ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Morten Jerven και Gerardo Serra – Αναθεωρώντας τις οικονομικές στατιστικές: Μαθήματα από την Υποσαχάρια Αφρική


Ghana Cedi

Μερικές φορές οι ιδέες ξεφεύγουν από αυτούς που τις γέννησαν κι αποκτούν δική τους ζωή. Ο Simon Kuznets, με την εργασία του ήδη από τη δεκαετία του ’30 πάνω στους εθνικούς απολογισμούς, μπορεί νόμιμα να θεωρηθεί ένας από τους πατέρες των ιδεών του εθνικού εισοδήματος και της λογιστικής της ανάπτυξης. Το 1933 έγραψε:



Η γραμμή που χωρίζει την οικονομική από την μη οικονομική δραστηριότητα αλλάζει από χώρα σε χώρα κι από καιρό σε καιρό.


Αυτό θα μπορούσε να αναγνωστεί σαν προειδοποίηση, με σκοπό την αποθάρρυνση των συγκρίσεων του εθνικού εισοδήματος με το πέρασμα του χρόνου και μεταξύ χωρών που έχουν χαρακτηριστεί από πολύ διαφορετικές οικονομικές δομές. Ωστόσο, χάρη στην απλότητα της χρήσης της, η σύλληψη του εθνικού προϊόντος ή ΑΕΠ υπήρξε κρίσιμη κατά τα τελευταία 70 χρόνια στον καθορισμό ενός παγκόσμιου γνωσιολογικού χώρου όπου η συζήτηση για την ανάπτυξη θα μπορούσε εύκολα να πραγματοποιηθεί και να εδραιώσει μια κοινή γλώσσα χρήσιμη στην αξιολόγηση της απόδοσης διαφορετικών οικονομιών με την πάροδο του χρόνου. Η μονοσήμαντη εικόνα της Αφρικής σαν οικονομική αποτυχία που παρουσιάζουν οι πολιτικοί, οι οικονομολόγοι και οι δημοσιογράφοι σε όλο το ιδεολογικό φάσμα δεν θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή χωρίς την αναφορά στα χαμηλά επίπεδα του μέσου κατά κεφαλή ΑΕΠ και την απογοητευτική του απόδοση στην πάροδο του χρόνου. Μια σημαντική επανεξέταση του ΑΕΠ, καθώς είναι το σημαντικότερο και μοναδικό μέτρο για τη φτώχεια και τον πλούτο παγκοσμίως, είναι χρήσιμο να ξανασκεφτούμε τη φύση και τον ρόλο των οικονομικών στατιστικών. Αυτό το δοκίμιο δείχνει την παραπλανητική φύση αρκετής από την πρόσφατη βιβλιογραφία που ασχολείται με την οικονομική απόδοση της Αφρικής με την πάροδο του χρόνου. Δείχνει πως γίνεται κατάχρηση των δεδομένων στην εμπειρική φιλολογία για την Αφρικανική ανάπτυξη. Ύστερα από την αποκάλυψη κάποιων εκ των υποθέσεων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή επίσημων Αφρικανικών στατιστικών, βγαίνει το συμπέρασμα ότι αυτοί που πραγματικά θέλουν να κατανοήσουν την απόδοση των Αφρικανικών οικονομιών με την πάροδο του χρόνου πρέπει να κάνουν χρήση μιας πιο ταπεινής προσέγγισης, και μεγαλύτερης μεθοδολογικής προσοχής.


Η περισσότερη από τη φιλολογία που αποπειράται να εξηγήσει την οικονομική απόδοση της Αφρικής έχει πάρει το ΑΕΠ όχι μόνο ως σημείο εκκίνησής της, αλλά τον έχει επίσης θεωρήσει ένα καθιερωμένο γεγονός, αντί για ένα προϊόν. Στην ουσία το εθνικό εισόδημα είναι «το αποτέλεσμα πραγματιστικών αποφάσεων στα στατιστικά γραφεία που υπόκειται σε διαθεσιμότητα δεδομένων, οικονομικούς πόρους και πολιτικές οδηγίες». Το να χειριζόμαστε το ΑΕΠ σαν «σκληρή πραγματικότητα» έχει ευρείες συνέπειες για την (περιορισμένη) κατανόησή μας του τρόπου λειτουργίας των Αφρικανικών οικονομικών. Η εφαρμογή εκλεπτυσμένων οικονομετρικών τεχνικών έχει εκμεταλλευτεί την ικανότητα του ΑΕΠ να ταξιδεύει μεταξύ γνωσιολογικών πεδίων, καθιερώνοντας ένα αναλυτικό πλαίσιο στο οποίο η Αφρικανική αποτυχία γίνεται προφανής και αυτοφερόμενη. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής σε γνωσιολογική κι εμπειρική βάση.


Σε σχέση με την προηγούμενη πτυχή, οι φιλόσοφοι της επιστήμης γνωρίζουν καλά ότι «η δημιουργία ενός προτύπου περιλαμβάνει μια επιστημονική σκέψη στην οποία το επιχείρημα δομείται από το πρότυπο, αλλά στο οποίο η εφαρμογή επιτυγχάνεται μέσω μιας αφηγηματικής απεικόνισης προερχόμενης από ένα εξωτερικό δεδομένο, ένα φανταστικό γεγονός, ή μια ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί.» Το αναλυτικό πλαίσιο που χρησιμοποιείται για να εξηγήσει την Αφρικανική οικονομική απόδοση εφαρμόζεται μόνο με τη φαντασίωση του γεγονότος μιας επίμονης κι αργής ανάπτυξης στην Αφρική.


Η παραπλανητική φύση των εκτιμήσεων του εθνικού εισοδήματος για τις Αφρικανικές οικονομίες μπορεί να καθιερωθεί εμπειρικά. Οι τρεις πιο κοινές πηγές αποδεικτικών στοιχείων για την ανάπτυξη και το εισόδημα είναι οι Παγκόσμιοι Δείκτες Ανάπτυξης (World Development Indicators), οι Παγκόσμιοι Πίνακες Penn (Penn World Tables) και τα δεδομένα που έχει συλλέξει ο Angus Maddison. Σε μια άσκηση όπου συγκρίνονται οι υπολογισμοί του εισοδήματος για την Αφρική για το έτος 2000, οι τρεις πηγές συμφωνούν για την ατομική σχετική κατάταξη μιας μονάχα Αφρικανικής οικονομίας, και διαφωνούν για τις περισσότερες – σε μερικές περιπτώσεις με μεγάλη διαφορά.


Ας πάρουμε δυο παραδείγματα. Το 2000 σε ένα δείγμα 42 χωρών, η Γουϊνέα είχε καταταχθεί ως η έβδομη πιο φτωχή οικονομία στην Αφρική σύμφωνα με τον Maddison, ενώ οι Παγκόσμιοι Πίνακες Penn την είχαν μια θέση πίσω από τις δέκα πλουσιότερες Αφρικανικές χώρες. Εντωμεταξύ η Μοζαμβίκη ήταν η όγδοη φτωχότερη χώρα σύμφωνα με τους Δείκτες Παγκόσμιας Ανάπτυξης, αλλά βρισκόταν ανάμεσα στις δώδεκα πλουσιότερες οικονομίες στο σύνολο δεδομένων του Maddison. Η μέση διαφοροποίηση στην κατάταξη των οικονομιών όλου του δείγματος ήταν επτά θέσεις.


Τι γίνεται με τις αναπτυξιακές στατιστικές με την πάροδο του χρόνου; Η εικόνα που προκύπτει από μια σύγκριση των μέσων τιμών ανάπτυξης από τη δεκαετία του ’60 μέχρι τη δεκαετία του ’90 για την Μποτσουάνα, την Κένυα, την Τανζανία και τη Ζάμπια είναι ζοφερή. Όχι εξαιτίας των χαμηλών μέσων τιμών ανάπτυξης, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά λόγω της τεράστιας ασυμφωνίας μεταξύ των τριών πηγών. Ύστερα από μια σύγκριση των διαθέσιμων στοιχείων προκύπτει η ερώτηση: Όντως η Μποτσουάνα και η Τανζανία μοιράζονταν παρόμοιες (και σχετικά υψηλές) τιμές ανάπτυξης στα πρώτα πέντε χρόνια ύστερα από την ανεξαρτησία, όπως υποννοούσαν οι Παγκόσμιοι Πίνακες Penn; Ή υπήρχε ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ των αποδόσεων αυτών των δυο, όπως φαίνεται στις στατιστικές του Maddison; Σε αυτό το σημείο οι ελλείψεις μιας ανάλυσης βασισμένης στις μέσες τιμές ανάπτυξης, σαν αυτή που χαρακτηρίζει την περισσότερη εμπειρική φιλολογία για την ανάπτυξη των Αφρικανικών οικονομιών, είναι αρκετά φανερές. Στην πραγματικότητα αυτή η μεθοδολογία αποτυγχάνει να λάβει υπόψη της την επεισοδιακή φύση της Αφρικάνικης ανάπτυξης, που παραμένει το βασικότερο χαρακτηριστικό της. Ανάμεσα στους σημαντικότερους λόγους γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί η κυριαρχία του γεωργικού τομέα, που κάνει το εισόδημα ιδιάτερα εξαρτημένο από τις διακυμάνσεις του καιρού και την κακή ποιότητα των στατιστικών που παράγονται από τις Αφρικανικές κυβερνήσεις. Η τελευταία πτυχή απλά έχει αγνοηθεί στη φιλολογία της εμπειρικής ανάπτυξης, αλλά μια κρίσιμη επαναξιολόγηση του ρόλου του ΑΕΠ για το πώς επηρεάζει την αντίληψή μας της Αφρικανικής οικονομικής απόδοσης δεν μπορεί να αποφευχθεί.


Η κακή ποιότητα των δεδομένων που έχουν χρησιμοποιηθεί για να υπολογιστεί με ακρίβεια το ΑΕΠ έχει ρίζες στην ταραγμένη ιστορία των εθνικών απολογισμών στην Αφρική. Οι πρωτοπόρες στην εθνική λογιστική κυβερνήσεις ήταν εκείνες στις οποίες η κοινότητα των λευκών αποίκων ήταν η ισχυρότερη: η Νότια Αφρική το 1945, την οποία σύντομα ακολούθησε η Νότια Ροδεσία (Ζιμπάμπουε) και η Βόρεια Ροδεσία (Ζάμπια) το 1949. Οι απολογισμοί που παρήχθησαν εκείνη την περίοδο αντανακλούσαν τις ανάγκες της Αυτοκρατορίας: η μεγαλύτερη έμφαση είχε δοθεί στο εμπορικό ισοζύγιο και την συνεισφορά των λευκών αποίκων στην οικονομία∙ λίγος χώρος υπήρχε για τους Αφρικανούς παραγωγούς.


Στη δεκαετία του ’50, όταν η Αυτοκρατορία ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης κι ένα «αναπτυξιακό» πλαίσιο είχε αναδυθεί μέσα από το Υπουργείο Αποικιών, οι κατανοητές οικονομικές στατιστικές για να ενημερώνεται η χάραξη πολιτικής είχαν θεωρηθεί ολοένα και πιο σημαντικές. Σε πολλές περιπτώσεις περίπλοκα θρεωρητικά πλαίσια είχαν αποδειχτεί ελάχιστα χρήσιμα, όπως στην περίπτωση της Νιγηρίας. Οι πρώτοι υπολογισμοί του εθνικού εισοδήματος της Νιγηρίας (1952-1953) σκόπευαν σ’ έναν υπολογισμό που ήταν αποτέλεσμα της θεωρητικά έγκυρης χρήσης των προσεγγίσεων της παραγωγής, εξόδων και εσόδων για την ελαχιστοποίηση λαθών. Στην ουσία 86% του συνολικού εισοδήματος είχε αναφερθεί σαν «αταξινόμητα έσοδα».


Το 1960 χαιρετίστηκε σαν το έτος της Αφρικανικής ανεξαρτησίας: εκείνη τη χρονιά δεκαεπτά χώρες κατά μήκος της Μαύρης Ηπείρου κατόρθωσαν να ανεξαρτητοποιηθούν από την Ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Αυτό σηματοδότησε την έναρξη της αναζήτησης της οικονομικής ανάπτυξης κι αξιοποιήσης. Υπήρχε μια αυξανόμενη συναίνεση για τον κρίσιμο ρόλο των οικονομικών στατιστικών ώστε να ενημερώνουν για τις σωστές πολιτικές αποφάσεις. Σε μια εποχή σχετικής παγκόσμιας ευημερίας κι αισιοδοξίας σχετικά με το μέλλον των Αφρικανικών οικονομιών, η επέκταση του κρατικού τομέα συνοδευόταν από μια αξιόλογη αύξηση και στην ποιότητα και την ποσότητα των Αφρικανικών εθνικών απολογισμών, ακολουθώντας την ίδρυση και παγίωση των εθνικών στατιστικών γραφείων.


Δυστυχώς, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 αυτή η λαμπρή φάση είχε ήδη περάσει: πολλά Αφρικανικά κράτη βίωσαν δριμύες οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες. Η Ζάμπια σταμάτησε να εκδίσει την ετήσια Οικονομική Έρευνα το 1985 εξαιτίας της έλλειψης οικονομικών πόρων και ειδικευμένου προσωπικού. Οι δεκαετίες του ’80 και του ’90, στις οποίες συχνά αναφέρονται σαν οι «χαμένες δεκαετίες» για την απογοητευτική απόδοσή τους στην ανάπτυξη, ήταν πράγματι χαμένες ως προς τον εθνικό απολογισμό. Αυτή η έλλειψη εμπειρικών αποδείξεων, πιο εντυπωσιακή όταν συγκρίνεται με την εμπειρία του ’60, κάνει μια αξιολόγηση των πολιτικών «δομικής προσαρμογής» που εφαρμόστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ακόμη πιο δύσκολη. Στην πραγματικότητα το κύμα ιδιωτικοποίησης και φιλελευθεροποίησης αποδυνάμωσε τον κυβερνητικό τομέα και ταυτόχρονα όξυνε την ικανότητά μας να αξιολογήσουμε την επίσημη αλλαγή των Αφρικανικών οικονομιών στην πάροδο του χρόνου. Υπάρχει μια ριζοσπαστική ασυνέχεια στις μεθόδους που έχουν υιοθετηθεί για τον υπολογισμό του ΑΕΠ και τη μειωμένη κάλυψη της οικονομίας από στατιστικά γραφεία από τότε που εφαρμόστηκαν αυτές οι πολιτικές ελεύθερης αγοράς.


Η πιο σημαντική πρόκληση που αντιμετώπισαν τα τελευταία πενήντα χρόνια οι Αφρικανικές κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί στο χτίσιμο αξιόπιστων απολογισμών είχε προέλθει από τον αποκαλούμενο ανεπίσημο τομέα, ή τομέα επιβίωσης. Η ουσία αυτών των οικονομικών δραστηριοτήτων είναι ότι οι περισσότερες δεν έχουν καταγραφεί. Μην έχοντας τα δεδομένα και τους οικονομικούς πόρους για να τα συλλέξουμε, ο κοινότερος τρόπος αντιμετώπισης αυτού του ζητήματος ήταν να στηριχτούμε σε υποθέσεις ή προβολές. Η πιο κοινή υπόθεση δηλώνει ότι η ανάπτυξη του «ανεπίσημου» τομέα είναι ανάλογη της ανάπτυξης του αγροτικού πληθυσμού. Αλλά πόσο αξιόπιστα είναι τα δεδομένα για τον Αφρικανικό πληθυσμό; Όχι και τόσο, είναι η μια λογική απάντηση. Τα κίνητρα για υπό ή υπέρ αναφορές είναι ισχυρά. Τα στοιχεία για τον πληθυσμό χρησιμοποιούνται για λόγους φορολόγησης καθώς και για να σχηματίσουν τη βάση για δημοσιονομική δαπάνη κι εκλογές. Η περίπτωση της Νιγηρίας είναι διάσημη ως προς αυτό. Μια σύγκριση των αποτελεσμάτων των διαφορετικών απογραφών που διεξήχθησαν θέτει σε αμφισβήτηση τη συνέπεια των δεδομένων με την πάροδο του χρόνου. Η δύναμη των πολιτικών πρωτοβουλιών εκτίθεται ξεκάθαρα συγκρίνοντας την τελευταία αποικιοκρατική απογραφή με την πρώτη μετα-αποικιακή, η οποία απέφερε απίθανα υψηλή ανάπτυξη. Ένα σημαντικό μερίδιο του Νιγηριανού πληθυσμού που μετρήθηκε συνειδητοποίησε ότι τα δεδομένα που είχαν χρησιμοποιηθεί νωρίτερα για φορολόγηση, μετά την ανεξαρτησία θα ήταν η βάση για κοινωνική δαπάνη κι εκλογές.
Ακόμη κι αν παραμερίσουμε τα προβλήματα της αντιμετώπισης του ανεπίσημου τομέα, το γεγονός ότι ο πληθυσμός είναι ένα από τα δύο συστατικά των πραγματικών υπολογισμών του κατά κεφαλήν εισοδήματος, μας λέει πως το να θεωρήσουμε ότι το εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα σα γεγονός είναι σοβαρό σφάλμα. Η μέτρηση του ΑΕΠ δεν είναι μια τεχνοκρατική άσκηση μέτρησης που πραγματοποιείται στο κενό: είναι λοιπόν πιο αρμόζον να παρουσιάζεται το ΑΕΠ σαν το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης διαφορετικών δυνάμεων που προσπαθούν να επιδιώξουν διαφορετικούς σκοπούς.


Συνεπάγεται έτσι ότι μια μελέτη της οικονομικής ανάπτυξης στην Αφρική δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο σε δεδομένα χωρίς μια σοβαρή μελέτη των στατιστικών μεθόδων που εφαρμόζονται από τις Αφρικανικές κυβερνήσεις, και μια απόπειρα να γίνει κατανοητή η πολιτική φύση των οικονομικών στατιστικών. Η πρόκληση που αντιμετωπίζουν όλοι αυτοί που επιθυμούν να κατανοήσουν την εξέλιξη των Αφρικανικών οικονομιών στην πάροδο του χρόνου έχει τις ρίζες της στην ιστορία, αλλά είναι και θέμα μιας τρέχουσας επείγουσας ανάγκης. Ένα πολύ πρόσφατο παράδειγμα έρχεται από τη Γκάνα. Στις 5 Νοεμβρίου 2010, οι Στατιστικές Υπηρεσίες της Γκάνα δήλωσαν ότι το ΑΕΠ της Γκάνα δεν ήταν $15.7 δισεκατομμύρια δολλάρια όπως είχε προδηλωθεί, αλλά μάλλον $25.6 δις δολλάρια, και ότι ο λόγος για την προς τα άνω προσαρμογή έως και 63% ήταν μια τεχνική αναθεώρηση του τρόπου υπολογισμού του ΑΕΠ και μια βελτίωση των διαθέσιμων δεδομένων. Εν μια νυκτί η Γκάνα μετακίνηθηκε από τη θέση της οικονομίας χαμηλού εισοδήματος σε οικονομία μέσου εισοδήματος.


Το μάθημα που κρύβεται κάτω από αυτά είναι ένα κάλεσμα για ταπεινότητα και μεθοδολογική επίγνωση: ίσως αν περιορίσουμε το αντικείμενο της έρευνας σε συνδυασμό με μια καλύτερη χρήση των διαθέσιμων ιστορικών πηγών, να είναι ο μόνος τρόπος να επιτύχουμε μια καλύτερη κατανόηση της Αφρικανικής οικονομικής απόδοσης στην πάροδο του χρόνου.


Αναφορές


-Easterly, W. (2001) ‘The Lost Decades: Developing Countries’ Stagnation in Spite of Policy Reform, 1980-1988’ στο Journal of Economic Growth, 6:2, 135-157

- Jerven, M. (2009) ‘The Quest for the African Dummy: Explaining African Post-Colonial Economic Performance Revisited’ in Journal of International Development, διαθέσιμο στο http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1002/jid.1603/pdf

-Jerven, M. (2010a) ‘The Relativity of Poverty and Income: How Reliable are African Economic Statistics?’ στο African Affairs,109/434, 77-96

-Jerven, M. (2010b) ‘Users and Producers of African Income: Measuring the Progress of African Economies’ Simons Papers in Security and Development, No. 7/2010, School for International Studies, Simon Fraser University, διαθέσιμο στο http://www.sfu.ca/internationalstudies/PDFs/WP7.pdf

-Jerven, M. (2010c) ‘Random Growth in Africa? Lessons from an Evaluation of the Growth Evidence on Botswana, Kenya, Tanzania and Zambia, 1965-1995’ in Journal of Development Studies, 46, 2, 274-294.

-Jerven, M. (2010d) ‘Controversy, Facts and Assumptions: Lessons from Estimating Long Term Growth in Nigeria, 1900-2007’, υπό έκδοση

-Morgan, M. S. (1997)‘Models, stories and the economic world’ in Journal of Economic Methodology, 8, 3, 361-384

-Speich, D. (2008) ‘Travelling with GDP through early development economics history’ Working Papers on the Nature of Evidence: How Well do ‘Facts’Travel? No. 33 Department of Economic History, London School of Economics, διαθέσιμο στο http://www2.lse.ac.uk/economicHistory/pdf/FACTSPDF/HowWellDoFactsTravelWP.aspx




Αφιέρωμα: οικονομικές στατιστικές
Ετικέτες: , , , , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε