ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Birol Yesilada – Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας και μερικά άλλα απροσδόκητα ζητήματα


Birol YesiladaΟι σχέσεις ανάμεσα σε Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) και Τουρκία ποτέ δεν ήταν εύκολες. Ωστόσο, φαίνεται ότι σήμερα έχουμε φτάσει σε μια κρίσιμη καμπή. Αυτή τη στιγμή, οι δύο πλευρές φαίνεται ότι εισέρχονται στην πιο δύσκολη περίοδο της σαρανταπεντάχρονης συνεργασίας τους. Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό που ακολούθησε την έναρξη των συζητήσεων του 2005 περί προσχώρησης, τρεις σημαντικές εξελίξεις κατέστρεψαν τις σχέσεις Ε.Ε. και Τουρκίας-η συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η επιβράδυνση της διαδικασίας των μεταρρυθμίσεων στην Τουρκία, καθώς και η εκλογή του Νικολά Σαρκοζί στην προεδρεία της Γαλλίας.



Πιστός πολέμιος της Τουρκίας, ο Πρόεδρος Σαρκοζί προτιμά μια προνομιούχο εταιρική σχέση αντί για την τουρκική συμμετοχή στην Ε.Ε. και έχει ασκήσει πολιτική πίεση και σε άλλους αρχηγούς κρατών ώστε να υιοθετήσουν τη δική του στάση. Κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη της Καγκελαρίου της Γερμανίας Angela Merkel και τώρα ηγείται μιας συμμαχίας από κράτη με αντιτουρκικά αισθήματα. Το ζήτημα της Κύπρου είναι πιο περίπλοκο και οι δύο πλευρές διαπληκτίζονται μεταξύ τους σχετικά με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλουν τα διεθνή σύμφωνα και οι πολιτικές υποσχέσεις. Στις 11 Οκτώβρη του 2006, οι υπουργοί της Ε.Ε. συμφώνησαν να τιμωρήσουν την Τουρκία διότι αρνήθηκε να ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στην Κύπρο, κράτος-μέλος της Ε.Ε. Εκείνη τη στιγμή, η Ε.Ε. πάγωσε επ’ αόριστον 8 από τις 35 συνθήκες προσχώρησης. Η Τουρκία αρνείται να ανοίξει τα λιμάνια της διότι επιθυμεί μια de facto άρση του εμπάργκο, στο αυτοανακηρυχθέν (ψευδο)κράτος της Δημοκρατίας της Τουρκίας της Βόρειου Κύπρου, το οποίο η Ε.Ε. υποσχέθηκε ότι θα πραγματοποιήσει ακολουθώντας την αποδοχή του διεθνώς αποδεκτού σχεδίου ειρήνης του Κόφι Ανάν για την Κύπρο, από τους Τουρκοκύπριους, τον Απρίλιο του 2004. Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν στη επιβράδυνση των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων στην Τουρκία, καθώς οι ενάντιοι στη συνεργασία Ε.Ε και Τουρκίας παρουσίασαν το μηχανισμό εναρμόνισης, ως τίποτα περισσότερο από συνθηκολογήσεις ως προς τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις.


Από τη σκοπιά της Τουρκίας, η συμμετοχή ως μέλος στην Ε.Ε. θα παρείχε βασικά πλεονεκτήματα σχετικά με την μόνιμη παρουσία της Τουρκίας στα Ευρωπαϊκά δρώμενα, την εδραίωση της δημοκρατίας και την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία. Ωστόσο, εάν η Τουρκία τύχει άρνησης της πιθανότητας προσχώρησης (στην Ε.Ε.), ενδεχομένως να γινόταν εσωστρεφής και με παρανοϊκές απαιτήσεις, κατάληξη η οποία πιθανότατα να προκαλούσε την επιβράδυνση ή χειρότερα την ανατροπή των πολιτικών μεταρρυθμίσεων των τελευταίων δέκα χρόνων.


Η εδραίωση της δημοκρατίας στην Τουρκία


Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών έχουν καταγραφεί στο ενεργητικό της Τουρκίας πολιτικές μεταρρυθμίσεις αναφορικά με την επιδίωξή της για προσχώρηση στην Ε.Ε. Ξεκινώντας από την Τελωνειακή Ένωση του 1995, οι πολιτικοί αρχηγοί της Τουρκίας αναζήτησαν για μεταρρυθμίσεις προκειμένου να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της Ε.Ε. για εκδημοκρατισμό και να φέρουν τη χώρα πιο κοντά στην επιδίωξή της να γίνει μέλος της Ε.Ε. Ωστόσο, ο εκδημοκρατισμός δεν είναι μια απλή μονόδρομη σχέση η οποία οδηγεί στην προσχώρηση στην Ε.Ε.. Πολιτικές ελίτ και πολίτες της υποψήφιας χώρας πρέπει οι ίδιοι να δεσμευτούν για εκδημοκρατισμό και να είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν μια τέτοια θέση με κάθε κόστος. Επιπλέον, ένα απλό ψήφισμα συνταγματικών μεταρρυθμίσεων και σχετικών νομοθετήσεων δε συνεπάγονται ότι μια χώρα είναι απόλυτα εκδημοκρατισμένη, όπως γίνεται αντιληπτό από τις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες. Από αυτή την άποψη, η εδραίωση της δημοκρατίας είναι αυτό που χρειάζεται κάποιος να εξετάσει ώστε να δει τη γενική πρόοδο της διαδικασίας του εκδημοκρατισμού. Οι Juan Linz και Alfred Step ορίζουν την εδραιωμένη δημοκρατία εντός των πλαισίων μιας τρισδιάστατης πολιτικής ανάπτυξης: συμπεριφορική, προδιαθεσική και συνταγματική.


Συμπεριφορικά, ένα δημοκρατικό καθεστώς στα πλαίσια μιας επικράτειας είναι εδραιωμένο όταν δεν υπάρχουν αξιόλογοι εθνικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί, πολιτικοί ή θεσμικοί παράγοντες, οι οποίοι σπαταλούν αξιόλογους πόρους προσπαθώντας να επιτύχουν τους στόχους τους, δημιουργώντας ένα μη δημοκρατικό καθεστώς ή καταφεύγοντας στη βία ή σε εξωτερική παρέμβαση για την «απόσχιση» από την πολιτεία.[1]


Προδιαθεσικά, ένα δημοκρατικό καθεστώς είναι εδραιωμένο όταν μια ισχυρή πλειοψηφία από την κοινή γνώμη είναι της άποψης ότι οι δημοκρατικές διαδικασίες και θεσμοί αποτελούν τον καταλληλότερο τρόπο για τη διακυβέρνηση της κοινής ζωής στα πλαίσια μιας κοινωνίας, όπως η δική τους κι όταν η υποστήριξη από εναλλακτικές αντίθετες με το σύστημα, είναι ελάχιστη ή λίγο-πολύ απομονωμένη από τις προ-δημοκρατικές δυνάμεις.


Συνταγματικά, ένα δημοκρατικό καθεστώς είναι εδραιωμένο όταν δυνάμεις τόσο κυβερνητικές όσο και μη κυβερνητικές, σε όλη την έκταση της επικράτειας του κράτους, υποβάλλονται και είναι υπόχρεες στην επίλυση διαφορών εντός των πλαισίων συγκεκριμένων νόμων, διαδικασιών και θεσμών εγκεκριμένων από το νέο δημοκρατικό μηχανισμό.


Σύμφωνα με το μοντέλο των Linz και Stepan, η τουρκική δημοκρατία θα μπορούσε να ικανοποιήσει το συμπεριφορικό κριτήριο για μια εδραιωμένη δημοκρατία αφού τα πολιτικά κόμματα είναι συστημοκεντρικά (π.χ. κανένα ισχυρό πολιτικό κόμμα δεν προσπαθεί να σφετεριστεί δημοκρατικές διαδικασίες για να υπονομεύσει τη δημοκρατία για να επιτύχει θεμελιώδεις αλλαγές στο σύστημα) και οι πολιτικοί παράγοντες όπως το PKK παύουν να αποτελούν έναν αξιόλογο παράγοντα. Η Ε.Ε. θα μπορούσε να έχει αποφασιστικό ρόλο σε όλη αυτή τη διαδικασία προσφέροντας αναπτυξιακή βοήθεια για τις ομάδες της κοινωνίας των πολιτών και το τουρκικό κυβερνητικό μηχανισμό των νοτιοανατολικών και ανατολικών επαρχιών της Τουρκίας. Αυτά τα έργα θα έπρεπε να ρίχνουν το βάρος στη δημιουργία θέσεων εργασίας, την οικοδόμηση δημοκρατικών θεσμών και την εκπαίδευση του κοινού σχετικά με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των πολιτών.



Όσον αφορά τη δεύτερη διάσταση του θεωρητικού μοντέλου των Linz και Stepan, η τουρκική δημοκρατία δε θα μπορούσε να ικανοποιήσει την προδιαθεσική διάσταση της εδραιωμένης δημοκρατίας καθώς οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα με ισλαμική συντηρητική ατζέντα (όπως το Welfare Party) ή με αντιδημοκρατική ατζέντα (όπως τα απολυταρχικά ή τα ολοκληρωτικά κόμματα) εξακολουθεί να αποτελεί κύρια δύναμη στην πολιτική ζωή της Τουρκίας. Με άλλα λόγια, πολιτικά κόμματα τα οποία δεν κατευθύνουν το κοινό προς ένα συναινετικό σύστημα (σε αυτήν την περίπτωση, η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία βασισμένη στην ελευθεροφροσύνη (laicité) ) αποτελούν καθαρό και υπαρκτό κίνδυνο για την εδραίωση της δημοκρατίας.[2] Δεδομένου αυτού, κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι η Τουρκία κατάφερε να προοδεύσει σε σημαντικό βαθμό προς την εκπλήρωση του προδιαθεσικού κριτηρίου της εδραιωμένης δημοκρατίας, όταν ο Necmettin Erbakan και το κόμμα του Felicity, με αντιδημοκρατικό και ισλαμικό προσανατολισμό, έλαβε μόνο 2.4 και 2.3% των ψήφων στις γενικές εκλογές του 2002 και του 2007. Ωστόσο, προκειμένου να ικανοποιηθεί πλήρως το προδιαθεσικό κριτήριο, πρέπει να προσδιοριστεί εάν ο συνεχιστής του κόμματος Welfare, το κόμμα Justice and Development (AKP είναι το τουρκικό ακρώνυμο) μένει πιστός στη δημοκρατική αρχή της ελευθεροφροσύνης στην Τουρκία. Το ΑΚΡ έλαβε ποσοστό 46.7% των ψήφων στις εθνικές εκλογές του Ιουλίου του 2007. Κάτι τέτοιο είναι πολύ σημαντικό εφόσον οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα θέλει να είναι συστημοκεντρικό πρέπει να συμμορφωθεί προς τα αμετάβλητα χαρακτηριστικά της ελευθεροφροσύνης της Τουρκικής Δημοκρατίας. Επειδή το ΑΚΡ έχει τις ρίζες του στο αντι-συστημικό ισλαμικό συντηρητικό κόμμα Welfare, μια σημαντική μερίδα των ελίτ του κοσμικού κράτους (στρατιωτική ελίτ, δικαστικοί, κλπ.) και ο λαός αντιμετωπίζουν με καχυποψία το ΑΚΡ, υποστηρίζοντας ότι επιδίδεται σε θρησκευτική συγκάλυψη-Takiyye.[3] Κατά συνέπεια, εν συγκρίσει με το ισλαμικό κόμμα Felicity του Necmettin Erbakan, πρέπει να προσδιοριστεί εάν το ΑΚΡ πιστεύει απόλυτα σε ένα δημοκρατικό σύστημα ή εάν αυτή η μεταρρυθμιστική εικόνα του δεν είναι κάτι παραπάνω από μια ακόμα στρατηγική takiyye. Αυτό έχει προκαλέσει κατηγορίες εναντίον του ΑΚΡ από τον Τούρκο εισαγγελέα Εφετών ο οποίος ζήτησε τη λύση του κόμματος λόγω δραστηριοτήτων κατά του συστήματος.[4] Κατά την υπεράσπισή του, το ΑΚΡ ισχυρίζεται ότι είναι μια κεντρο-δεξιά πολιτική παράταξη, συντηρητική και μέτρια θρησκευτική, αλλά και συστημοκεντρικό κόμμα, όπως οι Χριστιανοδημοκράτες στην Ευρώπη.


Η ανησυχία για τον προσανατολισμό του συστήματος του ΑΚΡ έφτασε στο αποκορύφωμα μετά τη νίκη του στις εκλογές του Ιουλίου του 2007 και την επακόλουθη εκλογή του Abdullah Gül ως προέδρου, παρ’ όλες τις σοβαρές προειδοποιήσεις του στρατού.[5] Η πιο πρόσφατη κίνηση του κόμματος να ανασυντάξει το σύνταγμα της Τουρκίας στο όνομα ενός «συντάγματος για τον πολίτη» ενέτεινε περαιτέρω αυτές τις ανησυχίες. Στο κάτω-κάτω, το υπάρχον σύνταγμα που υπεβλήθη σε σύνολο μεταρρυθμίσεων όντως ικανοποίησε τα πολιτικά κριτήρια της Ε.Ε. για προσχώρηση!


Η τρίτη διάσταση του μοντέλου των Linz και Stepan, η συνταγματική, επίσης εμφανίζει ανάμικτα αποτελέσματα. Παρόλο που η Τουρκία έχει πραγματοποιήσει τεράστιες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, η εφαρμογή τους παραμένει μη συστηματική. Αυτές οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν μέσα από συνεχή εφαρμογή μέχρις ότου γίνουν τμήμα της καθημερινής δημοκρατικής δραστηριότητας και ασκήσουν βαθειά επιρροή στις κοινωνικές δυνάμεις. Διότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρατήρησε ότι «οι αλλαγές στο πολιτικό και νομικό σύστημα της Τουρκίας κατά τα περασμένα έτη αποτελούν μέρος μιας πιο εκτενούς διαδικασίας και ότι θα περάσει καιρός μέχρι το πνεύμα των μεταρρυθμίσεων να εκφράζεται μέσα από τη στάση της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, σε όλα τα επίπεδα και σε όλη την έκταση της χώρας».[6] Δεδομένων των παραπάνω ανησυχιών, είναι απαραίτητη η συνεχής και αποτελεσματική εφαρμογή των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων στην Τουρκία, προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα και η εδραίωση της δημοκρατίας. Περαιτέρω θεσμικές μεταρρυθμίσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσχώρησης στην Ε.Ε. θα βοηθούσαν πολύ εν προκειμένω. Οι αρχηγοί των κρατών της Ε.Ε. πρέπει να ωθήσουν του Τούρκους προς την εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων χωρίς να δίνουν την εντύπωση ότι αποτελούν απειλή για το ενιαίο πολιτικό σύστημα της χώρας. Η φιλελεύθερη δημοκρατία της Τουρκίας θα ευνοούνταν περισσότερο από μια πλήρη προσχώρηση στην Ε.Ε., όπου η πολιτική σταθερότητα θα συνδεόταν με τη διακήρυξη της Ε.Ε. για τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα. Η απαίτηση για εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στην Τουρκία από τη μία, και η δήλωση ότι αυτή η χώρα δεν έχει καμία θέση στην Ευρώπη από την άλλη, ενισχύουν μόνο την καχυποψία των Τούρκων, σχετικά με τις προθέσεις της Ε.Ε. Ξεκάθαρη δέσμευση ως προς συμφωνητικά τα οποία υπογράφηκαν ανάμεσα σε Ε.Ε. και Τουρκία θα μείωναν την καχυποψία των Τούρκων απέναντι στα ευρωπαϊκά κράτη.


Άλλοι λόγοι για τους οποίους η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να υποστηρίξει τη σύναψη εταιρικής σχέσης ένταξης της Τουρκίας με την Ε.Ε.


Η παροχή βοήθειας στην Τουρκία για την εδραίωση της δημοκρατίας είναι προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια δημοκρατική και σταθερή Τουρκία είναι πολύ πιο επιθυμητή σαν εταίρος από μια χώρα η οποία βυθίζεται μέσα στην πολιτική αβεβαιότητα, σε μια «ευαίσθητη» περιοχή. Επιπροσθέτως, η προσχώρηση της Τουρκίας θα ενίσχυε τις βλέψεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παίξει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή. Ποιο θα είναι λοιπόν το κέρδος της Ε.Ε. αν η Τουρκία γίνει μέλος της; Πρώτον, θα στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στον κόσμο ότι η Ε.Ε. δεν είναι μια χριστιανική λέσχη και θα καταρρίψει το επιχείρημα του Samuel Huntington περί «Σύγκρουσης των Πολιτισμών». Δεύτερον, η Τουρκία θα ενισχύσει την Ευρωπαϊκή Ταυτότητα σε θέματα ασφάλειας και άμυνας (ESDI) με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις και θα εξομαλυνθεί περαιτέρω η συνεργασία ανάμεσα σε NATO και ESDI. Όπως επισημάνθηκε στην Έκθεση της Ομάδα Διεθνών Κρίσεων (ICG) για την Τουρκία: « Η Τουρκία αντιλαμβάνεται τα συμφέροντα τα οποία αφορούν την ασφάλεια της ως όμοια με αυτά της Ευρώπης. Παρόλο που πολλές από τις αποστολές για τη διασφάλιση της ειρήνης στις οποίες συμμετείχε η Τουρκία διεξάγονταν από το NATO, αποτελούσαν μέρος της στρατηγικής της ΕΕ. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι Τούρκοι υιοθετούν το 90% της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ). Η Άγκυρα επέτρεψε την προώθηση των σχέσεων μεταξύ NATO και ΕΕ… Επίσης, η κυβέρνηση του AKP αντιμετώπισε πιο θετικά τις ευρωπαϊκές πολιτικές προώθησης της δημοκρατίας, συμμερίστηκε ακόμη και την κριτική στάση της ΕΕ απέναντι στο Ουζμπεκιστάν, έναν αυταρχικό εθνικό συγγενή στην Κεντρική Ασία».[7] Τρίτον, η προσχώρηση της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα καθυστερήσει λόγω των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Τέταρτον, η Τουρκία εξυπηρετεί ήδη ως ενεργειακός διάδρομος για την Ευρώπη για τη μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα κοιτάσματα της Κασπίας Θάλασσας και της Κεντρικής Ασίας. Πέμπτον, η Τουρκία θα βοηθήσει στην οικονομική αναζωογόνηση της ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε. αναφορικά με τις διεθνείς της σχέσεις. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός, που επίσης έχει να κάνει με την ΚΕΠΠΑ της Ε.Ε., εγγυάται μια περαιτέρω ανάπτυξη, καθώς επηρεάζεται ο διεθνής ανταγωνισμός της Ε.Ε. έναντι των Η.Π.Α., της Κίνας, της Ινδίας, καθώς κι έναντι των περιφερειακών συμφερόντων ασφαλείας του βορειότερου κομματιού της Μέσης Ανατολής.


Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη οι Yeşilada, Efird και Noordijk εξέτασαν το πώς η μετάβαση της παγκόσμιας ισχύος αναμένεται να επηρεάσει τη θέση της Ε.Ε. όσον αφορά στις διεθνείς της σχέσεις.[8] Βασισμένη στο μοντέλο μετάβασης ισχύος των Organski, Kugler και Tammen,[9] η εν λόγω μελέτη αξιολόγησε το πώς διαφορετικά σενάρια επέκτασης της Ε.Ε. θα επηρέαζαν στο μέλλον τον ανταγωνισμό της έναντι των Η.Π.Α, της Κίνας και της Ινδίας. Μια επιπλέον ανάλυση των αναθεωρημένων στοιχείων αξιοποιεί περαιτέρω τα αποτελέσματα που έχουν ήδη προκύψει, σχετικά με το θέμα. Τα αποτελέσματα αποκαθιστούν πλήρως την πραγματικότητα. Μέσα στα 50 επόμενα χρόνια, η οικονομική κατάσταση των Η.Π.Α. και της Ε.Ε. θα χάσει έδαφος καθώς θα έχει να αντιμετωπίσει την Κίνα και την Ινδία. Η Κίνα θα είναι η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, με τις Η.Π.Α. και την Ινδία να ακολουθούν. Κανένα μελλοντικό σχέδιο επέκτασης της Ε.Ε., που να αποκλείει την Τουρκία, δε θα μπορούσε να την αποτρέψει από το να ΓΙΝΕΙ η τέταρτη σε σειρά χώρα-παράγοντας ανάμεσα στα γνωστά μεγαθήρια μέχρι το 2040-2045. Μόνο όταν η Τουρκία προσχωρήσει στην Ε.Ε. (δλδ. το 2020-2025) θα αρχίσει η οικονομική προοπτική της Ένωσης να ανακάμπτει και να φτάνει σε μια ισάξια με των Η.Π.Α. per capita παραγωγικότητα.


Τελικές σκέψεις


Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε κάποιος να ταχθεί υπέρ ή κατά της προσχώρησης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Πρόσφατες εξελίξεις έχουν τροφοδοτήσει αυτά τα συναισθήματα και στις δύο πλευρές κι έδωσαν ισχύ σε αυτούς που ήταν αντίθετοι με την τουρκική προσχώρηση. Οι συνέπειες του να μείνει εκτός Ε.Ε. η Τουρκία θα ήταν καταστροφικές. Μια τέτοια απόφαση θα εξουδετέρωνε όλα τα θετικά πλεονεκτήματα που παρατέθηκαν παραπάνω και θα προκαλούσε απρόβλεπτες συνέπειες. Επίσης, η Τουρκία θα αναγκαζόταν να αναζητήσει μια «νέα συμμαχία» αλλού, θα αποσταθεροποιούνταν περισσότερο οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και δυστυχώς θα ενισχυόταν το επιχείρημα περί σύγκρουσης των πολιτισμών.



Notes

[1]Juan J. Linz και Alfred Stepan. Problems of Democratic Transition and Consolidation, Johns Hopkins University Press, 1996, σ. 6

 

[2]Ο Samuel Eldersveld έχει ισχυριστεί ότι οι ενεργές δημοκρατίες έχουν ανάγκη τα κόμματα να εκτελούν ορισμένα σημαντικά καθήκοντα, τα οποία περιλαμβάνουν τη οργάνωση της συμμετοχής του κοινού στην πολιτική, τον έλεγχο και τη στρατολόγηση των ελίτ, τη διαχείριση των διαφορών και του ανταγωνισμού, την καινοτομία στην πολιτική και την καθοδήγηση του κοινού στο συναινετικό σύστημα. Βλ., Samuel J. Eldersveld, Political Parties in American Society (New York: Basic Books, 1982)..

 

[3]Βλ. Birol Yesilada, Islam, Dollars and Politics, Universities Field Staff International (1988), σσ. 10-11

 

[4] Κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών στην εξουσία, παρόλο που το ΑΚΡ είχε δεσμευτεί στην προσχώρηση της Τουρκίας στην Ε.Ε. και στις μεταρρυθμίσεις της οικονομίας, οι κομματικές ελίτ προσπάθησαν μεμονωμένα να θεσπίσουν νόμους οι οποίοι θα ευνοούσαν το θρησκευτικό του υπόβαθρο. Για παράδειγμα, το ΑΚΡ προσπάθησε να μειώσει τις απαιτήσεις των εξετάσεων για την εισαγωγή σε πανεπιστήμια για τους αποφοίτους των Preacher & Prayer Leader Schools (İmam Hatip Okulları). Το ΑΚΡ προσπάθησε επίσης να θεσπίσει ένα νόμο στο νέο Ποινικό Κώδικα που θα όριζε τη μοιχεία ως έγκλημα. Ένα άλλο παράδειγμα αντι-φιλελεύθερης προσπάθειας του ΑΚΡ είναι και η ψήφιση ενός νόμου, που ανέφερε ότι θα τιμωρούνταν οι διοργανωτές παράνομων μαθημάτων σχετικών με το Κοράνι, από τρεις έως και δώδεκα μήνες μόνο, αντί για τρία έως έξι χρόνια, όπως οριζόταν σύμφωνα με την προγενέστερη νομοθεσία. Οι νόμοι αυτοί, που προσπάθησε να περάσει το ΑΚΡ προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των ισλαμικών του στοιχείων, έτυχαν σφοδρής αντίστασης από τις κοσμικές πολιτικές ελίτ, το δικαστικό σώμα, τον τουρκικό στρατό και την κοσμική κοινωνία των πολιτών.

 

[5] Για μια πιο λεπτομερή συζήτηση πάνω σε αυτό το θέμα, βλ., “The 2007 Turkish Elections: Globalization and Ataturk’s Legacy” Testimony at the U.S. House of Representatives, Commission on Security and Cooperation in Europe, 26 Ιουλίου 2007.

 

[6]EU Commission. 2006. Progress Report. Brussels: EC Commission Publications, σ. 55.

 

[7] International Crisis Group, Turkey and Europe: The Way Ahead, Europe Report No. 184 (Istanbul and Brussels: ICG, 17 Αυγούστου 2007), σ. 6.

 

[8] Birol Yeşilada, Brian Efird, and Peter Noordijk, ““Competition among Giants: A Look at How Future Enlargement of the European Union Could Affect Global Power Transition,” International Studies Review Vol. 8, no. 4 (Δεκέμβριος 2006):607-622

 

[9] See, for example, Organski, A.F.K, and Jacek Kugler. 1980. The War Ledger. Chicago: University of Chicago Press; Tammen, Ronald, et al. 2004. Power Transitions: Strategies for the 21st Century, Revised Chinese edition. Chatham: Chatham House (now C.Q. Press); Efird, Brian, Jacek Kugler and Gaspare Genna. 2003. From War to Integration: Generalizing the Dynamic of Power Transitions. International Interactions 29(4).



Αφιέρωμα: Τουρκία
Ετικέτες: , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε