ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Αχιλλέας Μητσός – Η υποστήριξη της ένταξης


Αχιλλέας ΜητσόςΗ ιδιαίτερα εύθραυστη αστάθεια και ο έκδηλα μεταβατικός- με αβέβαιο προορισμό- χαρακτήρας της καθεστωτικής ισορροπίας στην Τουρκία, σε συνδυασμό με το ότι η μελλοντική ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να είναι ολοένα λιγότερο «επί τάπητος», οδηγεί πολλούς στην αναθεώρηση της θεωρουμένης ως παγίας ελληνικής υποστήριξης της τουρκικής ένταξης.



Η αιτία του αναθεωρητικού αυτού προβληματισμού πρέπει να αναζητηθεί στο ότι η «πάγια ελληνική θέση» αποτελούσε στην πραγματικότητα αποτέλεσμα μιας συμμαχίας- και μάλιστα μιας ιδιαίτερα ετερόκλητης και ανισοβαρούς συμμαχίας – ενός αθροίσματος στρατηγικών και τακτικών υπολογισμών, όχι απλώς διαφορετικής προέλευσης αλλά και θεμελιωδώς αντιθετικών.


Ένας εξωτερικός (και επιφανειακός) παρατηρητής θα έμενε με την απορία πώς γίνεται στην Ελλάδα (και μόνο σε αυτή) να συγκεντρώνει τέτοια ομοφωνία η υπόθεση της Τουρκίας. Τμήμα μόνο των πιο ακραίων εθνικιστικών κύκλων εμφανίζεται να εναντιώνεται, ενώ ένα άλλο τμήμα των ίδιων κύκλων «συμμαχεί» με όλους εκείνους που επιχαίρουν, διότι η επιθυμία της Τουρκίας για προσχώρηση στην ΕΕ προσφέρει μοναδική ευκαιρία τοποθέτησής της «στο σκαμνί» και αφ΄ υψηλού επιβολής της υποχρέωσης εφαρμογής όρων και κριτηρίων και μάλιστα διερμηνευόμενων ευέλικτα και μονομερώς. Σε εκείνους που θεωρούν μια μελλοντική τουρκική ένταξη- και την πορεία προς αυτή- ως την καλύτερη για εμάς επιλογή προστίθενται όσοι βλέπουν σε αυτή την καλύτερη ευκαιρία άσκησης πίεσης στην Τουρκία. Από τη μια πλευρά είναι εκείνοι που θέλουν και πιστεύουν στην ένταξη και στην προοπτική της ένταξης ως διαδικασίας εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού και από την άλλη πλευρά όσοι θέλουν την υποψηφιότητα για ένταξη ως διαδικασία πίεσης και καταναγκασμού. Η διαφορά δεν βρίσκεται στην αποδιδόμενη ή όχι σημασία στις προϋποθέσεις ένταξης, στα περίφημα «κριτήρια της Κοπεγχάγης», ούτε βέβαια στο σχετικό βάρος της ικανοποίησης των «εθνικών στόχων» ή στον σχετικό εθνοκεντρικό ή διεθνικό χαρακτήρα της προσέγγισης. Οδηγός των μεν η γέφυρα, η σύνδεση, η συνένωση και μέσω αυτών η επίλυση των διαφορών. Οδηγός των δε η κατίσχυση


Ισχυροποιημένος ο Ερντογάν απαιτεί μια σθεναρή στήριξη στην ενταξιακή προσπάθεια της Τουρκίας έναντι του αντιπάλου και ο εξαναγκασμός του σε μειωτικές γι΄ αυτόν υποχωρήσεις. Η εικόνα συμπληρώνεται με τη θεμιτή, «ρεαλιστική» και «αγνωστικιστική», φωνή όσων- άλλοτε- αναγνώριζαν την ένταξη της Τουρκίας ως «αναγκαίο κακό», και επομένως ανώφελη την εναντίωση και ανέξοδη την τοποθέτηση με τους υποστηρικτές της και- πρόσφατα – βλέπουν την προοπτική της ένταξης να απομακρύνεται, με συνέπεια την ανάγκη αναπροσανατολισμού.


Η γνήσια, ειλικρινής υποστήριξη αθροίζεται με τον οπορτουνιστικό «ρεαλισμό» και την υποκρισία. Εχει κόστος, δε, η υποκριτική υποστήριξη. Ας αναλογιστούμε εν προκειμένω την περιπέτεια του Κυπριακού από τη στιγμή που η μεταβολή της τουρκικής στάσης απέδειξε την ανειλικρίνεια κάποιων που μιλούσαν για «διζωνική, δικοινοτική» λύση, εννοώντας το αντίθετό της.


Η τοποθέτηση ως προς την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα ελληνικής (και όχι μόνο) στρατηγικής επιλογής. Το κυρίαρχο ζήτημα είναι πώς βλέπουμε την Τουρκία. Αν θεωρούμε ή όχι ότι η Ιστορία, η γεωγραφία και τα περίφημα γεωπολιτικά συμφέροντα μάς τοποθετούν ή όχι στην ίδια πλευρά, στην ίδια «οικογένεια» χωρών. Αν το πιστεύουμε αυτό, θα υποστηρίξουμε ενεργητικά, «με πάθος», την ενταξιακή προοπτική και κάθε κίνηση εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας. Θα εντάξουμε δε σε αυτή την προοπτική την επίλυση των όποιων (υπαρκτών ή και κάποτε φανταστικών) ελληνοτουρκικών προβλημάτων, αφαιρώντας από κάποια από αυτά τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής τους. Στα προβλήματα αυτά συμπεριλαμβάνεται φυσικά και το Κυπριακό, για τη λύση του οποίου απαιτείται προφανώς και τουρκική παρέμβαση. Είναι γνωστό όμως ότι οι περιουσιακοί διακανονισμοί είναι συνήθως ευκολότεροι εν όψει γάμου παρά την ώρα του διαζυγίου.


Το Ελσίνκι και η μέσω αυτού «ενηλικίωση» της ευρωπαϊκής παρουσίας της Ελλάδας έδειξαν καθαρά τον δρόμο. Δεν είναι η μείωση του αντιπάλου και ο εκβιασμός του που μεγιστοποιούν τα οφέλη, αλλά η προοπτική της σύσφιξης. Η δε εξωτερική πολιτική που στηρίζεται σε αρχές δεν αποτελεί απλώς πιο «ευγενή» πολιτική, αλλά είναι και πιο αποτελεσματική. Είναι άλλωστε πολλά και πρόσφατα τα παραδείγματα διεθνικών και διακρατικών προβλημάτων που η ίδια η διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης κατέστησε ανενεργά.


Τρεις βασικά ενστάσεις προκαλεί η υποστήριξη της προσχώρησης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρώτη αναφέρεται στη γεωγραφία. «Η Τουρκία δεν αποτελεί ευρωπαϊκό κράτος» διακήρυξε ο Νικολά Σαρκοζί. Η μόνη απάντηση εδώ είναι ότι η επίλυση των ανατολικών γεωγραφικών συνόρων της Ευρώπης είναι αυθαίρετη, ανιστόρητη, αδιέξοδη. Για την Ελλάδα και πρόδηλα επικίνδυνη. Ας αναλογιστούμε μόνο τη γεωγραφική θέση της Κύπρου σε σχέση με αυτή της Τουρκίας.


Η δεύτερη ένσταση αφορά τις περίφημες « ευρωπαϊκές αξίες». Μια ενδιαφέρουσα, χωρίς αμφιβολία, συζήτηση που εύκολα όμως παίρνει όχι μόνο ιστορικές αλλά μέχρι και θεολογικές διαστάσεις και η οποία, αν το καλοσκεφτούμε, οδηγεί στο να συμπεριληφθούν χώρες όπως το Ισραήλ (ή και, γιατί όχι, ο Καναδάς), αλλά και στον αποκλεισμό χωρών οι οποίες από γεωγραφική άποψη είναι αναμφισβήτητα ευρωπαϊκές, καθώς και εκατομμυρίων μεταναστών ευρωπαίων πολιτών.


Η τρίτη ένσταση είναι η πιο σοβαρή και αναφέρεται στην ίδια την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση . Είναι αναμφισβήτητα πολύ δύσκολο να αναλογιστεί κανείς ενσωμάτωση της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αγνοώντας τα τεράστια θεσμικά, και όχι μόνο, προβλήματα που η ενσωμάτωση αυτή θα δημιουργήσει. Το ζήτημα των κινδύνων για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι μείζον. Ιδιαίτερα για τους εξ ημών «ευρωπαϊστές/ φεντεραλιστές» (έστω και αν στην κατηγορία αυτή ανήκουμε πολύ λιγότεροι από όσους το επικαλούνται- ξανά η απόκλιση πραγματικών/ διακηρυγμένων στόχων). Μείζον ζήτημα, αλλά παράγωγο. Δεν καθορίζει την υποστήριξη ή όχι της κατ΄ αρχήν απόφασης, αλλά την ανάγκη λήψης μέτρων αντιμετώπισης των συνεπειών.


Ας τοποθετηθούμε επομένως καθαρά και ενεργητικά υπέρ της ένταξης της Τουρκίας και ας συμμαχήσουμε με εκείνες τις δυνάμεις που επίσης επιδιώκουν την ένταξη αυτή. Και ας μη σπεύδουμε να ενστερνιζόμαστε εγχειρήματα άλλων, όπως η αρχική, φανερά αντίθετη με τη λογική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διακήρυξη περί της Μεσογειακής Ένωσης, καραδοκώντας πώς θα δημιουργήσουμε το μεγαλύτερο δυνατόν πρόβλημα στην Τουρκία.


Το κείμενο έχει αρχικά δημοσιευθεί στο “Βήμα Ιδεών” , 5 Σεπτεμβρίου 2008.



Αφιέρωμα: Τουρκία
Ετικέτες: , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε