κάποιος σε μια δημόσια συζήτηση που οι όροι της υπαγορεύονται από εκείνους που κερδίζουν από μια (άνιση) φιλελευθεροποίηση, που οι διαδικασίες της δεν σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να έχουν ικανότητα ενσωμάτωσης ή δημοκρατικότητας και παρ’ όλα αυτά καλείται μέσω της δέσμευσής του να επικυρώσει;


Βραχυπρόθεσμα, το σχέδιο εκδημοκρατισμού της εμπορικής πολιτικής παραμένει σε ισχύ, χρησιμοποιώντας τους υπάρχοντες χώρους για να ανοίξει ευρύτερες δημόσιες συζητήσεις για το ποια είδη εμπορίου θέλουμε, όχι ως αυτοσκοπούς, αλλά σε σχέση με την ικανότητά τους (ή όχι) να εξυπηρετούν ευρύτερους κοινωνικούς και περιβαλλοντολογικούς στόχους. Μακροπρόθεσμα, αυτός ο υποκριτικός κόσμος στον οποίον οι συζητήσεις για την εμπορική πολιτική μεταξύ των πολιτικών και εμπορικών ελίτ μπορούν να προχωρήσουν εάν είναι αποσυνδεδεμένες από όλες τις άλλες πολιτικές, όλους τους άλλους κοινωνικούς στόχους και όλα τα άλλα προβλήματα, πρέπει να φτάσει σ’ ένα τέλος. Πρέπει να φτάσει σ’ ένα τέλος γιατί εάν η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου υπάρχει από και για έναν κόσμο τόσο βαθιάς ανισότητας και οικολογικής ισοπέδωσης, αυτή η σοβαρή κατάσταση μπορεί μόνο να επιδεινωθεί.


Διαβάστε ακόμα


Ευρωπαικό δίκτυο δράσης για το κλίμα


Η ωμή συμφωνία του ΠΟΕ (στα Αγγλικά)



Αφιέρωμα: εκτός ορίων, πρόσφατα άρθρα
Ετικέτες: , , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε