ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Ανάπτυξη και άρνηση της στατιστικής: Αντλώντας από το έργο του Thomas Berns


Thomas Berns

Ο Monchretien είχε δει στην καρδιά του ρωμαϊκού θεσμού των κηνσόρων, με τον φορολογικό, στατιστικό, αστυνομικό κλπ ρόλο που θα αναλάμβαναν, τη δυνατότητα ʺνα αποκαλύψουν το μυστικό των σπιτιώνʺ. Ένα τέτοιο σχέδιο με τέτοιο εύρος προϋποθέτει την ιδέα ότι το αντικείμενο της πολιτικής και το αντικείμενο της οικογενειακής διαχείρισης έχουν την ίδια φύση.


Ο αρχαίος θεσμός των κηνσόρων είναι μια μορφή κεντρική και περιθωριακή ταυτόχρονα του αρχαίου ρωμαϊκού πολιτικού κόσμου: κεντρική, καθώς πρόκειται πάντα για έναν από τους μείζονες θεσμούς της πόλης, που ο ρόλος του είναι να φροντίζει για τη διαφύλαξη των νόμων, αλλά περιθωριακή στο μέτρο που η δράση της τοποθετείται στο περιθώριο του νόμου και των αρχών, στους τομείς των ηθών, της παιδείας, των μητρώων κλπ. Η αρχική εξουσία του για οικονομική, πολιτική και στρατιωτική απογραφή και ταξινόμηση των πολιτών αναπτύχθηκε μέχρι που έλαβε τη μορφή εποπτικής εξουσίας. Έχοντας το προνόμιο του απαραβίαστου, ανεύθυνη και απεριόριστη στη δράση της, η υπέρτατη εξουσία των κηνσόρων διακρίνεται ριζικά από την εξουσία του νόμου: δεν προϋποθέτει κανένα δικαίωμα δικαιοδοσίας, όπως θα απαιτούσε για παράδειγμα μια δίκη μεταξύ ιδιωτών. Οι ίδιες οι αποφάσεις των κηνσόρων δεν εκφράζονται σαν ποινές, αλλά μάλλον σαν υποβιβασμοί ή υποβαθμίσεις και το νόημά τους έγκειται πρώτα απ’ όλα στην ατίμωση που συνεπάγονται: ο Κικέρων ορίζει την απόφαση του κήνσορα μόνο και μόνο με βάση το “κοκκίνισμα” που προκαλεί. Καθώς η απόφαση αυτή δεν επιδρά παρά μόνο στη φήμη [in nomime], η ετυμηγορία είναι η ignominia. Και μόνο από το αποτέλεσμα της δράσης του, αυτό το δικαστικό σώμα δρα μόνο σε σχέση με το ʺόνομαʺ και τη φήμη. Με αυτή την έννοια, επειδή σκιαγραφεί ένα είδος κανονιστικότητας με συλλογική σκόπευση που διαφέρει σε όλα από εκείνη του νόμου, κι επειδή επιτρέπει έτσι να μελετάται το ίδιον του νόμου από το περιθώριό του, η μορφή του κήνσορα μας φαίνεται σημαντική.


I. Η απογραφή στον Bodin.


Συναντούμε στον Bodin την πρώτη δομημένη και στοιχειοθετημένη έκκληση για επιστροφή στον θεσμό των κηνσόρων, πιο συγκεκριμένα στη Republique, βιβλίο το οποίο πραγματεύεται κυρίως προβλήματα που έχουν να κάνουν με την οικονομία και τους φόρους. Δεν θα ασχοληθώ σε αυτό το πλαίσιο παρά με μια πιθανή παραλλαγή της διαχείρισης της οικονομίας, που δεν αντιμετωπίζει πλέον την κυριαρχία ως την απόλυτη εξουσία που ορίζει τον νόμο, αλλά μάλλον ως κυβέρνηση (-τικότητα) με βάση την αρχή ότι για τον Bodin ʺ υπάρχει σίγουρα διαφορά ανάμεσα στο κράτος και την κυβέρνηση: ένας αστυνομικός κανόνας, τον οποίον δεν έχει αγγίξει κανείς, και που αφορά τόσο το σεβασμό από τον ηγεμόνα της ιδιοκτησίας των υπηκόων όσο και την κατανομή των αξιωμάτων, των κερδών, των πληροφοριών και των τιμών. Αυτές οι δυο παραλλαγές στους τρόπους διακυβέρνησης δεν επιδρούν καθόλου στο κράτος ή στην κυριαρχική μορφή της Πολιτείας. Εκεί που η κυριαρχία μας επιτρέπει να σκεφτούμε την πολιτική πέρα από όλες τις παραλλαγές της, η διακυβέρνηση επιβεβαιώνεται ως αυτό που μας επιτρέπει να σκεφτούμε τη σύνθεση με αυτή την κινούμενη πραγματικότητα. Τοποθετούμαστε λοιπόν εδώ σε ένα συγκεκριμένο πεδίο διακυβέρνησης που αναπτύσσεται παράλληλα με την κυριαρχία χωρίς να επιδρά σ’ αυτήν και που στο κέντρο του τίθεται βέβαια το θέμα του φόρου, με την έννοια ότι διακυβεύει την ιδιοκτησία από την οποία γίνεται αποσπάται ένα ποσοστό, τη χρήση του πλούτου που γίνεται αντιληπτός και την “αναδιανομή” του μέσα από τιμές, οφέλη, αξιώματα κλπ. Ο κήνσορας βρίσκεται στην καρδιά αυτής της μη καθορισμένης σχέσης μεταξύ αφαίρεσης και αναδιανομής με την ευρεία έννοια.


Πρεσβεύοντας την αποκατάσταση του αρχαίου θεσμού των κηνσόρων, που έχει ως καθήκον την “αποτίμηση των αγαθών του καθένα” (Rep. VI, 1, σ. 7 ], ο Bodin επιμένει στους διαφορετικούς ρόλους του καθένα που, από τη μια πλευρά, δεν προσεγγίζονται πλέον με όρους εξουσίας και εξουσιοδότησης και επομένως δεν έχουν να κάνουν με το θέμα της κυριαρχίας, ενώ από την άλλη πλευρά, υπερβαίνουν σαφώς το θέμα μιας απογραφής που γίνεται αποκλειστικά ενόψει του φόρου: ο κήνσορας είναι χρήσιμος

είτε για να καταλάβει τον αριθμό και την ποιότητα των ατόμων, είτε για να αποτιμήσει και να δηλώσει τα αγαθά του καθένα ή για να ρυθμίσει και να επιπλήξει τους υπηκόους. (Rep. VI, 1, σ. 7-8).


Χάρη στη γνώση των αγαθών του πληθυσμού, ο θεσμός των κηνσόρων επιτρέπει λοιπόν καταρχήν “την εξίσωση των επιβαρύνσεων και των φόρων ανάλογα με τα αγαθά του καθένα” ( Rep. VI, 1, σ. 15]. Έτσι, “θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα δίκαια παράπονα των φτωχών ότι οι πλούσιοι συνηθίζουν να χρεώνουν και να εξαιρούνται” οι ίδιοι και κατά συνέπεια “οι στάσεις για την ανισότητα των επιβαρύνσεων, που είναι φυσιολογικές σε κάθε Πολιτεία, θα σταματούσαν”. Η γνώση των αγαθών και του πλούτου του καθένα δεν υποστηρίζει μόνο το πρόγραμμα ενός κεντρικού, δίκαιου, ισότιμου και όχι πλέον προσωπικού φόρου, αλλά και τον εντοπισμό ορισμένων οικονομικών πρακτικών που είναι απαράδεκτες για τον Bodin: “εκχωρήσεις κυριότητας”, “χρεωκοπίες”, “τοκογλυφία”…Ο γενικός στόχος της γνώσης του πλούτου του καθένα είναι λοιπόν να αποτραπεί “η ακραία φτώχεια κάποιων και ο υπερβολικός πλουτισμός άλλων” που αποτελεί την αιτία “τόσων στάσεων, ταραχών και εμφυλίων πολέμων” [Rep. VI, 1, σ. 14]


Ο Bodin διαβλέπει επιπλέον ότι ένας τέτοιος θεσμός δίνει τη δυνατότητα γνώσης για τις ανάγκες των πληθυσμών, τις δυνάμεις που είναι διαθέσιμες για τις εκλογές, τον πόλεμο, τις δημόσιες αγγαρείες ή τις αποικίες…Πέρα από την ιδέα του αρχείου, διαγράφεται κι εκείνη του στατιστικού εργαλείου. Τέλος, ο κήνσορας εξασφαλίζει μια υπηρεσία πληροφοριών που από αστυνομική άποψη είναι άμεσα αποτελεσματική:

“γνωρίζοντας ποια είναι η κατάσταση και το επάγγελμα του καθένα και πώς κερδίζει τη ζωή του”, μπορούμε “να διώξουμε από τις Πολιτείες τις μύγες και τις σφίγγες που τρώνε το μέλι από τις μέλισσες”, δηλαδή να “αποκλείσουμε τους αλήτες, τους αργόσχολους, τους κλέφτες, τους απατεώνες, τους μαστροπούς: θα τους δούμε, θα τους σημειώσουμε, θα τους ξέρουμε” [Rep. VI, 1, σ. 14].


Από την αρχή παρατηρούμε λοιπόν πόσο αμφιλεγόμενη είναι η επιχείρηση της στατιστικής: καθαρά διοικητική όταν παίρνει τη μορφή αρχείου και κατά συνέπεια άμεσα αποτελεσματική, αποτελεί επίσης την εξέλιξη μιας γνώσης που επιτρέπει τον ορισμό μιας πολιτικής. Αυτή η διπλή δυνατότητα της στατιστικής την καθιστά βασική στη σύγχρονη πολιτική. Εάν η στατιστική είχε να κάνει μόνο με το αρχείο ή με μια περιγραφή των πραγμάτων για τη λήψη ορισμένων αποφάσεων, δεν θα έπαιζε κεντρικό ρόλο στην πολιτική. Όμως, σε αυτόν τον διπλό χαρακτήρα της στατιστικής, προστίθεται ένα βαθιά ηθικό στρώμα μέσω του οποίου η στατιστική δρα επίσης στα συλλογικά ήθη. Ο θεσμός των κηνσόρων εκπροσωπεί το δημόσιο γίγνεσθαι του ιδιωτικού αγαθού που ήταν η εκπαίδευση, το οποίο πρέπει να γίνει κοινό (από την άποψη του δόγματος και της μεθόδου).


Αυτό επιβεβαιώνει το εύρος του ρόλου που προορίζεται για τους κήνσορες, δηλαδή το εύρος αυτής της πλευράς της πολιτικής που ξεφεύγει από τη δράση του νόμου ως αποκλειστικά κυριαρχική δύναμη και πρέπει να αναπτυχθεί με ένα ρυθμό πιο αργό απ’ αυτήν. Πρέπει να είναι πιο κοντά στην ιδιαίτερη πραγματικότητα του καθένα, πιο κοντά στον ιδιωτικό ή μάλλον κλειστό κόσμο της οικογένειας και του σπιτιού, από τον οποίον πρέπει ωστόσο να ξεριζωθεί η εκπαίδευση. Με δυο λόγια, το εύρος αυτής της σφαίρας που ελευθερώνεται από την αναδίπλωση της κυριαρχίας σε σχέση με το νόμο, παραμένει αναγκαστικά στο περιθώριο σε σχέση με αυτήν, η οποία και θα ορίσει την καρδιά της πολιτικής. Όλο και πιο καθαρά, τοποθετούμαστε λοιπόν σε αυτή τη ζώνη συνάντησης ή και συνέχειας μεταξύ σπιτιού και πολιτείας, μιας συνάντησης που είναι αδύνατη για την πολιτική που γίνεται αντιληπτή σύμφωνα με την αρχή της κυριαρχίας.


Μπορούμε τώρα να ορίσουμε πέντε σημεία που θεωρούμε ορθά για την οικοδόμηση ενός στατιστικού αρχείου. Αυτά τα πέντε σημεία δείχνουν όλα μια κανονιστική επίδραση στα άτομα, η οποία περιγράφεται κάθε φορά από τη σκοπιά μιας μετατόπισης σε σχέση με το νομικό αρχείο. Τοποθετείται λοιπόν πιο κοντά στα άτομα, με την αξίωση να επιδράσει σε αυτά χάρη στην εσωτερίκευση του βλέμματος του κήνσορα.


1. Το πρώτο σημείο που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι για τον Bodin, η δράση στα ήθη και τη ζωή του καθένα που επιτρέπει ο κήνσορας επιβλήθηκε “σιγά-σιγά”, ξεκινώντας από ένα καθήκον καθαρά διοικητικό. Ο σεβασμός της χρονολογίας ενός θεσμού που ολοι γνωρίζουν την ηθική εμβέλεια του πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη: δεν γίνεται να υπάρχει άμεση δράση στη συλλογική ηθική που να μην είναι τυραννική, εξ ου και η ανάγκη μιας δράσης “ηθικά ουδέτερης” σε ό, τι αφορά τον ποσοτικό υπολογισμό και το αρχείο, η οποία οδηγεί έμμεσα στον έλεγχο των υπηκόων από τους ίδιους.


2. Η δεύτερη διαπίστωση που πρέπει να κάνουμε, χωρίς να χρειαστεί να διακρίνουμε ανάμεσα στους διάφορους ρόλους των κηνσόρων, είναι το γεγονός ότι η εξουσία τους αφορά τον “καθένα”, τον “καθένα από μας”. Η συνεχής επιλογή τέτοιων αντωνυμιών από τον Bodin σε αυτό το κεφάλαιο δεν είναι τυχαία: μια τέτοια εξουσία αφορά όλους, αλλά αντίθετα με αυτό που προκύπτει από την κυριαρχική δύναμη, αφορά και τον καθένα ξεχωριστά, ατομικά θα έλεγε κανείς. Δεν υφιστάμεθα μόνο την ισοπεδωτική δύναμη των αριθμών- η απαρίθμηση των υπηκόων, το αριθμητικό άθροισμά τους, προϋποθέτει την εναλλαξιμότητά τους-, μια πτυχή που λαμβάνεται ελάχιστα υπόψη στις αναλύσεις για την εμφάνιση του σύγχρονου ατομικισμού. Επιπλέον, όμως, το πρόγραμμα της απαρίθμησης είναι ήδη κλεισμένο σε ένα υβριδρικό αρχείο – το διοικητικό, πολιτικό και πειθαρχικό αρχείο του κήνσορα- που αφορά άμεσα και θετικά “τον καθένα από μας”, μέσα στην ιδιαιτερότητά του.


3. Είναι πρωταρχικό να σημειώσουμε ότι βρισκόμαστε εδώ αντιμέτωποι με ένα είδος εξουσίας που παροτρύνει μόνιμα σε συμπεριφορές ατομικής εσωτερίκευσης, αντί να τιμωρεί στιγμιαία όπως ο νόμος, οδηγώντας έτσι στον πλήρη έλεγχο της κοινωνίας από την ίδια, χάρη στην κοινή γνώμη και όχι πλέον χάρη στο νόμο. Ο Bodin, βασιζόμενος στον αρχαίο θεσμό, πρεσβεύει ρητά ότι η απογραφή πρέπει να έχει μια εξουσία που δεν τοποθετείται πλέον στη σφαίρα της κυριαρχίας και του δικαίου: “Η απογραφή δεν είναι απόφαση”, είναι “ένα βλέμμα, μια κουβέντα”, κάνει τους ανθρώπους “να τρέμουν” και “να κοκκινίζουν” (Rep. VI, 1, σ. 27 και 28), διευκρινίζει δανειζόμενος τα λόγια του Κικέρωνα.


4. Ο Bodin αμφισβητεί ευθέως τον μη δικαιοδοτικό χαρακτήρα των κηνσόρων (“και αν οι κήνσορες πρέπει να έχουν δικαιοδοσία;”), προβλέποντας ότι μια εξουσία χωρίς δικαιοδοσία μπορεί να αποβεί απατηλή. Σύμφωνα, όμως, με τον Bodin, πρέπει να αποφύγουμε “να περιβληθεί το καθήκον τους με δίκες και αντιδικίες”. Το καθήκον των κηνσόρων είναι πολύ σοβαρό για να υποστεί τις παρακάμψεις του νόμου. Αλλά η παράκαμψη του νόμου αιτιολογείται επίσης από το γεγονός ότι η αυθεντία των κηνσόρων είναι “τόσο μεγάλη” που αν ήταν “οπλισμένοι με δύναμη και δικαιοδοσία”, αυτό θα “άνοιγε το δρόμο στην τυραννία” (Rep. VI, 1, σ. 27). Για να αποφύγει τις περιστροφές και την τυραννία του δικαίου, ο κήνσορας δεν μπορεί παρά να φέρει ένα “φόβο και όχι μια ποινή”, συμπεραίνει ο Bodin, δανειζόμενος πάλι τα λόγια του Κικέρωνα (Pro Cluentio, 43, 120).


5. Για να είμαστε πιο σαφείς, ο θεσμός των κηνσόρων ακολουθεί πολύ συγκεκριμένα κάτι με το οποίο ο νόμος και τα διατάγματα δεν έχουν καμιά επαφή: μια παράγραφος του κεφαλαίου πραγματεύεται “τα πιο μεγάλα και πιο συχνά βίτσια που τιμωρεί η απογραφή, τα οποία επικρατούν επειδή οι νόμοι πάσχουν. Γνωρίζουμε καλά ότι τα πιο μισητά βίτσια, που βλάπτουν την Πολιτεία δεν κρίνονται στα δικαστήρια” αλλά “διαφθείρουν ντε φάκτο και με το παράδειγμά τους όλους τους καλούς υπηκόους”: μόνο η απογραφή μπορεί “να διώξει αυτή την ψώρα” ( Rep. VI, 1, σ. 22-23) που για τον Bodin η δράση της είναι πραγματικά συνώνυμη της διαφθοράς, καθώς τοποθετείται στο επίπεδο τόσο των γεγονότων όσο και του παραδείγματος. Ευρύτερα, διακυβεύεται η αρετή, με την έννοια ότι οι απαιτήσεις της είναι πιο ευρείες από εκείνες των κανόνων του δικαίου.


ΙΙ. Αντιστάσεις στο στατιστικό πρόγραμμα


Όταν προσπαθεί να απαντήσει σε εκείνους που, για λόγους αρχής ή συμφέροντος, εναντιώνονται σε οποιαδήποτε μορφή απογραφής αγαθών ή ατόμων, ο Bodin επιμένει ιδιαίτερα στον “ηθικό” ρόλο της στατιστικής, που δεν εξωτερικεύεται από τον καθένα. Πρέπει εδώ να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι το στατιστικό πρόγραμμα που σχεδιάζει ο κήνσορας δεν μπορεί παρά να προκαλεί μια ευρεία αντιπαράθεση, όχι μόνο από την πλευρά εκείνων που το συμφέρον τους θα εθίγετο από το φορολογικό στοιχείο ενός τέτοιου προγράμματος, αλλά επίσης, πολύ πιο βαθιά, από τη βία που ασκείτο έτσι σε ορισμένα στοιχεία που καθόριζαν την τάξη πραγμάτων τότε: η δραστηριότητα του κήνσορα συνεπάγεται την αποκάλυψη των μυστικών των σπιτιών, μια βία στην ιδιωτικότητα που δεν περιλαμβανόταν στην πολιτική τάξη, η οποία οριζόταν μάλιστα σύμφωνα με τον Αριστοτέλη από την αντίθεσή της σ’ αυτήν, δηλαδή σε αυτό που σήμερα που ξέρουμε τι είναι δημόσια εξουσία θα ονομάζαμε ιδιωτική ζωή. Η ζωή του σπιτιού καθεαυτή δεν ήταν πολιτική και έμοιαζε πραγματικά ʺπροστατευμένηʺ από τον αριστοτελικό τόπο για ένα σαφή και απαιτητικό διαχωρισμό μεταξύ πολιτικής και οικονομίας και από την πίστη σε μια βιβλική απαγόρευση της απαρίθμησης. Δεν τίθεται θέμα εδώ να τροφοδοτήσουμε αυτό το εξαιρετικά πολεμικό περιεχόμενο που έχει να κάνει με την πρόταξη της μορφής του κήνσορα, τοποθετώντας την στο πλαίσιο μιας σχεδόν φυσικής αντίστασης σε κάθε μορφή αφαίρεσης. Ο ίδιος ο Bodin καταθέτει γι’ αυτή την αντίσταση, καθιστώντας τον φόρο απώτατο και έκτακτο μέσο χρηματοδότησης. Αλλά μια τέτοια αντίσταση αιτιολογείτο ακόμη περισσότερο στον αρχηγό των Διαμαρτυρόμενων, στο πλαίσιο ενός εμφύλιου πολέμου που καταργούσε εμφανώς τη δυνατότητα θεμελίωσης του φόρου με το παραδοσιακό επιχείρημα της κατάστασης ανάγκης που οριζόταν από τον πόλεμο, με την έννοια ότι αυτός γινόταν εναντίον τους. Όπως μπορούμε να διαβάσουμε στο λιβελογράφημα La France-Turquie, που καλούσε το 1576 σε απεργία των φορολογούμενων, δεν πρέπει να πληρώσουμε “οποιαδήποτε δηνάρια σε φόρους, αρωγές και άλλα δηνάρια κανονικά και έκτακτα για να πάνε και να χρησιμεύσουν στους υπουργούς της μεγαλειότητάς της ως μαχαίρι που θα μας αποκεφαλίσει”.


Αντίθετα, πέρα από αυτή την αιτιολόγηση για μια φυσική ή πιο οριοθετημένη αντίσταση στο φόρο, είναι ενδιαφέρον να διατρέξουμε τις πιο θεμελιώδεις αρχές που μπορούσαν να θιγούν από τη λειτουργία του κήνσορα. Αυτές θα μπορούσαν να μας δώσουν την ευκαιρία να αποσαφηνίσουμε επακριβώς και αρνητικά τα διάφορα συστατικά στοιχεία του στατιστικού προγράμματος, και επομένως να καταλάβουμε τι είναι αυτό που επιτρέπει στο φόρο να καταστεί η καρδιά του σύγχρονου πολιτικού προγράμματος, ενώ το φορολογικό ζήτημα, φέρνοντας σε αντιπαράθεση την αρχή της κυριαρχίας με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, μοιάζει απροσδιόριστο, ανοιχτό και συνεχώς διαπραγματεύσιμο. Το θέμα του φόρου, μαζί με το στατιστικό συμπλήρωμά του, αποτελούσε την καρδιά της σύγχρονης πολιτικής που επιβαλλόταν τότε, σε σημείο που από τα μέσα του 16ου αιώνα εμφανίστηκε ο φόβος και ο μύθος ενός φόρου στη ζωή, ενός φόρου που θα επιβαλλόταν στα πιο φυσικά και ιδιωτικά πράγματα της ζωής: τη γέννηση και το θάνατο, τις σχέσεις μεταξύ συζύγων και το δικαίωμα ταφής σε καθαγιασμένη γη! Δεν συναντάμε σ’ αυτό το λαϊκό μύθο μια αγωνιώδη απάντηση σε σχέση με την είσοδο της πολιτικής, για λόγους μεταξύ άλλων φορολογικούς, στη λεπτομέρεια των ζωών;


Πρώτα απ’ όλα, η αρχαία πολιτική οριζόταν, όπως μαρτυρά με τον πιο ορατό τρόπο η σκέψη του Αριστοτέλη, όχι μόνο από τη διάκριση της ηθικής αλλά κυρίως από τη διάκριση της οικονομίας, του κόσμου της οικογένειας, μια διάκριση που εγκαθιδρύει πραγματικά το πολιτικό ύφος. Η διάκριση αυτή είχε ποιοτική και όχι ποσοτική φύση : η διοίκηση του σπιτιού (οικονομία), με πρότυπο τον αρχηγό της οικογένειας, δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική που προωθείται από τον πολίτη και αποτελεί τελικό σκοπό του ανθρώπου. Επιπλέον, το θέμα της απόκτησης αγαθών, ως αντικείμενο της οικονομίας, περιορίζεται πολύ αυστηρά από το γεγονός ότι δεν αφορά παρά τον αναγκαίο πλούτο που προορίζεται αποκλειστικά για την επιβίωση, διότι διαφορετικά τείνει προς το χρηματιστικό, που αφορά επίσης την απόκτηση αγαθών, αλλά όπου το πρότυπο είναι αυτή τη φορά ο έμπορος, και διαγράφει την προοπτική απόκτησης χωρίς αντικείμενο ούτε όριο. Η οικονομία, μη όντας πολιτική, είναι λοιπόν αναγκαστικά περιορισμένη, χωρίς προοπτική διεύρυνσης, αν όχι καταργημένη. Η Πολιτεία είναι οπωσδήποτε άλλο πράγμα από την οικογένεια, ενώ και οι δυο είναι επίσης άλλο πράγμα από το μαγαζί του έμπορου.


Στους αντίποδες, ο Monchretien έγραψε το πρώτο Εγχειρίδιο πολιτικής οικονομίας [1615], ένα έργο θεμελιώδες, καθώς εναντιώνεται άμεσα στη μεγάλη αριστοτελική κατανομή “της οικονομίας [και] της αστυνομίας”, με την οικονομία να είναι κοινή “στις Πολιτείες όπως και στις οικογένειες”. Η αντίθεση στην κατανομή μεταξύ οικονομίας και πολιτικής σημαίνει αντίθεση σε κάθε ρήξη μεταξύ σπιτιού και πολιτείας. Η οικογένεια, η Πολιτεία, ακόμη και τα ενδιάμεσα σώματα [ τα “σώματα και κολλέγια”] έχουν ασφαλώς ως κοινό την οικονομία [ την “επιστήμη απόκτησης αγαθών” του Αριστοτέλη) αλλά κυρίως τις αρχές μιας διακυβέρνησης μέσω διοίκησης και υπακοής, έως ότου η οικογένεια γίνει η εικόνα της δημοκρατίας. Εκεί όπου ο Montchretien βάζει την οικονομία στην πολιτική, ο Bodin βάζει το νόμο στην οικογένεια, που όπως η Πολιτεία και τα ενδιάμεσα σώματα είναι ένα: διαφορετικά, θα ήταν σαν μια πόλη χωρίς σπίτια.


ΙΙΙ. Διδάγματα του ποσοτικού υπολογισμού


Επιδιώκουμε κυρίως να διασαφηνίσουμε την κινητήρια δύναμη του επιχειρήματος με το οποίο ο Bodin θα μπορέσει να απαντήσει οριστικά στην αντίσταση στο στατιστικό σχέδιο (και η ανάπτυξη αυτής της επιχειρηματολογίας επιβεβαιώνει αντιστρόφως την πραγματικότητα μιας τέτοιας αντίστασης):

ʺΜόνο οι απατηλοί, οι απατεώνες κι αυτοί που καταχρώνται τους άλλους δεν θέλουν να αποκαλυφτεί το παιχνίδι τους, να ακουστούν οι πράξεις τους, να μαθευτεί η ζωή τους: εκείνοι που είναι εντάξει, που δεν φοβούνται καθόλου το φως, ευχαριστιούνται πάντα όταν γνωρίζουμε την κατάστασή τους, την ποιότητά τους, την περιουσία τους, τον τρόπο ζωής τουςʺ (Rep. VI,1, σελ. 17-18).

Θα ξαναβρούμε μια τέτοια ηθική του φωτός και της διαφάνειας με την αντανακλαστική δράση που προκαλούν στους λίγους συγγραφείς που εμπνεόμενοι όλοι από τον Bodin, θα προτάξουν αυτή τη μορφή του κήνσορα. Ιδίως ο Antoine de Montchretien, ο οποίος πλειοδοτεί προς αυτή την κατεύθυνση: πρέπει “να μπορούμε να δούμε καθαρά στο βάθος των υποθέσεων” και όχι “να κερδίζουμε κρύβοντας τα χαρτιά μας”. Πρέπει να κάνουμε τα πράγματα έτσι ώστε οι άνθρωποι “να μην έχουν καμιά επιθυμία να κρύβουν τη ζωή τους” αλλά “να γίνονται γνωστοί”, “στη θέα όλων”, “η αρετή” δεν ζητά “παρά το φως”.


Εάν το καθαρά στατιστικό, ακόμη ανομολόγητο, διακύβευμα είναι ο μόνος πραγματικός στόχο του θεσμού των κηνσόρων- ενός θεσμού που πρέπει να μπορεί να τα κοιτάζει όλα, να τα βλέπει όλα, να τα ακούει όλα, να τα ανοίγει όλα- θα πρέπει να διαπνέεται από ένα ιδανικό διαφάνειας και φωτός μέχρι να αναπτυχθεί και να προκαλέσει περισσότερη αντανακλαστικότητα και αυτοέλεγχο απ’ ό,τι σχηματίζεται άμεσα και αποκλειστικά με βάση την αρχή της κυριαρχίας και του νόμου. Η βία που ασκεί ο κήνσορας στον μυστικό χαρακτήρα του σπιτιού και στον πολιτικό χαρακτήρα του ατόμου δεν ξεπερνιέται παρά μόνο στο μέτρο που η λειτουργία του κήνσορα είναι πρώτα απ’ όλα ηθική κι όπου μια τέτοια ηθική μπορεί να αναπτυχθεί με τρόπο αντανακλαστικό και συμμετοχικό. Μπορούμε ακόμη να πούμε ότι ο κήνσορας, με τη δικαιολογία του στατιστικού, αστυνομικού και οικονομικού ρόλου του, είναι επίσης εκείνος που επιτρέπει να ακολουθείται ένα πρόγραμμα ελέγχου της συλλογικής ηθικής- με την έννοια ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν μπορεί να εφαρμόζεται από τη σκοπιά της κυριαρχίας (η οποία, απόλυτη και διαρκής, αποκλείει την πιθανότητα της διαφθοράς) και με την έννοια ότι η ιδέα ενός κυριαρχικού ελέγχου της συλλογικής ηθικής είναι τελικά συνώνυμη της τυραννίας: για τον Bodin, όπως είδαμε, η εξουσία των κηνσόρων είναι ʺ τόσο μεγάληʺ και τόσο ζωτική ώστε εάν ήταν ʺοπλισμένοι με δύναμη και νομοθετική ικανότηταʺ, αυτό θα “άνοιγε το δρόμο στην τυραννία” ( Rep. VI, 1, σ. 27). Η σύγχρονη δράση στα συλλογικά ήθη είναι αναγκαστικά περιθωριακή σε σχέση με εκείνη του νόμου και οφείλει λοιπόν να “περιλαμβάνεται” εξαρχής σε μια ετερόκλιτη σειρά ενεργειών διακυβέρνησης: φορολογία και αναδιανομή του πλούτου, δράση στην εργασία και την αδράνεια, στατιστική και ληξιαρχική κατάσταση, παιδεία…


Όλα τα στοιχεία που διατρέξαμε μας επιτρέπουν να διασαφηνίσουμε την ηθική ουσία του στατιστικού προγράμματος: ενώ το γεγονός της διείσδυσης στην μυστική και όχι πολιτική ζωή των σπιτιών είχε ωθήσει ορισμένους να μεταθέσουν (και επομένως να διατηρήσουν) ένα τέτοιο μυστικό στο βιβλίο που θα υποδεχτεί την καταγραφή της ζωής, η προοπτική που ανοίγει ο κήνσορας μάς δείχνει αντίθετα ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε πολύ πιο οριστικά αυτόν τον μυστικό χαρακτήρα του σπιτιού και την απαγόρευση της απαρίθμησης. Να προκύψει από την απαρίθμηση πως δεν υπάρχει κάτι κρυφό, να προκύψει δηλαδή αρετή: με ένα αρχείο αρετής μπορεί να αιτιολογηθεί η προσβολή στα μυστικά των σπιτιών και στο γεγονός πως μόνο ως πολιτικό ον μπορεί το άτομο να έχει υπόληψη στην πολιτεία. Εάν όμως η ίδια η ζωή, σε ό,τι αφορά τον πιο ιδιωτικό, τον πιο ιδιόμορφο και τον πιο ευμετάβλητο χαρακτήρα της, μοιάζει να γίνεται έτσι αντικείμενο της πολιτικής, αυτό έχει να κάνει με ένα είδος κανονιστικότητας εντελώς διακριτής από εκείνη του νόμου. Με δυο λόγια, η στατιστική απαιτούσε να είναι ηθική για να μπορεί ν’ αγγίξει τη ζωή. Η ζωή, σε ό, τι αφορά το ευμετάβλητο στοιχείο της, απαιτούσε να ληφθεί με κάποιο τρόπο υπόψη, πράγμα που ο νόμος, επικεντρωμένος στην κυριαρχία, δεν μπορούσε πια να της προσφέρει. Και η ηθική απαιτούσε να αναληφθεί έμμεσα από τη στατιστική δράση και όχι απευθείας από το νόμο.




Αφιέρωμα: οικονομικές στατιστικές
Ετικέτες: , , , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε