ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Chris Brown – Εταιρική κοινωνική ευθύνη: Η επέκταση της αγοράς προτεινόμενη ως διαφάνεια


Διαμαρτυρία ενάντια στην POSCO στην επαρχία Jagatsinghpur

Μολονότι η τωρινή εστίαση των μίντια στο WikiLeaks έχει φέρει την έννοια της διαφάνειας στο προσκήνιο, η σημασία της στο πεδίο της εταιρικής διακυβέρνησης διακηρυχτεί εδώ και καιρό. Αν πάρουμε γεγονότα όπως η πετρελαϊκή καταστροφή Exxon/Valdez του 1989, η έκθεση της εργασίας σε κάτεργα με τη χρήση ρούχων με δημοφιλείς μάρκες όπως η Nike και η εκτέλεση του Ken Saro Wiwa και οκτώ ανθρώπων του Ογκόνι το 1995 επειδή διαμαρτυρήθηκαν για την περβαλλοντική υποβάθμιση που προκάλεσε η Shell Oil στο Δέλτα του Νίγηρος. Ως απάντηση σε τέτοια παραδείγματα εταιρικής αμέλειας, προωθήθηκε η έννοια της corporate social responsibility (CSR), της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, που θεωρείται συχνά ως αναγνώριση από την πλευρά των εταιριών ότι οι ευθύνες τους υπερβαίνουν τα κέρδη και περιλαμβάνουν τις τοπικές κοινότητες και το περιβάλλον κι ότι υπάρχει καλύτερη εγγύηση γι’ αυτές τθς ευθύνες μέσω ενός αυξημένου επίπεδου δημόσιου έλεγχου. Μολονότι η έννοια της CSR έχει αποσπάσει ένα ουσιαστικό επίπεδο υποστήριξης από την εταιρική κοινότητα, παραμένουν σημαντικά προβλήματα που γίνονται κατανοητά μέσα από έννοιες κλειδιά όπως η διαφάνεια, η οποία δημιουργεί μια ευρεία ανακολουθία μεταξύ των εταιρικών ισχυρισμών και της τοπικής πραγματικότητας, συνήθως σε μέρη που είναι μακριά από το δημόσιο βλέμμα.


Στο κρατίδιο της Ορίσσα, στην ανατολική Ινδία, υπογράφηκε το 2005 ένα μνημόνιο κατανόησης ανάμεσα στην κορεατική εταιρία εξόρυξης μεταλλευμάτων POSCO και την κρατική κυβέρνηση για μια επιχείρηση χάλυβα 12 δις δολαρίων, τη μεγαλύτερη άμεση ξένη επένδυση στην ιστορία της Ινδίας. Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη σχολή σκέψης που κυριαρχεί στην ινδική οικονομία, μετά τις μεταρρυθμίσεις στην ελεύθερη αγορά στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το πρόγραμμα “θα φέρει ευημερία και ευμάρεια στο λαό της”. Παρομοίως, η POSCO ισχυρίζεται ότι έχει δεσμευτεί “να εργαστεί για την ευημερία του λαού της Ορίσσα”, υπογραμμίζοντας την πίστη της στην “αμοιβαία ανάπτυξη μαζί με τις κοινότητες και την κοινωνία, μέσω συνεχών πρωτοβουλιών εταιρικής κοινωνικής ευθύνης”. Πράγματι, με ένα ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης γύρω στο 8%, μια σταθερά αυξανόμενη καταναλωτική τάξη και τις ξένες επενδύσεις σε άνοδο, αυτό το είδος εταιρικής φιλική προς την οικονομία θαυματουργής εικόνας μεταδίδεται συνεχώς στα βραδυνά δελτία ειδήσεων και τις καθημερινές εφημερίδες σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. “Η Ινδία ισορροπεί…για να αναδυθεί στην κορφή της ομάδας της παγκόσμιας οικονομικής υπερδύναμης μέχρι το 2030″, ανέφεραν οι Hindustan Times, το επίπεδο “εμπιστοσύνης ανάμεσα στους δημιουργούς πλούτου της χώρας είναι πολύ υψηλό”.


Πολύ λιγότερης προσοχής τυγχάνει, ωστόσο, η άλλη όψη αυτής της αρπακτικής οικονομικής δραστηριότητας, η πραγματικότητα των αγροτικών χωριών της Ινδίας όπου λαμβάνει χώρα η εκμετάλλευση των πόρων. Διάσπαρτοι στην ινδική ύπαιθρο βρίσκονται έξι θύλακες αντίστασης και αμφισβήτησης για την παρουσία των πολυεθνικών εξορυκτικών εταιριών και τον τρόπο με τον οποίον επιχειρούν. Ένας τέτοιος θύλακας είναι το Dhinkia Village, στην επαρχία Jagatsinghpur της Ορίσσα, όπου θα ξεκινήσει το πρόγραμμα της POSCO. Εδώ η τοπική κοινότητα έχει έναν μακρύ κατάλογο παραπόνων που δεν συνάδουν με την κυβερνητική και εταιρική εκδοχή για ανάπτυξη, μοντερνισμό και ευημερία. Πρωταρχική θέση σε αυτόν τον προβληματισμό έχει ο τρόπος με τον οποίον η τοπική γεωργική οικονομία, που βασίζεται στο ινδοκάρυδο, το ανακάρδιο και το ψάρι θα καταστραφεί εντελώς με την προώθηση του προγράμματος. Πράγματι, σύμφωνα με τον Sisir Mohapatra, αρχηγό του χωριού και επικεφαλής του κινήματος διαμαρτυρίας, αυτή η τοπική οικονομία φτάνει στα 50 κρορ ετησίως και διασφαλίζει θέσεις εργασίας για όλη την κοινότητα,[1] γεγονός που μοιάζουν να αγνοούν εντελώς η POSCO και η κρατική κυβέρνηση, εμμμένοντας στην απόφασή τους να εφαρμόσουν το δικό τους πρότυπο “ανάπτυξης”.


Το χάσμα ανάμεσα στην εικόνα του συντρόφου/ συντονιστή ανάπτυξης που προβάλλει η POSCO και την τοπική καταστροφή και εκμετάλλευση που περιγράφει ο Mohapatra δείχνει ότι το παράδειγμα της CSR είναι σε μεγάλο βαθμό άνευ νοήματος σε ό,τι αφορά την ευθύνη των εταιριών στα βασικά ζητήματα της δικαιοσύνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μια τέτοια κατάσταση, υποστηρίζω, πηγάζει από τον τρόπο με τον οποίο η σημερινή έννοια της CSR δρα σε αυτό που λέγεται ʺθετική αναφοράʺ, όπου ζητείται από τις εταιρίες ή επιλέγουν οι ίδιες να τεκμηριώσουν απλώς την “ανάπτυξη” ή την “πρόοδό” τους χωρίς να είναι υποχρεωμένες να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους ή να αντιμετωπίσουν τις αρνητικές πραγματικότητες που συνδέονται με τις επιχειρήσεις τους.[2] Μεμονωμένες εταιρίες όπως η POSCO έχουν καθιερώσει ένα σταθερό πρότυπο δέσμευσης με τη θετική διαδικασία αναφοράς, συνήθως μέσω της παραγωγής ιστότοπων φιλικών στον επενδυτή, ετήσιων “αναφορών βιωσιμότητας” και συνεντεύξεων τύπου. Πράγματι, επισκεπτόμενοι τον ιστότοπο της POSCO-India οι έξυπνοι επενδυτές του ίντερνετ που ερευνούν την εταιρία βρίσκουν μια γενναιόδωρη περιγραφή του προγράμματος που έχει σχεδιαστεί για την Ορίσσα. “Η POSCO-India εργάζεται συνεχώς για την καθιέρωση διαφανών διασυνδέσεων, διαρκούς εποπτείας και στήριξης για την ήπια εφαρμογή ευκολιών αποκατάστασης και επανεγκατάστασης” και “θα κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια για να παράσχει στους ντόπιους που επηρεάζονται άμεσα και έμμεσα από το πρόγραμμα μια καλύτερη ζωή για αύριο”.


Η εύκολη πρόσβαση που δίνουν οι εταιρίες στα μέσα επικοινωνίας είναι σημαντική, καθώς επιτρέπουν σε ισχυρές εταιρίες όπως η POSCO να κάνουν επιθετικές εκστρατείες δημοσίων σχέσεων, σε μια προσπάθεια να έχουν την πρωτοβουλία στη μάχη της κοινής γνώμης. Ωστόσο, μια τέτοια διαδικασία αποκαλύπτει ότι η POSCO νοιάζεται να φαίνεται ότι κάνει καλό, αντί να δεσμεύεται ότι κάνει καλό. Αυτό είναι εμφανές σε σχέση με τα διαδικαστικά δικαιώματα των κοινοτήτων που επηρεάζονται, όπως η δυνατότητά τους να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ενώ η POSCO ισχυρίζεται πως “καθιερώνει διαφανείς διασυνδέσεις” ο Sisir Mohapatra τονίζει ότι το μνημονιο κατανόησης του 2005 υπογράφηκε πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε διαβούλευση με την τοπική κοινότητα.[3] Καθώς τους στέρησαν την ευκαιρία να συμμετάσχουν επισήμως στη διαδικασία, χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους σε μια προσπάθεια να ακουστούν οι φωνές τους και, μεταξύ άλλων, κατάφεραν να εμποδίσουν την είσοδο οποιουδήποτε επίσημου της POSCO σε τρία από τα εννιά χωριά που μετέχουν στο πρόγραμμα.[4] Σε αντίδραση σε αυτές τις δημόσιες διαμαρτυρίες, η κυβέρνηση έστειλε τουλάχιστον τρεις φορές παραστρατιωτικές δυνάμεις ή αστυνομικούς για να εκφοβίσουν, να παρενοχλήσουν και να επιτεθούν στους διαδηλωτές και τον Μάιο του 2010 άνοιξε πυρ εναντίον μιας ειρηνικής διαδήλωσης, τραυματίζοντας περισσότερους από 200 ανθρώπους.[5] Τον Νοέμβριο του 2010, δυο χωρικοί έδειξαν τις πληγές που είχαν στην πλάτη και το μέτωπο και μίλησαν για τις απειλές, την παρενόχληση και τον εκφοβισμό που υπέστησαν τη νύχτα εξαιτίας της αντίθεσής τους στο πρόγραμμα.[6] Ερωτηθείς κατά πόσον η POSCO επιθυμεί να εργάζεται για μια κυβέρνηση που χρησιμοποιεί βία στους πολίτες της απλώς και μόνο επειδή ασκούν το δημοκρατικό δικαίωμά τους να διαμαρτύρονται, ο Γενικός Διευθυντής Ανθρώπινων Πόρων, Διοίκησης, Επανεγκατάστασης και Αποκατάστασης της POSCO δεν έδειξε να προβληματίζεται και ισχυρίστηκε ότι η “κυβέρνηση ενήργησε με τη μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης”.[7]


Παρομοίως, ο ισχυρισμός της POSCO ότι βοηθά τις συγκεκριμένες κοινότητες να αποκτήσουν μια “καλύτερη ζωή αύριο” αμφισβητήθηκε από τους τοπικούς ηγέτες και πολλές διεθνείς μη κυβερνητικές και ερευνητικές οργανώσεις. Για παράδειγμα, το Mining Zone People’s Solidarity Group (MZPSG), Ομάδα Αλληλεγγύης στους Ανθρώπους της Εξορυκτικής Ζώνης, έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι 22.000 άνθρωποι πρόκειται να εκτοπιστούν εξαιτίας του προγράμματος.[8] Σε αντίθεση με τα γενναιόδωρα φορολογικά κίνητρα και τις επιδοτήσεις νερού που υποσχέθηκε στην POSCO, η κυβέρνηση πρότεινε σ’ εκείνους που πρόκειται να εκτοπιστούν την εφάπαξ πληρωμή περίπου του ενός τετάρτου από τα ετήσια κέρδη τους από την καλλιέργεια ινδοκάρυδου.[9] Δεν υπάρχει όμως καμιά αναφορά στα έγγραφα για αποζημιώσεις των 20.000-25.000 ανθρώπων που βασίζονται στα νερά για ψάρεμα που θα χαθούν.[10] Επιπλέον, η POSCO ισχυρίστηκε ότι το πρόγραμμα θα παράσχει 48.000 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας κάθε χρόνο, ωστόσο η αναφορά της MZPSG τονίζει ότι ο αριθμός αυτός είναι πολύ υπερβολικός κι ότι ακόμη κι αν ήταν ακριβής δεν θα μπορούσε να αντισταθμίσει τον αριθμό εκείνων που η διαβίωσή τους θα καταστραφεί από το πρόγραμμα.[11] Πράγματι, ακόμη και οι θέσεις εργασίας που θα είναι διαθέσιμες, θα απαιτούν δεξιότητες, εμπειρία και προσόντα που πολλές από τις κοινότητες αυτές δεν έχουν, πράγμα που σημαίνει ότι οι περισσότερες από αυτές τις θέσεις εργασίας θα δοθούν σε ξένο προσωπικό.[12]


Όπως δείχνουν αυτά τα παραδείγματα, η τρέχουσα έννοια της CSR μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματική σε ό,τι αφορά τη δημιουργία μιας θετικής εταιρικής εικόνας, έχει κάνει όμως ελάχιστα πράγματα για τη βελτίωση της επιχειρηματικής ηθικής. Πράγματι, μια ανάλυση για το πώς αντιλαμβάνονται οι επιχειρηματικές κοινότητες την έννοια της CSR αποκαλύπτει πως δεν την έχουν καλωσορίσει και επευφημίσει για τις ηθικές εφαρμογές της, αλλά για την ικανότητά της να προστατεύει και ενδεχομένως να βελτιώνει τη θέση τους στην αγορά. Για παράδειγμα, το World Business Council for Sustainable Development (WBCSD), αρνείται να παράσχει έναν γενικό ορισμό της CSR, παρέχει όμως επτά κεντρικές αξίες που πιστεύει ότι αποτελούν την πρακτική της CSR, συμπεριλαμβανομένων των “ανθρώπινων δικαιωμάτων, δικαιωμάτων των εργαζομένων, περιβαλλοντικής προστασίας, κοινοτικής συμμετοχής, σχέσεις προμήθειας, εποπτείας και δικαιωμάτων των μερών”. Είναι σημαντικό ωστόσο ότι καθιστά σαφές πως συνιστάται στις επιχειρήσεις να ανταποκρίνονται σε αυτά τα ζητήματα, καθώς διαφορετικά μπορούν να οδηγηθούν σε αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα όπως “μποϋκοτάζ των καταναλωτών, πρόσθετες δαπάνες για την επανόρθωση παλιών σφαλμάτων, εμπόδια στη συγκέντρωση χρημάτων και στις ασφάλειες (και) επιθέσεις σε σταθερά περιουσιακά στοιχεία όπως γεωργικές εκτάσεις και κτίρια”.


Δίνοντας αλλού την έμφαση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ορίσει την CSR ως “έννοια σύμφωνα με την οποία οι εταιρίες εντάσσουν κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανησυχίες στις επιχειρήσεις τους και στη διασύνδεσή τους με τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη σε εθελοντική βάση”. Η συμπερίληψη του εθελοντισμού σε αυτό τον ορισμό είναι καίρια, καθώς αναφέρεται στη σταθερή εταιρική αντίσταση στην εξέλιξη της νομοθεσίας που η επιχειρηματική κοινότητα βλέπει ως περικοπή στην ικανότητά της να δημιουργήσει μέγιστα κέρδη. Πράγματι, αυτή η αντίσταση έχει εδώ και καιρό ενισχύσει το πρότυπο της CSR, όπως δείχνει το επιχείρημα των προγραμμάτων εξόρυξης, ορυκτών και βιώσιμης ανάπτυξης, Mining, Minerals and Sustainable Development (MMSD), ότι οι εταιρίες μπορούν να δημιουργήσουν καλύτερους συνεταιρισμούς εκτός των κυβερνητικών κανονισμών, που προσφέρουν καλύτερα αποτελέσματα σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον.


Ένα προσωρινό στρατόπεδο που οργανώθηκε και κατασκευάστηκε από την POSCO και βρίσκεται ακριβώς έξω από το Dhinkia Village, αμφισβητεί ευθέως αυτή την υπόθεση του προγράμματος MMSD. Εδώ, μια ομάδα χωρικών που εκδιώχτηκαν από τον Sisir Mohapatra και τους υποστηρικτές του επειδή υποστήριξαν την εταιρία και το πρόγραμμά της, ζουν σε καταλύμματα που τους παρέχει η POSCO. Σε αντάλλαγμα των σπιτιών και της διαβίωσής τους, αυτά τα μέλη της κοινότητας δέχτηκαν τις αποζημιώσεις που τους πρόσφερε η POSCO, όπως μεταξύ άλλων στέγη και υπόσχεση για απασχόληση με την έναρξη του προγράμματος.[13] Η επίσκεψή μου στο στρατόπεδο αποκάλυψε ωστόσο ότι η στέγη που παρέχει η POSCO είναι μικρές καλύβες, οι περισσότερες με τρύπες και διαρροές στη στέγη. Πουθενά στις εγκαταστάσεις δεν έχει προβλεφτεί περίθαλψη ή εκπαίδευση για τα 70 παιδιά που ζουν εκεί, παρά τις υποσχέσεις πως θα υπήρχε σχολείο και δάσκαλος.[14]


Πέρα απ’ αυτό το συγκεκριμένο παράδειγμα, όμως, παραμένουν σοβαρά ερωτήματα για την ικανότητα των συνεταιρισμών και των διαπραγματεύσεων ʺεκτός κυβερνητικών κανονισμώνʺ να επιτυγχάνουν ένα δίκαιο αποτέλεσμα για τις περιθωριοποιημένες κοινότητες. Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου γίνεται πραγματική διαπραγμάτευση, μια τέτοια προσέγγιση στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι εγγενώς προβληματική, καθώς θέτει σε αμφισβήτηση και περιθωριοποιεί αυτά τα δικαιώματα, λέγοντας ότι μπορούν να τροποποιηθούν εάν η τιμή είναι καλή. Ο ισχυρισμός ότι οι τοπικές κοινότητες και συνεταρισμοί μπορούν να φτάσουν σε αμοιβαία αποδεκτά συμπεράσματα μέσω επικοινωνίας και όχι μέσω κυβερνητικής απόφασης εμπεριέχει την υπόθεση ότι όλα τα μέρη θα έχουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ίσο επίπεδο εξουσίας και γνώσης. Η υπόθεση αυτή τίθεται εύκολα σε αμφιβήτηση στην περίπτωση της POSCO, όπου η πρώτη δημόσια ακρόαση για το πρόγραμμα έγινε περίπου δυο χρόνια μετά την υπογραφή του μνημονίου κατανόησης.[15] Επιπλέον, η τοποθεσία που επιλέχτηκε γι’ αυτή την ακρόαση ήταν ένα χωριό 15-20 μακριά από τις κοινότητες που πρόκειται να επηρεαστούν, πράγμα που σημαίνει ότι όποιος ήθελε να πάει έπρεπε να χάσει ένα μεροκάματο σε χρόνο μεταφοράς και κόστη.[16]


Για να διορθωθούν τα ζητήματα που αναλύσαμε πιο πάνω, ο Timothy Clark πρότεινε να στρέψει η διεθνής κοινότητα το ενδιαφέρον της στην ιδέα μιας Εταιρικής Κοινωνικής Ανευθυνότητας (Corporate Social Irresponsibility- CsiR), όπου οι εταιρίες θα υποχρεώνονται να τεκμηριώνουν όχι αυτά που έχουν κάνει αλλά αυτά που δεν έχουν κάνει.[17] Αντί να διευκολύνει τον τρέχοντα και συχνά απατηλό εταιρικό κομπασμό που επιτυγχάνεται εύκολα από οποιαδήποτε λογική ομάδα μάρκετινγκ, η CsiR επικεντρώνεται στις επιζήμιες αλλά αντιμετωπίσιμες πτυχές της επιχειρηματικής συμπεριφοράς, ακολουθώντας μια προσέγγιση του τύπου ʺκάνε ζημιάʺ που απαιτεί εταιρικές εγγυήσεις ότι τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα θα γίνουν δεκτά. Είναι σημαντικό ότι μια τέτοια προσέγγιση καθιστά αυτά τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα αδιαπραγμάτευτα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των εταιρικών διεκδικήσεων και κινήτρων.


Εφαρμοσμένη στο πρόγραμμα της POSCO, μια μεταστροφή προς την CsiR θα έστρεφε την προσοχή της διεθνούς κοινότητας από τις ʺεκθέσεις βιωσιμότηταςʺ της POSCO στα πιο βασικά ζητήματα του εκτοπισμού, της φτώχιας και της συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Οι ισχυρισμοί για τη δημιουργία 47.000 θέσεων εργασιών θα έχαναν τη νομιμοποίηση τους, εκτός κι αν είχε εξασφαλιστεί η βιώσιμη διαβίωση κάθε μέλους της κοινότητας του Dhinkia Village. Παρομοίως, το επιχείρημα της POSCO ότι καθιερώνει διαφανείς διασυνδέσεις θα ετίθετο σε αμφισβήτηση, εκτός κι αν αποδείκνυε ότι έχει δρομολογήσει διαδικασίες πραγματικής διαβούλευσης κι ότι οι απόψεις της κοινότητας έχουν καταγραφεί με ακρίβεια, έχουν αποτιμηθεί και μεταφερθεί στις αρχές λήψης αποφάσεων. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η CsiR ρίχνειεπιτυχώς το μπαλάκι στις εταιρίες να αποδείξουν την ηθική πρακτική τους, αντί να πρέπει οι τοπικές κοινότητες να αποδείξουν πώς τα ανθρώπινα δικαιώματά τους παραβιάστηκαν. Θα χρειαστεί κάποιο διάστημα βέβαια μέχρι αυτή η αλλαγή να ισοφαρίσει τη διαφορά εξουσίας ανάμεσα στις εταιρίες και τις τοπικές κοινότητες σε ό,τι αφορά τα προγράμματα. Η απουσία διαδικασίας πραγματικής διαβούλευσης, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αίσθηση ότι οι διαματυρίες αγνοούνται εντελώς και η αντίθεση της τοπικής κοινότητας, που πηγάζει από την απογοήτευση, μπορεί να εξελιχθεί σε ένοπλη διαμάχη εάν αυτά τα ζητήματα δεν αντιμετωπιστούν- όπως συμβαίνει στη διαμάχη Maoist/Naxalite που μαίνεται σε αυτό το μέρος της Ινδίας για βασικά ζητήματα αδικίας που συνδέονται συχνά με την εταιρική δραστηριότητα. Πράγματι, αυτή η αίσθηση απογοήτευσης και θυμού μπορεί να αποδοθεί κατά κάποιο τρόπο στην ευκολία με την οποία το τρέχον παράδειγμα CSR αψηφά ή θάβει γνήσιες τοπικές ανησυχίες.


Σημειώσεις

[1] Mohapatra, Sisir, Posco Pratirodh Sangram Samiti, συνέντευξη στον συγγραφέα, Οκτώβριος 2010.

[2] Clark, Timothy, S, What CSR is not: Corporate Social Irresponsibility (George Washington University, Ιούνιος 2008).

[3] Mohapatra, Sisir, Posco Pratirodh Sangram Samiti, συνέντευξη στον συγγραφέα, Οκτώβριος 2010.

[4] Οπ.π.

[5] Mining Zone People’s Solidarity Group, Iron and Steal: The POSCO India Story, σ. 2, στο http://miningzone.org/campaigns/posco/iron-and-steal

[6] Swain, Rjay & Das, Bhagaban, συνέντευξη στον συγγραφέα, Οκτώβριος 2010.

[7] Mahapatra, Saroj, POSCO India, συνέντευξη στον συγγραφέα, Οκτώβριος 2010.

[8] Mining Zone People’s Solidarity Group, Iron and Steal, σ. 6.

[9] Οπ.π., σσ. i-ii.

[10] Οπ.π., σ. ii.

[11] Οπ.π., σσ. 40-47.

[12] Οπ.π., σ. 11.

[13] Mohanty, Prafula, συνέντευξη στον συγγραφέα, Οκτώβριος 2010.

[14]Muduli, Prahlad, συνέντευξη στον συγγραφέα, Οκτώβριος 2010.

[15] Mining Zone People’s Solidarity Group, Iron and Steal, σ. 5.

[16] Οπ.π., σ. 5.

[17] Clark, What CSR is not.




Αφιέρωμα: διαφάνεια
Ετικέτες: , , , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε