ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Δημήτρης Τριανταφύλλου – Ο εκδημοκρατισμός της Τουρκίας και η Ευρωπαϊκή Ένωση


Δημήτρης Τριανταφύλλου Στην επίσημη τελετή παράδοσης-παραλαβής μεταξύ της σλοβενικής προεδρίας και της τρέχουσας γαλλικής προεδρίας, στις 30 Ιουνίου 2008, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Μπερνάρ Κουσνέρ, καθώς δεχόταν συμβολικά από τον Σλοβένο ομόλογό του τη σκυτάλη και τη σημαία της Ε.Ε., σχολίασε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στο ‘φυσιολογικό μέγεθός’ της. Τα συναισθήματα του Κουσνέρ απηχούσαν εκείνα του Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος μιλώντας στη γαλλική τηλεόραση είπε ότι ‘κάτι δεν πάει καλά, δεν πάει καθόλου καλά’.



Σε μια συνέντευξη στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Serra στις 24 Ιουνίου 2008, την παραμονή των ημιτελικών του Euro 2008, όπου η Τουρκία επρόκειτο να αναμετρηθεί με τη Γερμανία και η Ρωσία με την Ισπανία, ο ακροδεξιός Αυστριακός πολιτικός Joerg Haider, αναρωτήθηκε γιατί επιτρέπεται στην Τουρκία και τη Ρωσία να μετέχουν στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, λέγοντας ‘ τι κοινό έχουν αυτές οι δυο χώρες με την Ευρώπη;’


Μολονότι μοιάζουν άσχετες, οι δυο προηγούμενες αναφορές σχετίζονται πολύ μεταξύ τους. Από τη μια πλευρά, περιγράφουν την αμηχανία που επικρατεί σχετικά με το μέλλον της Ένωσης μετά την παύση της διαδικασίας επικύρωσης της Συνθήκης της Λισαβόνας, αντανακλώντας φαινομενικά διαφορετικές προοπτικές για το ποια Ευρώπη θέλουμε. Από την άλλη πλευρά, αποκαλύπτουν την έλλειψη ενός σαφούς πολιτικού οράματος σε ό, τι αφορά τη γειτονιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ποια τμήματά της θα ενσωματωθούν με την πάροδο του χρόνου.


Το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση προβληματίζει και προκαλεί ζωηρές συζητήσεις, περιοδικές επιθέσεις και γενικά δεν πείθει. Η δημόσια συζήτηση και η παράλληλη πολιτική διαδικασία διεξάγονται τόσον καιρό που το ενδεχόμενο ενός γάμου ( δηλαδή, ένταξης) τίθεται συχνά σε αμφιβολία, γεννώντας επιχειρήματα υπέρ άλλων διευθετήσεων. Η συζήτηση της 9ης Ιουλίου 2008 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη στρατηγική διεύρυνσης της Ένωσης, με έμφαση στις εναλλακτικές ως προς τη διεύρυνση λύσεις, και η ανάγκη για μια περίοδο ‘εσωτερικής σταθεροποίησης’ στην Ένωση δημιουργούν εξ’ αντικειμένου θέμα.


Τα παράδοξα είναι πολλά. Από τη μια πλευρά, η διαδικασία εξευρωπαϊσμού, σύμφωνα με τα κριτήρια ένταξης της Ε.Ε., είχε εξαιρετική επίδραση στην Τουρκία, καθώς μετά τη σύνοδο κορυφής του Ελσίνκι, τον Δεκέμβριο του 1999 υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ της δημοκρατικής μετεξέλιξης της τουρκικής πολιτικής και της προόδου στις σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί σήμερα πως στην πραγματικότητα υπάρχουν δυο κέντρα εξουσίας στην Τουρκία- το βαθύ κράτος και η δημοκρατικά εκλεγμένη (με συντριπτική πλειοψηφία) κυβέρνηση του AKP- κι ότι η διαδικασία μετεξέλιξης της τουρκικής κοινωνίας και πολιτικής βρίσκεται σε πλήρη άνθηση. Από την άλλη πλευρά, η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ στη χώρα, που συμπίπτει με την έλευση στην εξουσία του ΑΚΡ μετά το 2002, συνεπάγεται για πολλούς τη χειραγώγηση της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας με στόχο την αμφισβήτηση του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους.


Για τους Ευρωπαίους που υποστηρίζουν τη μετεξέλιξη της Τουρκίας και τελικά την ένταξή της, οι προκλήσεις που θέτει η παρουσία του πολιτικού Ισλάμ στην εξουσία είναι τόσο οδυνηρές όσο και για τον μέσο Τούρκο. Το θέμα είναι η επιβίωση της τουρκικής δημοκρατίας. Ωστόσο, οι επιφυλάξεις έχουν να κάνουν με τις διαρκείς αμφιβολίες ότι η διαδικασία εξευρωπαϊσμού δεν μπορεί να εφαρμοστεί μαζικά στην Τουρκία όπως σε άλλα μέρη της γειτονιάς της Ε.Ε. Με άλλα λόγια, εάν ο περαιτέρω εκδημοκρατισμός συνεπάγεται τη σταδιακή κατεδάφιση του κοσμικού κράτους (όπως με το θέμα της μαντίλας), προκαλώντας έναν ‘έρποντα εξισλαμισμό’ της χώρας, τότε η ‘μοναδικότητα’ της Τουρκίας θα μπορούσε να σημαίνει ότι δεν έχει θέση στην Ε.Ε.


Ωστόσο, το μεταβαλλόμενο παράδειγμα σχετικά με τη φύση του τουρκικού κράτους είναι μια προϋπόθεση που εκδηλώθηκε επανειλημμένα από την αρχή της ευρωπαϊκής περιπέτειας της Τουρκίας (στη σύγχρονη εκδοχή της) το 1963. Τα τελευταία 45 χρόνια, γεννήθηκαν επανειλημμένα επιφυλάξεις σχετικά με τη διαδικασία εξευρωπαϊσμού της χώρας, και ιδιαίτερα στο εσωτερικό της ίδιας της Τουρκίας, μέσα από τη μακρά σύγχρονη ιστορία των στρατιωτικών και μεταμοντέρνων πραξικοπημάτων και την αργή συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ο ‘τουρκισμός’ (όχι αναγκαστικά στην περιεκτική μορφή του) δεν κινδυνεύει από ‘περισσότερη Ευρώπη’. Η βράβευση του Ορχάν Παμούκ με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2006 και η χλιαρή υποδοχή της οποίας έτυχε στην πατρίδα του αντανακλούν θαυμάσια την αργή παραδοχή αυτών που θεωρούνται ως μη τουρκικές αξίες και κανόνες.


Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται ότι η ικανότητα της Τουρκίας να αλλάξει, να μετεξελιχθεί σε ένα κανονικό δημοκρατικό κράτος, που η ενσωμάτωσή του θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, χωρίς πολλά αρνητικά επιφωνήματα, από τα άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. και τους πολίτες τους, έχει πιο πολύ να κάνει με την ικανότητα της να εξευρωπαϊστεί παρά με τα επιχειρήματα και την πολιτική των αντιπάλων της. Με αυτή την έννοια, η προώθηση της ‘ενταξιμότητας υπό την ιδιότητα του μέλους’(membership inclusiveness) – που σημαίνει καθορισμός και προώθηση των σχέσεων Ε.Ε.–Τουρκίας αποκλειστικά μέσα από τα κριτήρια ένταξης, την εταιρική σχέση προσχώρησης, το διαπραγματευτικό πλαίσιο και το συνεχώς εξελισσόμενο κεκτημένο- είναι επωφελής για την Τουρκία. Επιτρέπει στην Κομισιόν, τον θεματοφύλακα της διαδικασίας ένταξης, να υποστηρίζει και να προωθεί τον εκδημοκρατισμό της χώρας και να διασφαλίζει ότι στο τέλος του δρόμου (όπου κι όποτε μπορεί να είναι αυτό) η ένταξη θα είναι δεδομένη.


Ένα άλλο μεταβαλλόμενο παράδειγμα έχει να κάνει με τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά το 1999, με την Ελλάδα ( για τους δικούς της ειδικούς λόγους) να είναι σταθερός σημαιοφόρος της πορείας της Τουρκίας προς την Ευρώπη. Η ελληνική υποστήριξη δεν πρέπει να υποτιμάται εάν λάβουμε υπόψη ότι η Ελλάδα (σε αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα) συμμετέχει ενεργά σε κάθε σχήμα που προωθεί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ιδίως στο Eurogroup, και είναι το κράτος μέλος της Ε.Ε. που επηρεάζεται πιο άμεσα από τις εξελίξεις στην Τουρκία, λόγω ιστορίας και γειτονίας.


Με άλλα λόγια, η διαδικασία ένταξης έχει κυρίως να κάνει με την αποδοχή από την υποψήφια χώρα των κανόνων και κανονισμών της Ε.Ε. Δεν έχει να κάνει με μια επικεντρωμένη αντίθεση στην ενσωμάτωσή της. Σε τελική ανάλυση, μια επισκόπηση των προηγούμενων διευρύνσεων δείχνει ότι η Ευρώπη είχε πάντα αρκετούς οπαδούς του ‘όχι’.


Τέλος, σε ό, τι αφορά τα μεταβαλλόμενα παραδείγματα, οι διασυνδέσεις μεταξύ των αλλαγών στο παγκόσμιο περιβάλλον πρέπει να συνυπολογιστούν. Ο Fareed Zakaria, στο νέο βιβλίο του The Post American World υποστηρίζει ότι οι προκλήσεις για τη Δύση δεν θα προέλθουν από τους ‘ηττημένους’ της παγκοσμιοποίησης αλλά από τους ‘νικητές’. Χώρες όπως η Κίνα, η Βραζιλία, η Ινδία, η Ρωσία, η Νότια Αφρική και η Τουρκία, μεταξύ άλλων, γνώρισαν τρομερή οικονομική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια- στην εποχή της Pax Americana ή της προνοητικής μονομερούς δράσης. Στην περίπτωση της Τουρκίας, σύμφωνα με την Economist Intelligence Unit, η πραγματική αύξηση του εθνικού ακαθάριστου προϊόντος, μεταξύ 2003 και 2007, έφτασε κατά μέσο όρο το 6.9%, η πραγματική αύξηση στη ζήτηση έφτασε κατά μέσο, την ίδια εποχή, το 8.5%, ενώ η εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων έφτασε κατά μέσο όρο στο 2.1% του εθνικού ακαθάριστου προϊόντος. Μολονότι άλλες αναδυόμενες αγορές είχαν καλύτερα αποτελέσματα την ίδια περίοδο, οι αριθμοί αυτοί είναι εντυπωσιακοί για τη χώρα, αν λάβει κανείς υπόψη ότι συμπίπτουν με την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ και μια ριζική επανεκτίμηση των σχέσεων της Τουρκίας με τους γείτονές της, αλλά κυρίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα λόγω των διαστάσεων σε σχέση με την πολιτική στο Ιράκ. Ο Zakaria υποστηρίζει ότι οι νικητές της παγκοσμιοποιημένης εποχής, ως αποτέλεσμα της μεταβαλλόμενης οικονομικής τύχης τους, προβάλλουν εθνική υπερηφάνεια και έκδηλο εθνικισμό δημιουργώντας την αντίληψη ότι η παγκόσμια ατζέντα δεν είναι μόνο ευθύνη του δυτικού κόσμου και των ηγετών του, όπως η G-7.


Σε αυτό το πλαίσιο, η παγίδα της ‘ενταξιμότητας υπό την ιδιότητα του μέλους’ αποτελεί κίνδυνο για τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό της Τουρκίας και τις μελλοντικές σχέσεις της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς δεν υπολογίζει τις άλλες εξελίξεις, τάσεις, ανησυχίες και απειλές που επιδρούν στο κοινό παγκόσμιο περιβάλλον μας. Σ’ αυτή την περίπτωση, το ‘φυσιολογικό μέγεθος’ της Ένωσης αφήνει περιθώρια δράσης και τροφή στους πολέμιους της τουρκικής ένταξης επιτρέποντας τους εν μέρει να διαμορφώνουν την ατζέντα. Αυτό που πολιτικά επιδρά στην ευρωπαϊκή και στην τουρκική κοινή γνώμη δεν είναι τόσο το γεγονός ότι δεν υπάρχει μέχρι στιγμής θεσμικό πλαίσιο για μια Ευρωπαϊκή Ένωση με περισσότερα από τα 27 σημερινά μέλη της, αλλά η έλλειψη ικανότητας ωστε να πραγματωθεί. Σύμφωνα με μια σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης, ενώ το 2004 το 73% του τουρκικού πληθυσμού υποστήριζε την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., το ποσοστό αυτό έπεσε το 2007 στο 40%. Παρομοίως, η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη σήμερα, ακόμη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι αντίθετη στην τουρκική ένταξη.


Συνεπώς, η διαδικασία εκδημοκρατισμού και, συνεπώς, ο περαιτέρω εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας γίνεται λιγότερο επίκαιρος καθώς η υπαρξιακή συζήτηση για το ρόλο του πολιτικού Ισλάμ και την επίδρασή του σε σχέση με την εκκοσμίκευση κυριαρχεί στη συζήτηση. Άλλες υπαρξιακές ανησυχίες με εμφανείς επιδράσεις στην Ε.Ε. όπως το κουρδικό ζήτημα (η ενσωμάτωση των Κούρδων και άλλων στην κοινωνία και κατά πόσο το αποτέλεσμα του να είσαι Τούρκος αποτελεί μια ταυτότητα ένταξης), καθώς και η επίλυση του Κυπριακού, βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο.


Επομένως, μια νέα περίοδος αναμονής έχει αρχίσει, όπου οι υπέρμαχοι της διαδικασίας ένταξης κάνουν ό, τι μπορούν για να τη διατηρήσουν και να εξασφαλίσουν ότι τα κέρδη των λίγων τελευταίων ετών (νομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, μεγαλύτερος ρόλος της κοινωνίας των πολιτών, αυξανόμενες ανταλλαγές σπουδαστών κλπ) είναι μη αναστρέψιμα, μέχρι η Τουρκία να επαναπροσδιοριστεί εκ νέου. Ο χρόνος έχει δείξει ότι η αλλαγή στην Τουρκία παίρνει χρόνο και, σε τελική ανάλυση, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να δεχτούμε τη διαδικασία ως έχει, κάνοντας ό, τι μπορούμε για να τη διατηρήσουμε σε εξέλιξη.



Αφιέρωμα: Τουρκία
Ετικέτες: , , ,

|
1 σχόλιο »

1 σχόλιο

  1. Ο/Η Maria Sot :
    January 7th, 2010 at 03:36

    Polu endiaferon kai kseka8aro ar8ro anaforika me to zhthma ths entakshs ths Tourkias sthn EE kathos kai ton ekdhmokratismo ths.


σχολίασε