ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Julian Vigo – Πέρα από το Ιράκ και άλλες αποικιοκρατικές μεταφορές


karen blixen lookalikeΓια να υπάρξει εποικοδομητικός διάλογος σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν πολύ διαφορετικά προβλήματα από τη μια κοινωνία στην άλλη και ότι συχνά αυτά τα προβλήματα δεν πλήττουν μόνο τις γυναίκες αλλά και τους άντρες εξίσου, υποστηρίζει η Julian Vigo. Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί και πώς συμβαίνει οι γυναίκες να υποφέρουν από την καταπίεση διαφορετικά από τους άντρες και ποιοι ακριβώς είναι οι κοινωνικο-πολιτικοί μηχανισμοί που μεταχειρίζονται τις γυναίκες διαφορετικά, αν όχι λιγότερο ισότιμα. Απομένει πολλή δουλειά να γίνει.



Στην ταινία του Σίντνει Πόλλακ «Πέρα από την Αφρική» υπάρχει μια από τις σημαντικότερες στιγμές κινηματογραφικού κιτς, όπου η Κάρεν Μπλίξεν, την οποία υποδύεται η Μέριλ Στριπ, μεταφέρει τα προσωπικά της είδη, διασχίζοντας την Κένυα, στη φυτεία της που παράγει καφέ. Αφού αναθέτει ανέμελα στους ‘υπηρέτες της’ να μεταφέρουν τα πράγματά της (μεγάλα ξύλινα κιβώτια που μοιάζουν σα να ζυγίζουν τουλάχιστον 150 κιλά), η Μπλίξεν ανησυχεί μήπως σπάσουν τις γαλλικές πορσελάνες που βρίσκονται στα κιβώτια και τους προειδοποιεί να προσέχουν αναφωνώντας το περίφημο ‘Οι λιμόζ μου!’. Στη συνέχεια της ταινίας, ο Ντένις Φιντς, τον οποίον υποδύεται ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, κριτικάρει τον υλισμό της Μπλίξεν όταν εκείνη ανακοινώνει: ‘Θέλω οι Κίκου μου να μάθουν ανάγνωση’. Η απάντηση του Ρέντφορντ: ‘Οι Κίκου μου. Οι λιμόζ μου. Η φάρμα μου. Δεν είναι κάπως υπερβολικό να κατέχει κανείς όλα αυτά;’ Στις περιγραφές της αποικιοκρατίας, η ταινία αναπόφευκτα θέτει ερωτήματα γύρω από μια αποικιοκρατική συμπεριφορά που αφορά το αόρατο, την κατοχή και τη μετατροπή άλλων σωμάτων. Με παρόμοιο τρόπο, σήμερα τέτοιου είδους αφηγήσεις για την κατοχή γίνονται συνήθεις και ορατές στις πρόσφατες παραβιάσεις των γεωγραφικών συνόρων του Ιράκ και του Αφγανιστάν, στον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας, που απέκτησε νομιμοποίηση μέσα από τον εντοπισμό και την ανατροπή των έμφυλων συνόρων- εκείνων των μοναδικά και εμφανώς καταπιεσμένων γυναικών στο Αφγανιστάν.


Το 2001, στη διάρκεια της εισβολής του Αφγανιστάν υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, ζούσα στην Ιταλία και σοκαρίστηκα από την πλήρη υποστήριξη που παρείχαν στη στρατιωτική επιχείρηση οι Αμερικανοί που γνώριζα. Μια Αμερικανίδα προσβλήθηκε όταν της προώθησα ένα άρθρο για τη νομοθεσία στις Ηνωμένες Πολιτείες που έκανε κομμάτια το αμερικανικό σύνταγμα. Μια άλλη μου είπε ότι δεν ήθελε να συζητήσει, ούτε καν να αναρωτηθεί, για τον πόλεμο κι έπειτα στράφηκε ξαφνικά προς το μέρος μου και ρώτησε, ‘Τι έχεις να πεις όμως για τον τρόπο που οι Ταλιμπάν μεταχειρίζονται τις γυναίκες τους; Έμεινα έκπληκτος από τον τρόπο με τον οποίον αυτό το άτομο, που δεν ήθελε ούτε καν να συζητήσει τον ‘πόλεμο’ στο Αφγανιστάν, προσπάθησε να ξεφύγει από τη συζήτηση υποστηρίζοντας ότι το θέμα δεν ήταν πολιτικό αλλά «φεμινιστικό» – οι γυναίκες των Ταλιμπάν. Και συνειδητοποίησα ότι το ιδεολογικό πρότυπο της συνομιλήτριάς μου ήταν το δυτικό αρχέτυπο, σύμφωνα με το οποίο οι γυναίκες περιφέρονται ελεύθερα στους δρόμους αποκαλύπτοντας οποιοδήποτε μέρος του σώματός τους ως ένδειξη της ελευθερίας τους, σε αντίθεση με το προβεβλημένο από τα μέσα επικοινωνίας θέαμα της αφγανικής κοινωνίας, όπου οι γυναίκες δεν έχουν φωνή, δεν έχουν αυτονομία, δεν έχουν δικαιώματα.


Ανατρέχοντας στον ‘Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας’, κανείς μπορεί εύκολα να δει πώς τα δικαιώματα των γυναικών χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για τη νομιμοποίηση των στρατιωτικών ενεργειών. Για πολλούς συντηρητικούς και φιλελεύθερους Αμερικανούς, τα ηθικά ερωτήματα για την αμερικανική επιθετικότητα θα μπορούσαν φαινομενικά να παραμεριστούν, εάν η Δύση κατάφερνε να εκμεταλλευθεί την ‘αγριότητα’ των Ταλιμπάν μετατρέποντας αυτές τις ‘καταχρήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων’ σε κάτι πιο ήπιο, ριζικά διαφορετικό και πιο ‘δημοκρατικό’. Το υπέρτατο πρότυπο για παρόμοιες αλλαγές στις ελευθερίες των γυναικών είναι, ασφαλώς, το Δυτικό όπου η δημοκρατία ευδοκιμεί, όπου οι γυναίκες έχουν ίσα δικαιώματα και όπου αυτά αποδεικνύονται από το γεγονός ότι οι γυναίκες μπορούν να επιλέξουν να εργαστούν, να οδηγήσουν, να μορφωθούν, ακόμη και να κυκλοφορούν με ακάλυπτο κεφάλι στην αμερικανική κοινωνία. Με τέτοιες επιλογές πώς μπορεί κανείς να πει ‘όχι’ σε αυτές τις ελευθερίες; Πώς μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τα δυτικά ιδεώδη, με τις τόσες φανφάρες περί ευκαιριών και δημοκρατίας, όταν κανείς δεν εξετάζει τα ίδια τα ιδανικά που οι περισσότεροι Αμερικανοί θεωρούν ‘πιο ελεύθερα’ και ‘καλύτερα’; Ο ‘Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας’ εξελίχθηκε σε μια συζήτηση όπου τα γεωγραφικά σύνορα συνδέθηκαν με τα σύνορα του γυναικείου σώματος κι όπου το έθνος-κράτος έγινε αντικείμενο διείσδυσης και αποικισμού απλώς και μόνο επειδή ‘οι γυναίκες τους πρέπει να σωθούν’. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα αντιληπτά σύνορα ως προς τις ‘ελευθερίες των γυναικών’ αποτελούν ελαφρώς καλυμμένα προσχήματα για εισβολή σε γεωγραφικά όρια.


Ωστόσο, πειστικές συζητήσεις για τη σκιαγράφηση των δικαιωμάτων των γυναικών απουσιάζουν από οποιαδήποτε κριτική γι’ αυτό το θέμα. Απλώς τα ‘δικαιώματα των γυναικών’ δεν είναι μεταβαλλόμενα, μετουσιωμένα ιδανικά ούτε μνημεία που περνούν από τον ένα πολιτισμό στον επόμενο. Τα δικαιώματα των γυναικών είναι η ουσία συγκεκριμένων και επίκαιρων κοινωνικών συζητήσεων, που γίνονται στο σημείο επαφής των πολιτισμών σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, σε: τάξεις, αίθουσες συγκέντρωσης, κουζίνες, καφενεία, Ίντερνετ, εφημερίδες, τηλεόραση και κινηματογράφους. Παρόμοια δικαιώματα δεν είναι ομοιογενή, είναι πολύσημα, και σίγουρα είναι διαφορετικά από πολιτισμό σε πολιτισμό επειδή ο ίδιος ο τόπος, η ιστορία, και οι συμμετέχοντες σε αυτούς τους διαλόγους δεν είναι ποτέ οι ίδιοι. Ακόμη πιο σημαντικό, τα δικαιώματα των γυναικών είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένα με τα δικαιώματα των συμπατριωτών τους, πολλοί από τους οποίους υφίστανται παρόμοιες ή άλλες καταπιέσεις. Η πραγματικότητα είναι ότι αυτά τα επιχειρήματα απουσιάζουν από την τωρινή σαγήνη του πολέμου και τη κυρίαρχη δυτική φεμινιστική προπαγάνδα. Έτσι, όταν κάποιος από τις Ηνωμένες Πολιτείες στρέφεται προς το μέρος μου και λέει, ‘Τι έχεις να πεις για τον τρόπο που οι Ταλιμπάν μεταχειρίζονται τις γυναίκες τους;’ οι εντελώς αποικιοκρατικές αξιώσεις μιας τέτοιας ερώτησης δεν αφήνουν περιθώρια για πολλές απαντήσεις. Πώς μπορούμε να κάνουμε πραγματική συζήτηση όταν οι ερωτήσεις διατυπώνονται από δυτικά υποκείμενα εναντίον μη δυτικών αντικειμένων και βασίζονται αποκλειστικά στα δυτικά ιδεώδη για τις πολιτισμικές, πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες;


Ο δυτικός φεμινισμός, μεταφερόμενος σε μουσουλμανικό πλαίσιο, μπορεί να γίνει η πιο αποικιοκρατική πρακτική όταν, για παράδειγμα, συγγραφείς όπως η Barbara Ehrenreich γράφει για το ‘Μίσος των Ταλιμπάν για τις Γυναίκες’, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πληθώρα των πληροφοριών που δείχνουν ότι η μεταχείριση των γυναικών δεν ήταν καλύτερη κάτω από τη Βόρεια Συμμαχία ή τους μουγιαχεντίν. Η Ehrenreich βλέπει τη μπούρκα με όρους ‘μισογυνισμού’, αγνοώντας εντελώς τα συγκεκριμένα κοινωνικο-πολιτισμικά κίνητρα που οδήγησαν στην καθιέρωση αυτού του ρούχου, και αναλώνεται κυρίως στο να ‘κάνει εικασίες’ όπως λέει. Δεν κάνει καμιά προσπάθεια να καταλάβει τις ιδιαιτερότητες της κατάστασης στο Αφγανιστάν τις τελευταίες δυο δεκαετίες, καθώς το άρθρο της είναι μια ανθολογία από γενικότητες για τους Μουσουλμάνους και τον ‘Τρίτο Κόσμο’, όπως και για τους άντρες σε παγκόσμια κλίμακα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κριτική της θα ήταν αρκετά πιο ευφυής αν η Ehrenreich περιπλανιόταν έστω στο Αφγανιστάν, ιστορικά ή πολιτισμικά, αντί να περιορίσει την επιχειρηματολογία της σε άλλα παραδείγματα του ‘Τρίτου Κόσμου’. Επιπλέον, αν είχε μελετήσει το θέμα της λίγο πιο προσεκτικά, η Ehrenreich θα είχε παρατηρήσει ότι πολλές γυναίκες από εκείνες που συμπαρατάσσονται περισσότερο με την κυρίαρχη δυτική φεμινιστική ατζέντα, όπως η RAWA (Revolutionary Association of the Women of Afghanistan –Επαναστατική Ένωση Γυναικών του Αφγανιστάν), έχουν απέναντι στους Ταλιμπάν την ίδια απέχθεια που τρέφουν και για τις ομάδες που αυτοί διαδέχτηκαν, όπως η Βόρεια Συμμαχία ή η Ισλαμική Ένωση για την Ελευθερία του Αφγανιστάν, λόγω των φρικαλεοτήτων που έκαναν στις γυναίκες μεταξύ 1992 και 1996. Επομένως, το θέμα της μπούρκα έχει λάβει τη μορφή συμβόλου για την κυρίαρχη δυτική φεμινιστική πολεμική, ενώ οι λόγοι που οδήγησαν στην καθιέρωσή της δεν εξετάζονται ποτέ. Μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε αν έχουμε έστω την προδιάθεση να δεχτούμε ότι μια γυναίκα μπορεί να είναι ‘ελεύθερη’ εάν επιλέξει να φορέσει οποιοδήποτε είδος καλύμματος του κεφαλιού ή του σώματος, ανεξάρτητα αν πρόκειται για χιγιάμπ, μπούργκα ή τσαντόρ;


Αμέσως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, πολλά βιβλιοπωλεία σε όλη την Ιταλία δημιούργησαν στο εσωτερικό τους ‘μικρά τμήματα τρομοκρατίας’: ένα τμήμα αφιερωμένο στο Ισλάμ, την τρομοκρατία και τα δικαιώματα των γυναικών, ξεχωριστό και τονισμένο με ειδικές επιγραφές ‘Τρομοκρατία’, ‘Γυναίκες και Ισλάμ’, λες και τα βιβλία αυτά περιέκλειαν τις ερμητικές λύσεις στα γιατί της 11ης Σεπτεμβρίου. Επιπλέον, τα εξώφυλλα αυτών των βιβλίων που περιείχαν τις λέξεις ‘Ισλάμ’ ή ‘Μουσουλμάνος’ ήταν όλα τόσο προβληματικά, καθώς έδειχναν μια ποικιλία από τρεις δημοφιλείς εικόνες: το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου να φλέγεται, τη φωτογραφία του Οσάμα Μπιν Λάντεν, σαν τον Ιησού, να χαμογελά ή να κοιτάζει ψηλά, και τέλος γυναίκες με πέπλα όλων των ειδών, σε όλα τα χρώματα και σχήματα και τίτλους όπως ‘Πουλήθηκε!’, ‘ Θα σας σώσω’ και ‘Σκλάβοι’. Υπήρχε αυτός ο έξυπνος παραλληλισμός που κατασκεύασαν τα μέσα επικοινωνίας: ότι, με κάποιο τρόπο, η ‘καθυστέρηση’ που οδηγεί έναν πολιτισμό να καλύπτει με πέπλα τις γυναίκες του, μπορεί να οδηγήσει στην τρομοκρατία. Υπάρχει μια σαφής ατζέντα στη Δύση που χρεώνει ‘καθυστέρηση’ και ‘υποτέλεια’ σε εκείνες που επιλέγουν να φορούν χιγιάμπ, ‘μοντερνισμό’ και ‘ελευθερία’ (δυτικού τύπου) σε εκείνες που επιλέγουν να μη φορούν οποιοδήποτε τέτοιο ρούχο. Ακόμη πιο ενοχλητικοί είναι, ωστόσο, οι παραλληλισμοί μεταξύ ‘δημοκρατίας’ και μη καλυμμένων σωμάτων, ενώ το καλυμμένο ‘απαγμένο’ σώμα των γυναικών τοποθετείται στη συζήτηση στο ίδιο πεδίο με τους βίαιους εξτρεμιστές τρομοκράτες. Το μήνυμα είναι παρόμοιο με εκείνο της ατζέντας των δικαιωμάτων των γυναικών: ‘Είτε είσαι μαζί μας είτε εναντίον μας’.


Εξίσου προβληματική είναι και η σκοπιά των πρόσφατων συζητήσεων που έχουν να κάνουν με το γιατί ‘αυτοί μεταχειρίζονται έτσι τις γυναίκες τους’- ή μάλλον η παράξενη απουσία ενδοσκοπικής μελέτης σχετικά με τη μεταχείριση που επιφυλάσσει ο δυτικός πολιτισμός στις δικές του γυναίκες. Τι περιμένουμε όμως από έναν πολιτισμικό ‘διάλογο’ όταν το δυτικό υποκείμενο παραμένει αυτοκρατορικά δεσμευμένο σε ορισμένες αναπαλλοτρίωτες αλήθειες που έχουν να κάνουν με τις δικές του αντιλήψεις για τις ελευθερίες των γυναικών, και πολύ λιγότερο με οποιοδήποτε είδος ελευθερίας; Για παράδειγμα, μιλώντας με τους Αμερικανούς, είναι οδυνηρά σαφές πως οι περισσότεροι νομίζουν ότι οι Αμερικανίδες έχουν περισσότερα δικαιώματα από όλες τις άλλες γυναίκες στον πλανήτη. Αυτό, μέχρι να μείνουν έγκυες οπότε κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους και δεν έχουν απολύτως κανένα δικαίωμα να πάρουν άδεια μητρότητας ( Το Διάταγμα περί απουσιών για οικογενειακούς και ιατρικούς λόγους του 1993 προβλέπει συνολικά 12 εργάσιμες εβδομάδες άδειας άνευ αποδοχών κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε 12μηνης περιόδου για τη γέννηση ενός παιδιού και τη φροντίδα του νεογέννητου, για εταιρίες με προσωπικό άνω των 50 ατόμων). Αυτά τα θέματα αποτελούν παραδείγματα quid pro quo, ενισχυμένα από τις δυο πλευρές με στοιχεία και μαρτυρίες. Μιλώντας για τους Ταλιμπάν, γιατί να μην εξετάσουμε τις στατιστικές των βιασμών στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίοι μόνο το 1999 ήταν 876.000 ( US Center for Disease Control and Prevention- Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων των Ηνωμένων Πολιτειών). Φανταστείτε τώρα ότι αυτοί οι αριθμοί αντιστοιχούν μόνο στο 30% των βιασμών που αναφέρονται. Δεν είναι μικροί οι αριθμοί ούτε τα περιστατικά είναι αμελητέα ή ‘μικρότερες’ αδικίες από τη μπούρκα ή άλλες φρικαλεότητες που διαπράττονται εναντίον των γυναικών σε άλλα μέρη του κόσμου. Κατά κάποιο τρόπο, όμως, τόσο τα δυτικά μέσα επικοινωνίας όσο και οι φεμινίστριες προσδένονται στο ‘άρμα της μπούρκα’, επικρίνοντας τα δικαιώματα των γυναικών στο Αφγανιστάν και επιχειρώντας να μεταθέσουν δυτικές επιταγές σε μη δυτικά σώματα.


Για να υπάρξει εποικοδομητικός διάλογος σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν πολύ διαφορετικά προβλήματα από τη μια κοινωνία στην άλλη και ότι συχνά αυτά τα προβλήματα δεν πλήττουν μόνο τις γυναίκες αλλά και τους άντρες εξίσου. Πράγματι, οι βασανισμοί, ακόμη κι οι βιασμοί αντρών από τους Ταλιμπάν δεν προκαλούν πολλή συζήτηση. Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί και πώς συμβαίνει οι γυναίκες να υποφέρουν από την καταπίεση διαφορετικά από τους άντρες και ποιοι ακριβώς είναι οι κοινωνικο-πολιτικοί μηχανισμοί που μεταχειρίζονται τις γυναίκες διαφορετικά, αν όχι λιγότερο ισότιμα. Απομένει πολλή δουλειά να γίνει. Ωστόσο, δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, δεν υπάρχουν καθαρά οικουμενικές δημοκρατικές λύσεις. Υπάρχουν όμως πιο εποικοδομητικές μέθοδοι για να εξετάσει κανείς τόσο ευρύτερα όσο και πιο συγκεκριμένα παραδείγματα της καταπίεσης των γυναικών από το να επικαλύπτει απλώς με δυτικά ιδεώδη για ελευθερία πολύ ειδικές, τοπικές αντιλήψεις περί ελευθερίας και πολιτισμού. Ωστόσο, καθώς γράφω αυτό το άρθρο, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι η κυβέρνησή μου, οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν καταπιέζει τις Αφγανές γυναίκες (και άντρες) στο όνομα της ‘διαρκούς ελευθερίας’. Άραγε οι πιλότοι σε εκείνα τα C-130 βλέπουν (ή ενδιαφέρονται να δουν) αν οι γυναίκες από κάτω φορούν μπούρκα; Ή μήπως αυτό το είδος καταπίεσης δεν περιλαμβάνεται σε αυτή τη στρατηγική; Από την άλλη πλευρά, εάν οι Αμερικανοί πράγματι προωθούν εδώ τα εννοιολογικά μας όρια, θα φτάσουμε να πιστεύουμε ότι η καταστροφή που συσσωρεύει αυτός ο πόλεμος μπορεί να φέρει τη δική μας δημοκρατική χειραφέτηση των γυναικών στο Αφγανιστάν. Τελικά, η δημοκρατία μας, η ελευθερία μας, οι γυναίκες μας. Δεν είναι κάπως υπερβολικό να κατέχει κανείς όλα αυτά;




Αφιέρωμα: read also, φύλο/σύνορα
Ετικέτες: , , , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε