ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Ryan Griffis – Για μια τέχνη ενάντια στη χαρτογράφηση της καθημερινής ζωής


Εάν και τα locative media φέρονται ότι παρέχουν εργαλεία για μια φαινομενικά απελευθερωτική μεταστροφή προς την αυτό-εκπροσώπηση, είναι απαραίτητο, υπογραμμίζει ο Ryan Griffis, να λάβουμε υπόψη τις επιδράσεις που μπορεί να έχει αυτή η τεχνολογία.



Για να το θέσουμε απλά, καθημερινή ζωή θα μπορούσε να ονομάζεται η επιθυμία ολότητας στη μεταμοντέρνα εποχή.

(Ben Highmore, Everyday Life and Cultural Theory)


Θα έπρεπε τώρα να μιλάμε για ανθρώπους που δεν φτιάχνουν την δική τους ιστορία, αλλά τη δική τους γεωγραφία.

(John Urry, “Social Relations, Space and Time”, in Spatial Relations and Spatial Structures)


Ο τίτλος αυτού του κειμένου αποτελεί παράφραση του τίτλου ενός δοκιμίου της καλλιτέχνιδας Martha Rosler που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1979, ‘For an Art Against the Mythology of Everyday Life’ (‘Για μια Τέχνη Ενάντια στη Μυθολογία της Καθημερινής Ζωής’). Το κείμενο της Rosler έχει να κάνει με το τότε αναδυόμενο πλαίσιο που αναφέρεται συχνά τώρα ως ‘μετα-βιομηχανική παγκοσμιοποίηση’. Ειδικότερα, είναι η σκοπιά κάποιου που προσπαθεί να κάνει πράγματα – έργα τέχνης- που ‘ανταποκρίνονται στα συνήθη βαθιά θέματα της καθημερινής ζωής, αποκαλύπτοντας έτσι τον δημόσιο και πολιτικό παράγοντα στον προσωπικό’. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις καταπιεστικές και εν δυνάμει απελευθερωτικές πλευρές των ‘μέσων μαζικής επικοινωνίας’. Εδώ, θέλω να συνεχίσω από κει που σταμάτησε η Rosler και να συζητήσω για τις δυνατότητες της τέχνης, και της τεχνολογίας ‘να αλλάξουν τον κόσμο λογικά και ανθρώπινα’ χρησιμοποιώντας το παράδειγμα αυτών που αποκαλούνται συνήθως ‘locative media’.


Ο χαρακτηρισμός ‘locative media’ χρησιμοποιείται για την αναφορά τόσο στις εμπορικές όσο και στις πρωτοποριακές ‘κριτικές’ εφαρμογές των γεω-χωροταξικών τεχνολογιών. Και οι δυο έχουν συχνά την τάση να αποκαλύπτουν την ατομική εμπειρία της ‘καθημερινής ζωής’ και να τη συνδέουν με ευρύτερες, κοινωνικά διαπραγματευμένες και δικτυωμένες μορφές εμπειρίας. Τα ‘locative media’ βασίζονται στην τοποθέτηση και κίνηση συσκευών που μπορούν να υπολογίζουν και στη συνέχεια να διαβιβάζουν τη θέση τους σε άλλες, εξίσου συνδεδεμένες, συσκευές, όπως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Στην ευρύτερη πολιτιστική σφαίρα, αυτό είναι ορατό με τη διάδοση της τεχνολογίας του Geographic Positioning System (GPS) που γίνεται όλο και πιο συνηθισμένη σε συσκευές όπως τα κινητά τηλέφωνα και τα αυτοκίνητα. Τα ‘locative media’ ωφελούνται από μια τέτοια ανάπτυξη τεχνολογιών επικοινωνίας ως ‘παντού παρόντα’ – βρίσκονται παντού και πάντα, συχνά απαρατήρητα και άνευ πρόσβασης. Τέτοιες έννοιες όπως το ‘παντού παρούντα’ δεν μπορούν παρά να διασταυρώνονται με έννοιες της ‘καθημερινότητας’ – πού αλλού είναι η ‘καθημερινότητα’ αν όχι ‘παντού’;


Η Rosler αρχίζει το ‘Για μια Τέχνη Ενάντια στη Μυθολογία της Καθημερινότητας’ θέτοντας το ερώτημα, ‘Από πού έρχονται οι ιδέες;’ (σ. 3) Απαντά αμέσως στο ερώτημά της λέγοντας, ‘Όλοι οι μύθοι της καθημερινής ζωής, ραμμένοι μεταξύ τους, σχηματίζουν ένα μη συγκροτημένο ιδεολογικό κέλυφος, μια ψεύτικη αναφορά των λειτουργιών του κόσμου’. Έννοιες της ‘καθημερινότητας’ ως τόπου αντίστασης, διαφωνίας και δημιουργικότητας έχουν υμνηθεί για την ενσωμάτωση αυτού που ο Michel de Certeau αναφέρει ως ‘τακτικές’. Η Rosler προσπαθεί να δείξει ότι αυτή η κατά κάποιο τρόπο ουτοπική απεικόνιση του ‘να κάνουμε ’ έναντι των καθεστώτων εξουσίας, μπορεί να εξυπηρετήσει εξίσου την ενίσχυση των ‘μύθων της καθημερινής ζωής’. Η προϋπόθεση της δράσης κατόπιν τακτικής απαιτεί μια μόνιμη κατάσταση εξιδανίκευσης και αντιδραστικής τοποθέτησης, που παρότι είναι εν δυνάμει απελευθερωτική έναντι της βραχυπρόθεσμης καταπίεσης, δεν μπορεί ποτέ να ανταποκριθεί όπως πρέπει στις αδικίες.


Από εμπορικής πλευράς, ο ιδεολογικός σύνδεσμος μεταξύ ζωής και κατανάλωσης είναι ακόμη πιο ασυγκρότητος απ’ ό, τι στο παρελθόν. Η ουτοπική πλευρά του φαίνεται στην εικόνα ενός ατέλειωτου δικτύου καταναλωτών, που έχουν πλέον τη δυνατότητα να μοιράζονται δημόσια τις εμπειρίες και τις συναντήσεις τους με προϊόντα και τόπους. Μπορεί, όμως, η δικτύωση των καταναλωτών να μεταβάλει τις επιθυμίες που διαμόρφωσαν αιώνες βίαιης αδικίας; Για απάντηση, μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά στη δημοτικότητα των χαρτογραφικών εφαρμογών που διευκολύνουν τις εμπορικές συναλλαγές των ακινήτων, όπως το HousingMaps.com που συνδέει τους καταλόγους ακινήτων της Craiglist με το Google Maps. Η παρακάτω δήλωση του Thai Tran, διευθυντή προϊόντων της Google Maps, που σχολιάζει τη δημοσίευση από τη Google μιας νέας, πανοραμικής, βασισμένη σε φωτογραφίες διασύνδεσης είναι αποκαλυπτική:


Μια μέρα κοιτάζαμε δυο από τα αρχικά mashups της Google Maps, HousingMaps.com και ChicagoCrime.org, και συνειδητοποιήσαμε ότι θα ήταν ακόμη πιο χρήσιμο αν μπορούσαν να συνδυαστούν, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι δεν επιθυμούν να ζουν σε περιοχές υψηλής εγκληματικότητας’.


Όπως βλέπουμε από τη δήλωση του Trans, όλες οι νέες, βασισμένες στην τεχνολογία ‘κοινότητες’, που μπορούμε σήμερα να δημιουργήσουμε, δεν μοιάζουν τόσο διαφορετικές από εκείνες που διαιρούντο φυλετικά με κόκκινες γραμμές και είχαν δημιουργηθεί από προηγούμενες γενιές εφαρμογών ΓΣΠ (Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών). Θα επανέλθω σε μερικές από τις επιπτώσεις αυτής της τεχνολογικής εγγραφής της επιθυμίας αργότερα, τώρα όμως θα ήθελα να αναφερθώ στα locative media όπως εφαρμόζονται και εξυμνούνται από την πολιτιστική πρωτοπορία και, ειδικότερα, τη σύγχρονη τέχνη.


Ένα σύγχρονο έργο τέχνης των locative media που απέσπασε την προσοχή (έλαβε το Golden Nica Award στην Ars Elecronica και εκτέθηκε στο πλαίσιο της έκθεσης ‘Making Things Public’ στο ZKM) είναι το χαρτογραφικό πρόγραμμα των Esther Polak, Ieva Auzina και του Riga Center για το New Media Culture (RIXC) με τίτλο ‘MILK’. Το ‘MILK’, που ολοκληρώθηκε από το 2003 έως το 2005, παρακολουθεί την παραγωγή και τη διανομή τυριού, από τα αγροκτήματα παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων της Λετονίας μέχρι τις αγορές της Ουτρέχτης. Παρακολουθώντας τις κινήσεις εννέα ‘συμμετεχόντων’ (επιλεγμένων ατόμων που εμπλέκονται στην κατασκευή, διακίνηση και κατανάλωση τυριού) μέσα από τη χρήση των συσκευών GPS που τους έδωσαν, το ‘MILK’ μας προτείνει να ρίξουμε μια ματιά στην κοινωνική, και χωροταξική, κατασκευή του τυριού. Το πρόγραμμα αυτό-προσδιορίζεται ως ‘locative τέχνη- χαρτογραφικό πρόγραμμα, που εξερευνά οπτικές και ντοκιμαντερίστικες δυνατότητες της τεχνολογίας GPS’.


Τα βασικά συστατικά του προγράμματος είναι ένα κείμενο και εικονογραφία σε βίντεο και φωτογραφίες που καταγράφει τις κινήσεις των αγροτών, των εμπόρων και των αγοραστών τυριού. Μέσα απ’ αυτές, οι καλλιτέχνες απεικονίζουν τις ιστορίες και γνώσεις για το χώρο που, για καθαρά πρακτικούς λόγους, δεν είναι ορατές στο υλικό του τυριού. Το ‘MILK’ απεικονίζει το ‘τυρί’ σαν σώμα γνώσης αφενός σε ανθρώπινη κλίμακα, μέσα από τις πράξεις και τις σκέψεις αυτών που εμπλέκονται στην παραγωγή, και αφετέρου σε πιο μακρο κλίμακα, μέσα από απεικονίσεις που αποκαλύπτουν τις γεωγραφικές αποστάσεις και το χρόνο που εμπλέκονται στην υλοποίησή του.


Δεν αποτελεί έκπληξη ότι, όπως λέει η Esther Polak, ένας από τους παράγοντες που συντέλεσαν αρχικά στη δημιουργία αυτού του προγράμματος ήταν η ανάμνηση ενός προγενέστερου ντοκιμαντέρ για την αγροτική ζωή, και συγκεκριμένα τους φτωχούς αγρότες στον αμερικανικό Νότο, από τον ποιητή James Agee και τον φωτογράφο Walker Evans, το 1941, με τίτλο ‘Let Us Now Praise Famous Men’. Το έργο των Agee και Evans, που ξεκίνησε κατόπιν παραγγελίας του Fortune Magazine, το 1936, αποτελεί κατά πολλούς τρόπους κλασικό παράδειγμα ντοκιμαντέρ της εποχής του New Deal, καθώς συνδυάζει τις αισθητικές ευαισθησίες των δυο καλλιτεχνών με τις προοδευτικές πολιτικές αξίες του αναδυόμενου κράτους πρόνοιας. Όπως η Polak και άλλοι σχολιαστές του ‘Let Us Now Praise Famous Men’ σημειώνουν, το βιβλίο υμνείται και κριτικάρεται ταυτόχρονα για την ‘πειραματική’ ή ‘δύσκολη’ μέθοδό του να συνδυάζει κείμενο και εικόνες. Η Polak φτάνει, μάλιστα, στο σημείο να το αποκαλέσει ‘τεχνολογικό πείραμα’, απηχώντας και άλλες παρόμοιες εντυπώσεις, σύμφωνα με τις οποίες το έργο ‘αμφισβητεί’ και απορρίπτει ‘κάθε θεώρηση του κόσμου ως σαφώς κατανοητού και τακτοποιημένου’. Αυτή η ανάγνωση της συνεργασίας των Agee και Evans παρέχει στην Polak και το κοινό της ένα προηγούμενο για το MILK – τη δημιουργία μιας πειραματικής, αλλά οικουμενικής, αφήγησης για την καθημερινή ύπαρξη των αγροτών της υπαίθρου. Και τα δυο μοιράζονται τον οικείο για τα ντοκιμαντέρ στόχο να κάνουν ορατές στο κοινό τους ιστορίες περιθωριοποιημένων ανθρώπων και τόπων.


Αυτή η ταύτιση με το ντοκιμαντέρ δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, αλλά ούτε να δίνει υπερβολική βαρύτητα στις προθέσεις του καλλιτέχνη. Παρέχει, ωστόσο, ένα φακό μέσα από τον οποίον βλέπει κανείς την υλοποίηση των νοημάτων που εκπροσωπούν τα locative media, νοημάτων που νομίζω ότι πρέπει να ερμηνευτούν παραγωγικά ως περαιτέρω ανάπτυξη στην κατασκευή εικόνας ντοκιμαντέρ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ μερικές περιπτώσεις locative media σχετίζονται περισσότερο με τις παραδόσεις του ντοκιμαντέρ, όπως το MILK, άλλες locative πρακτικές δεν αρχίζουν ή δεν τελειώνουν με αυτές.


Εκεί που οι επαγγελματίες και οι υπέρμαχοι των locative media μπορούν να επισημάνουν τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο έργο τους και την συμβατική πρακτική του ντοκιμαντέρ είναι στην επιθυμία και ικανότητά τους να σχολιάσουν το χώρο- να συνδέσουν τις αφηγήσεις τους με συγκεκριμένα, γεωγραφικά πλαίσια. Πολλά προγράμματα των locative media χρησιμοποιούν γεω-χωροταξικές τεχνολογίες για να συνδέσουν ιστορίες, ήχους και σχέσεις με τοποθεσίες τέτοιες έτσι ώστε μια τομή ανάμεσα στον εικονικό/ δικτυωμένο χώρο και τον γεωγραφικό χώρο να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προβάλει αόρατες ή πλασματικές πραγματικότητες. Το εγχείρημα {murmur} από το Τορόντο, για παράδειγμα, παράγει ακουστικές ιστορίες για συγκεκριμένες τοποθεσίες, χρησιμοποιώντας αυτοκόλλητα με αριθμούς τηλεφώνων ώστε οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτούς τους χώρους να έχουν πρόσβαση σ’ αυτές τις ιστορίες. Προσπαθεί ‘να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι σκέφτονται γι’ αυτό το μέρος’ φέρνοντας ‘αυτό το σημαντικό αρχείο έξω στους δρόμους’.


Από πολλές απόψεις, συναντώ στις σύγχρονες πρακτικές των locative media μια απάντηση στις κριτικές των αρχειακών και ντοκιμαντερίστικων πρότυπων από τη Rosler και άλλους, όπως ο καλλιτέχνης και θεωρητικός Alan Sekula. Η δημιουργία από το [murmur} ενός εναλλακτικού αρχείου του Τορόντο, για παράδειγμα, θα μπορούσε να εκληφθεί ως απάντηση στο απόφθεγμα του Sekula ότι ‘το αρχείο πρέπει να διαβάζεται από κάτω, από θέση αλληλεγγύης με τους εκτοπισμένους, τους δύσμορφους, τους φιμωμένους ή αυτούς που οι μηχανισμοί του κέρδους και της προόδου κατέστησαν αόρατους’ (”Reading an archive”, στο Blasted Allegories, σ. 184).


Εάν τα locative media παρέχουν εργαλεία για τη δημιουργία και τη λήψη αντι-αρχείων, δίνοντας πρόσβαση στα ίδια τα μέσα παραγωγής (και κατά συνέπεια ιστορικής) γνώσης, αυτό μοιάζει πράγματι να είναι μια απελευθερωτική μεταστροφή προς την αυτό-εκπροσώπηση. Πρέπει, όμως, επίσης, να ληφθούν υπόψη τα μέσα με τα οποία επιχειρούν τα locative media. Σε πρόσφατες συζητήσεις για το πολιτιστικό κεφάλαιο που τα locative media προσελκύουν, οι κριτικές που επικεντρώθηκαν στις πιο ορατές περιπτώσεις, τα κατηγόρησαν για συνενοχή με το καπιταλιστικό θέαμα και, ακόμη χειρότερο, ως πολιτιστική έρευνα και ανάπτυξη για παρακολούθηση και στοιχεία σχετικά με τις μεταλλευτικές βιομηχανίες. Πολλοί επέκριναν αυτή τη συνενοχή και τις ιστορικές διασυνδέσεις μεταξύ των σύγχρονων τεχνολογιών γεωγραφικής οπτικής απεικόνισης και τον αμερικανικό στρατό.


Από τη μια πλευρά, η σημασία της τέχνης των locative media μπορεί να αναλυθεί κριτικά μέσα από το καθιερωμένο πλαίσιο απεικόνισης- χρησιμοποιώντας τα εργαλεία των πολιτιστικών και απεικονιστικών σπουδών, μπορούμε να φτάσουμε σε μια ερμηνεία για το πώς το περιεχόμενο των locative media ταιριάζει ή έρχεται σε ρήξη με τα τρέχοντα παραδείγματα του νοήματος, της σημασίας και της παραγωγής γνώσης. Όπως οι Anne Galloway και Matthew Ward έδειξαν, μπορούμε να δούμε τα locative media ως μια προέκταση των ‘απεικονιστικών τεχνολογιών’, όπως ‘γίνονται τελικά αντιληπτές ως συλλογές πολιτιστικών τεχνουργημάτων’.


Αυτό θα σήμαινε όμως ότι βλέπουμε τα locative media ως μηχανισμό απεικόνισης, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τις επιδράσεις που μπορεί να έχει η τεχνολογία. Χωρίς να αγνοούμε τη σημασία της απεικόνισης, και αποφεύγοντας μια απλουστευτική τεχνολογική ντετερμινιστική ανάλυση, μπορούμε να δούμε πώς μπορούν να αναγνωστούν τα locative media μέσα από την έννοια του Gilles Deleuze για τις ‘κοινωνίες ελέγχου’, στις οποίες η πρόσβαση και η κινητικότητα μάλλον σχεδιάζονται σε συστήματα παρά ενισχύονται μέ πειθαρχικά μέσα. Αυτή η ανάγνωση θα μπορούσε, για παράδειγμα, να ξεκινήσει από την υλική ιστορία των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (ΓΣΠ), τη χαρτογράφηση της ποσοτικά προσδιορισμένης, χωροταξικής πληροφορίας για τους πληθυσμούς και τα περιβάλλοντα. Οι απαρχές της βρίσκονται σε ένα συνδυασμό των ΣΓΣΠ (Στρατιωτικών Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών) του Ψυχρού Πολέμου με προγενέστερες μορφές χαρτογράφησης της αστικής οικιστικής κρίσης την εποχή της Μεγάλης Κρίσης, και άλλα παλαιότερα παραδείγματα όπως ο χάρτης της χολέρας στο Λονδίνο, στα μέσα του 19ου αιώνα, του John Snow. Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών έγινε ένα πολύτιμο εργαλείο στους εσωτερικούς πολέμους έναντι των φτωχών των πόλεων υπό την επίφαση της ‘αστικής ανανέωσης’, τέμνοντας τις πόλεις με αυτοκινητόδρομους και άλλες μορφές αυτού που ο Mike Davis αποκαλεί ‘τρίτα σύνορα’. Υπό αυτό το φως, τα σύγχρονα γεωγραφικά εργαλεία μπορούν να ιδωθούν ως μέρος αυτού που ο γεωγράφος Stephen Graham αποκαλεί ‘γεωγραφίες λογισμικού’- όπου η ταξινόμηση των κοινωνικών προνομίων δεν επιτυγχάνεται με την ενίσχυση της συμμόρφωσης, αλλά μάλλον με μια προνομιακή επιλογή αποδεκτών συνθηκών που επιτυγχάνονται μέσα από τη χρήση ρυθμιστικού λογισμικού σε χώρους ενδεχόμενης διαμάχης. Ακριβώς όπως οι τοίχοι και οι μαζικοί αυτοκινητόδρομοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη ρύθμιση των κινήσεων μεταξύ περιοχών σε μια πόλη, το λογισμικό, όταν συνδέεται με σημεία μηχανικής πρόσβασης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ρυθμιστεί η πρόσβαση στις μεταφορές, τα κτίρια και τις υπηρεσίες.


Η συγχώνευση γνώσης και χώρου απαιτεί την ταυτόχρονη συνένωση αυτής της γνώσης με προνόμια κινητικότητας και τεχνολογικής πρόσβασης. Ο διαπραγματευόμενος χώρος γίνεται αρχείο, όχι πολιτικής αμφισβήτησης αλλά αφηγήσεων στις οποίες έχουν πρόσβαση μόνο εκείνοι που αποκομίζουν οφέλη από εθελοντικές διαδικασίες παρακολούθησης. Αυτή δεν είναι η πανοπτική παρακολούθηση της πειθαρχικής κοινωνίας του Foucault, είναι η παρακολούθηση των καρτών του σουπερμάρκετ, των αδειών εισόδου ΕΖ στα διόδια, των συστημάτων παρακολούθησης GPS των οχημάτων και της βιομετρικής ρύθμισης των αερογραμμών.


Η ιταλική κολεκτίβα Multiplicity παρέχει μια πολύ διαφορετική περίπτωση συνειδητοποίησης της τοποθεσίας μέσα από την οποία μπορεί κανείς να δει και να βιώσει τις γεωγραφίες της αδικίας. Στο πλαίσιο ενός προγράμματος που έχει τίτλο ‘Road Map’, η κολεκτίβα πραγματοποίησε δυο ταξίδια ίσης απόστασης, μέσω εδαφών ελεγχόμενων από Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους, τη μια φορά χρησιμοποιώντας ισραηλινό διαβατήριο και την άλλη παλαιστινιακό. Αυτά τα δυο ταξίδια χαρτογραφήθηκαν και μαγνητοσκοπήθηκαν με βίντεο, τεκμηριώνοντας τη διαφορά που είχαν σε διάρκεια – το πολύ μια ώρα με το ισραηλινό διαβατήριο, και πάνω από πέντε ώρες με τα παλαιστινιακά έγγραφα. Σε αντίθεση με την άποψη του χώρου που παρουσιάζουν τα σχέδια GPS του MILK με αναπαραστάσεις της Ευρώπης σε κουκίδες, που ο Michael Curry αποκαλεί μια ‘άποψη από το πουθενά’, το ‘Road Map’ παρουσιάζει μια αντίληψη του χώρου ως αλληλένδετου με τα συστήματα που τον διαμορφώνουν (σ. 52). Δεν υπάρχει ουδέτερο έδαφος όπου να προβληθούν αφηγηματικές κινήσεις, μόνο ένα διαγραμμισμένο έδαφος με σημεία ελέγχου και ρυθμισμένες ζώνες για ορισμένους και παρακαμπτήριους δρόμους για άλλους. Δεν υπάρχει μόνο ένας χάρτης, αλλά (τουλάχιστον) δυο.


Αναγνωρίζοντας τα μεταβαλλόμενα σύνορα μεταξύ του χώρου που θεωρούμε κατοικήσιμο και αυτών των ηλεκτρονικών χώρων, γίνεται αντιληπτό ότι κινούμαστε μέσα στο χώρο που δημιούργησαν δορυφόροι και κέντρα ελέγχου, μίλια μακριά από τη δική μας τοποθεσία. Και εάν μπορούμε να μετακινηθούμε μέσα σε αυτούς τους χώρους, οι κινήσεις μας μπορούν παρομοίως να ρυθμιστούν απ’ αυτούς. Και καθώς γίνονται μέρος των καθιερωμένων αντιλήψεων για την ‘καθημερινότητα’, μεταβάλλουν τα όρια της γνώσης, ανοίγοντας ή σφραγίζοντας ακόμη περισσότερο το ιδεολογικό κέλυφος. Ο θεωρητικός των Νέων Μέσων Επικοινωνίας Drew Hemment πρότεινε τα locative media να ορίζονται καλύτερα ως ‘εγκατεστημένα media’ σε αναγνώριση της ‘εγγενούς συνενοχής τους στην επιχείρηση της εξουσίας’, αναφερόμενος βέβαια στην πρόσφατη πρακτική δημοσιογράφων που ‘εγκαταστάθηκαν’ στον αμερικανικό στρατό. Αυτή η έννοια των ‘εγκατεστημένων’ locative media μετατρέπει τους πολίτες σε prosumers (νεολογισμός που αναφέρεται σε παραγωγικούς καταναλωτές) εντοπισμένου περιεχομένου, ενός περιεχομένου σχεδιασμένου τόσο για την ανάλυση των κινήσεων και των συνηθειών τους όσο και για την ψυχαγωγία ή την επιμόρφωσή τους. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι υποτακτικοί του Βασιλιά ανέλαβαν να γράψουν οι ίδιοι ένα σύγχρονο Domesday Book (Μέγα Κτηματολόγιο του Γουλιέλμου Α’). Μόνο που ο Βασιλιάς δεν είναι πλέον μια απλή ολότητα, αλλά μια μπερδεμένη χίμαιρα κρατικών και εταιρικών συμφερόντων.


Έχει ενδιαφέρον το ερώτημα αν αρκεί απλώς η αναγνώριση της συνενοχής, η αποδοχή της διαλεκτικής θεώρησης για την ουτοπία/δυσουτοπία. Σε ένα άλλο κείμενο περί ντοκιμαντέρ και φωτογραφίας, η Rosler αναρωτιέται για τις απεικονίσεις της εξουσίας που αψηφούν την αιτιολογική ανάλυση:


Εάν δεν υπάρχουν θύματα- ή, πράγμα που είναι το ίδιο, εάν είμαστε όλοι εξίσου θύματα- τότε δεν υπάρχουν καταπιεστές. Η κοινωνική αδικία μοιάζει να παράγεται από ένα σύστημα χωρίς ενεργή ανθρώπινη εμπλοκή ή συλλογική αποκατάσταση….στον σημερινό χάρτη του κόσμου, η πανομοιότυπη φωτογραφία μπορεί απλώς να γίνει αντιληπτή ως μια εικόνα της τυχαίας κατά τον Brown κίνησης ατόμων που βρίσκονται στην ίδια μονάδα χώρου-χρόνου και αθροίζονται μόνο σε αριθμούς, όχι στην ‘κοινωνία’ (σ. 177).


Εάν η τεχνολογία μπορεί να μεσολαβεί στην εξουσία και τον έλεγχο και από πολλές πλευρές να τους ενσωματώνει, μπορεί να αντικαταστήσει την ιδεολογία; Μήπως η προοπτική αυτή καταρρέει κάτω από το βάρος των 24 δορυφόρων; Ο Michael Curry αναφέρει ότι ‘η άποψη από το πουθενά’ πάντα και ήδη κατέχει μια σημαντική θέση, αλλά η σημασία εντοπίζεται όλο και πιο μακριά από τη θέση της εξουσίας- στην προκειμένη περίπτωση, κυριολεκτικά στο χώρο (σ. 52). Εάν η τάση της κοινωνίας ελέγχου είναι να εγκαθιστά την ιδεολογία σε μηχανισμούς κυριαρχίας, κυρίως καταπίεσης σε μαύρο κουτί, πώς μπορεί το μαύρο κουτί να ανοιχτεί και το περιεχόμενό του να τεκμηριωθεί;



Αφιέρωμα: πρόσφατα άρθρα, τέχνη και δημοκρατία
Ετικέτες: , , , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε