ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Stijn Smismans – Πρέπει η συμμετοχική δημοκρατία να γίνει κανονιστικό πρότυπο για τη διακυβέρνηση της ΕΕ;


Stijn Smismans

Λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς του κοινοβουλευτικού μοντέλου δημοκρατίας, η συμμετοχική δημοκρατία μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τον εκδημοκρατισμό της Ε.Ε., υποστηρίζει ο Stijn Smismans. Mολονότι οι περιπτώσεις άμεσης συμμετοχής των πολιτών μπορεί να είναι περιορισμένες σε ό, τι αφορά το αποτέλεσμά τους, μπορούν να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας.



Η Συνταγματική Συνθήκη που απορρίφθηκε περιλάμβανε στο πρώτο μέρος της έναν τίτλο για τη ‘δημοκρατική ζωή της Ένωσης’ με ένα άρθρο για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ένα άρθρο για τη ‘συμμετοχική δημοκρατία’ (Sminsmans 2004). Όταν οι Γάλλοι είπαν στη Συνταγματική Συνθήκη ‘non’ και οι Ολλανδοί ‘nee’, τα κράτη μέλη εισήλθαν σε ‘περίοδο περισυλλογής’ και τελικά ετοίμασαν και υπέγραψαν τη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Η Συνθήκη της Λισσαβόνας διατήρησε μεγάλο μέρος από την ουσία της Συνταγματικής Συνθήκης, υποβαθμίζοντας όμως ένα μέρος της συνταγματικής και συμβολικής γλώσσας της. Διατήρησε, ωστόσο, το κεφάλαιο με τις ‘πρόνοιες για τις δημοκρατικές αρχές’. Μια από τις εντυπωσιακές διαφορές ανάμεσα στον τίτλο της Συνταγματικής Συνθήκης για ‘τη δημοκρατική ζωή στην Ένωση’ και τον τίτλο της Λισσαβόνας σχετικά με τις ‘πρόνοιες για τις δημοκρατικές αρχές’ είναι ότι ο τελευταίος δεν αναφέρεται πια στην έννοια της ‘συμμετοχικής δημοκρατίας’. Περιλαμβάνει το ίδιο ακριβώς άρθρο για τη ‘συμμετοχική δημοκρατία’ στη Συνταγματική Συνθήκη, χωρίς όμως έναν τίτλο που να την περιγράφει. Το γεγονός ότι η έννοια αυτή εξαφανίστηκε από το κείμενο δείχνει την ευαισθησία που υπάρχει γύρω από το ερώτημα κατά πόσο η ‘συμμετοχική δημοκρατία’ μπορεί να αποτελέσει κανονιστικό πρότυπο για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση.


Σ’ αυτό το κείμενο αναπτύσσω τους λόγους που η συμμετοχική δημοκρατία πρέπει να αποτελεί μέρος του κανονιστικού πλαισίου μας όταν διαμορφώνουμε αντίληψη για την έννοια της δημοκρατίας στην Ε.Ε.


Το 1957 που ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, το θέμα της δημοκρατικής υπευθυνότητας της νέας οργάνωσης δεν υπήρχε στην ατζέντα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρείτο για μεγάλο διάστημα μια ‘ένωση με ειδικό σκοπό’, στην οποία είχαν ανατεθεί περιορισμένες και καλά προσδιορισμένες λειτουργίες. Η ‘δημοκρατική φύση’ του ευρωπαϊκού οικοδομήματος δεν αποτελούσε αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού και θεωρείτο ότι μπορούσε να ‘αφομοιωθεί’ στα δημοκρατικά διαπιστευτήρια των κρατών μελών. Στην αρχή, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα βασιζόταν σε μια ‘χαλαρή συναίνεση’ (Lindberg and Scheingold 1970: 41). Παράλληλα με το περιορισμένο λαϊκό ενδιαφέρον γι’ αυτό το τεχνοκρατικό, καθοδηγούμενο από τις ελίτ σχέδιο, υπήρχε μια διάχυτη υποστήριξη στην ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (De Burca 1996: 350).


Ωστόσο, καθώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προσδιόρισε σαφέστερα τα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, βασισμένα σε αρχές όπως αυτές της υπεροχής και του άμεσου αποτελέσματος, και με την αυξανόμενη δράση της Κοινότητας σε περισσότερους τομείς πολιτικής, η καθημερινή επίδραση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έγινε ακόμη πιο εμφανής, όπως κι ότι η καθαρά φονξιοναλιστική προσέγγισή της δεν ήταν ικανοποιητική σε ό, τι αφορά τη νομιμότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Συνεπώς, τόσο η πολιτική όσο και η νομική γλώσσα άρχισαν να κάνουν σταδιακά αναφορά στο κανονιστικό πλαίσιο που έχει, επίσης, κυριαρχήσει στη σκέψη μας σχετικά με τη νομιμότητα και τη δημοκρατία σε επίπεδο κράτους-μέλους, δηλαδή την ιδέα της συμμετοχικής δημοκρατίας. Έτσι ο αρχικός προβληματισμός για το ‘δημοκρατικό έλλειμμα’ της Ε.Ε. επικεντρώθηκε στην ανάγκη της λαϊκής συμμετοχής μέσα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι άμεσες εκλογές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο άρχισαν να διεξάγονται το 1979 και οι αλλαγές που επέφεραν αύξησαν τις – νομοθετικές και οικονομικές- εξουσίες του (από τη διαβούλευση στη συνεργασία και τη διαδικασία συναπόφασης) και τον έλεγχό του στην Επιτροπή. Αυτή η άμεση κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των Ευρωπαίων πολιτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο συνδυάστηκε πάντα με την άμεση, εδαφική εκπροσώπησή τους μέσω κυβερνητικών αντιπροσώπων στο συμβούλιο υπουργών και (πιο τελευταία) στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι οποίοι είναι υπόλογοι στα εθνικά κοινοβούλια. Το τελευταίο, όμως, δεν είναι δεδομένο. Ενώ το ευρωπαϊκό θεσμικό οργανωτικό πλαίσιο διασφαλίζει μια κεντρική θέση στα κράτη-μέλη μέσω του (Ευρωπαϊκού) Συμβουλίου, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει ενισχύσει, σε εθνικό επίπεδο, την εκτελεστική εξουσία εις βάρος του κοινοβουλίου (Moravscik 1994). Έτσι αναδύθηκε η ιδέα της χορήγησης στα εθνικά κοινοβούλια ενός άμεσου αντικειμένου διακύβευσης στο ευρωπαϊκό οργανωτικό πλαίσιο. Επειδή, όμως, αυτό μπορεί να κάνει ακόμα πιο περίπλοκη τη λήψη αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο- η συναπόφαση χρειάζεται σήμερα κατά μέσο όρο δυο χρόνια- με κίνδυνο να υπάρξει αδιέξοδο, η λύση αναζητείται κυρίως στις εσωτερικές ρυθμίσεις των κρατών-μελών, με μεγαλύτερο κοινοβουλευτικό έλεγχο στους υπουργούς τους στο Συμβούλιο. Μόνο εάν η Συνθήκη της Λισσαβόνας επικυρωθεί, θα αποκτήσουν τα εθνικά κοινοβούλια έναν πιο άμεσο ρόλο, καθώς θα μπορούν να μπλοκάρουν τις ευρωπαϊκές νομοθετικές πρωτοβουλίες για μη τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, μολονότι το όριο για να μπορούν να το κάνουν είναι υψηλό καθώς το ένα τρίτο των εθνικών κοινοβουλίων πρέπει να ψηφίσει προς αυτή την κατεύθυνση μέσα σ’ ένα περιορισμένο χρονικό όριο οκτώ εβδομάδων. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει επίσης διατυπώσει έναν δημόσιο διάλογο για το ρόλο των περιφερειακών και τοπικών αρχών στην ευρωπαϊκή λήψη αποφάσεων. Η αυξανόμενη μεταβίβαση εξουσίας σε εθνικό επίπεδο πήγαζε από τη σκέψη ότι οι περιφερειακοί και τοπικοί παίκτες χρειάζονταν επίσης μια θέση στη λήψη αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια περιφερειακή επιτροπή με συμβουλευτικό καθεστώς, ενώ τα κράτη μέλη μπορούν να εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο από έναν περιφερειακό υπουργό για τις περιφέρειες που έχουν νομοθετική εξουσία.


Ωστόσο, όλα αυτά τα μέτρα, που αποτέλεσαν μέρος της συζήτησης στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αποδείχτηκαν ανεπαρκή σε ό, τι αφορά τη διαμόρφωση της αντίληψης και την πραγματοποίηση της δημοκρατικής ευθύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχουν δυο βασικές αιτίες που η συμμετοχική δημοκρατία, ως προσθήκη στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, βρήκε μια θέση στο δημόσιο διάλογο για τη δημοκρατική φύση της ευρωπαϊκής πολιτείας.


Πρώτον, εστιάζοντας στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ο δημόσιος διάλογος αντιμετωπίζει ένα μόνο μέρος του προβλήματος και παραμελεί άλλες πτυχές της δημοκρατικής υπευθυνότητας στην ευρωπαϊκή λήψη αποφάσεων. Υποτίθεται ότι η δημοκρατική λήψη αποφάσεων είναι εγγυημένη από την κοινοβουλευτική συμμετοχή, ενώ η ‘ουδέτερη’ εφαρμογή της κοινοβουλευτικής εντολής είναι εγγυημένη από την ‘κυβέρνηση’ και τη διοίκηση. Ωστόσο, αυτό το κανονιστικό ιδανικό υπήρξε πάντα εικονικό, πόσο μάλλον στη σύγχρονη διακυβέρνηση όπου η διοίκηση και η εφαρμογή δεν είναι απλώς μια ουδέτερη εφαρμογή μιας καθαρά προσδιορισμένης κοινοβουλευτικής εντολής, αλλά αποτέλεσμα της περίπλοκης αλληλεπίδρασης μεταξύ πολλών παικτών που αναπτύσσουν μια πολλαπλότητα εργαλείων πολιτικής. Εάν θέλουμε να διαμορφώσουμε αντίληψη για τη δημοκρατική υπευθυνότητα στη σύγχρονη διακυβέρνηση, δεν αρκεί να σκεφτόμαστε με όρους κοινοβουλευτικής εντολής αλλά πρέπει μάλλον να απαντήσουμε στο ερώτημα ποιος βρίσκεται σε άμεση αλληλεπίδραση με την κυβέρνηση και τη διοίκηση σε ό, τι αφορά τη διευθέτηση της ατζέντας και το σχεδιασμό νέων μέτρων πολιτικής στα πολλαπλά στάδια της εφαρμογής. Δεύτερον, είναι αμφίβολο εάν η ιδέα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που ενέπνευσε τα εθνικά συστήματα μπορεί να μεταφερθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μια παραδοσιακή διεθνής οργάνωση ούτε ένα κράτος. Είναι ένα sui generis πολιτικό σύστημα που περιγράφεται καλύτερα ως υπερεθνική πολιτεία. Παρόλα αυτά, έχει επανειλημμένα υποστηριχθεί ότι αυτή η πολιτεία δεν έχει δήμο που μπορεί να παράσχει τη βάση για μια κοινοβουλευτική έκφραση δημοκρατίας. Το κοινοβουλευτικό μοντέλο βασίζεται στην έκφραση της γενικής συναίνεσης στο κοινοβούλιο. Η γενική συναίνεση εκφράζεται (κυρίως) με πλειοψηφικές αποφάσεις. Για να γίνουν δεκτές αυτές οι πλειοψηφικές αποφάσεις από τη μειοψηφία, οι κυβερνώμενοι που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο πρέπει να έχουν ένα ορισμένο επίπεδο κοινωνικής ενότητας, μια κοινή ταυτότητα. Ωστόσο, δεν υφίσταται τέτοια κοινή ταυτότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, όπως το Άρθρο 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρει, βασίζεται ακόμη σε μια διαδικασία ολοκλήρωσης ‘ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης’. Σε αντίθεση μ’ αυτό, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι υπάρχει κάποια κοινή πολιτισμική βάση στην Ευρώπη ( Kaelble 1994), ότι είναι γενικά αποδεκτή η ‘ιδέα της Ευρώπης’ και μια ‘δέσμευση στις κοινές αξίες της Ένωσης όπως αυτές εκφράζονται στα ιδρυτικά έγγραφά της’ (Weiler 1997: 270) κι ότι η διαδικασία αυτή μπορεί να ενδυναμώσει την αφοσίωση των Ευρωπαίων πολιτών έναντι της ευρωπαϊκής πολιτείας κατά τον ίδιο τρόπο που η κρατική δράση έχει ενισχύσει την αφοσίωση των εθνικών πολιτών έναντι του κράτους και, επομένως, του εθνικού δήμου. Ωστόσο, η μεταφορά της αφοσίωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η δημιουργία μιας κοινής ταυτότητας μοιάζει να γίνεται πολύ αργά (Risse 2002). Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή ‘δημόσια σφαίρα’ στην οποία οι πολίτες να ενημερώνονται και να μετέχουν στις πολιτικές συζητήσεις. Δεν υπάρχουν ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης, η επικοινωνία σε ευρωπαϊκά ζητήματα είναι εθνικά χρωματισμένη και διασπασμένη σε διαφορετικές γλώσσες. Οι ομάδες συμφερόντων μπορεί να μεταφέρουν τη δράση τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παραμένουν όμως, κυρίως, ομάδες εθνικών συμφερόντων και, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αποτελούν πολύ χαλαρές ομοσπονδίες. Τα ευρωπαϊκά κόμματα είναι αδύναμα και η προσέλευση στις εκλογές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι άνιση και χαμηλή.


Πώς μπορούμε λοιπόν να επανορθώσουμε το ευρωπαϊκό δημοκρατικό έλλειμμα;


Μια επιλογή είναι να ριζοσπαστικοποιήσουμε την κοινοβουλευτική οδό πολιτικοποιώντας ακόμη περισσότερο την ευρωπαϊκή διαδικασία λήψης αποφάσεων. Αυτό μπορεί να γίνει με τη δημιουργία μιας πιο άμεσης σχέσης ανάμεσα στο αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών κοινοβουλευτικών εκλογών και τη σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έτσι ώστε να αντανακλά την ιδεολογική πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Σήμερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγκρίνει τη σύνθεση της Επιτροπής αλλά οι Επίτροποι προτείνονται από τα κράτη μέλη και αντανακλούν μάλλον τις κυβερνώσες πλειοψηφίες στα κράτη μέλη παρά την πλειοψηφία που προκύπτει από την ευρωπαϊκή εκλογή. Η δημιουργία άμεσης σχέσης ανάμεσα στις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές εκλογές και τη σύνθεση της Επιτροπής μπορεί να πολιτικοποιήσει την Επιτροπή και να αφυπνίσει τον ευρύτερο ευρωπαϊκό δημόσιο διάλογο για τις επιλογές πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Επιτροπή μπορεί να αντανακλά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να λογοδοτεί σαφώς στο Κοινοβούλιο στη βάση ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού δημόσιου διαλόγου για τις επιλογές πολιτικής που γίνονται και πρόκειται να γίνουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο.


Η στρατηγική αυτή έχει, ωστόσο, τρία κύρια προβλήματα. Πρώτον, δεν υπάρχει εγγύηση ότι μια τέτοια πολιτικοποίηση συνεπάγεται πραγματικά την ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας. Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αν οι ευρωπαϊκές εκλογές έχουν να κάνουν με σαφείς ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές που αντανακλώνται στη σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι Ευρωπαίοι πολίτες θα συμμετάσχουν περισσότερο στον ευρωπαϊκό δημόσιο διάλογο και θα αναγνωρίσουν ότι συμμετέχουν ενεργά σε αυτή την πολιτεία. Τι θα γίνει ωστόσο αν δεν ακολουθήσει ευρωπαϊκός δημόσιος διάλογος; Τι θα γίνει αν οι ευρωπαϊκές πολιτικές επιλογές εξακολουθήσουν να έχουν καθαρά εθνικές ερμηνείες στις διαφορετικές γλώσσες των εθνικών μέσων ενημέρωσης; Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια περαιτέρω από-νομιμοποίηση της Ε.Ε. που θα φαίνεται ότι επιβάλλει ιδεολογικές επιλογές στις πολιτικές επιλογές της πλειοψηφίας σε εθνικό επίπεδο. Όπως δείχνει η ιστορία της Συνταγματικής Συνθήκης και η προβληματική διαδικασία επικύρωσης της Συνθήκης της Λισσαβόνας, οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν φαίνεται να ακολουθούν όταν ο δρόμος οδηγεί σε περαιτέρω συνταγματοποίηση και οικοδόμηση της πολιτείας.


Οδηγούμαστε έτσι στο δεύτερο πρόβλημα αυτής της στρατηγικής: το αποτέλεσμά της στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι πολύ απρόβλεπτο. Μπορεί να μεταβάλει θεμελιακά το ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από κινητήριο μοχλό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που εκπροσωπεί το ‘ευρωπαϊκό συμφέρον’ στη βάση της εντολής που της παρέχεται από τη Συνθήκη, σε πολιτικό σώμα. Εάν μια ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα δεν αναδυθεί, ένα τέτοιο υπερεθνικό πολιτικό σώμα μπορεί να δεχτεί κριτική στη βάση εθνικά προσδιορισμένων συμφερόντων και συζητήσεων, και επομένως να χάσει τη σημερινή ικανότητά του ως κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.


Τρίτον, ακόμη κι αν η πολιτικοποίηση οδηγήσει στον εξευρωπαϊσμό της δημόσιας σφαίρας, η ενδυνάμωση του κοινοβουλευτικού μοντέλου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τη δημιουργία άμεσης σχέσης ανάμεσα στο εκλογικό αποτέλεσμα και τη σύνθεση της Επιτροπής, θα αποτελέσει εν μέρει μόνο απάντηση στο θέμα της δημοκρατικής υπευθυνότητας της σύγχρονης διακυβέρνησης. Δεν θα δώσει απάντηση στην πολυπλοκότητα των μηχανισμών της διακυβέρνησης και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών παικτών στο επίπεδο κατάρτισης της ατζέντας, του σχεδιασμού και της εφαρμογής πολιτικής.


Για αυτούς τους λόγους, ο δημόσιος διάλογος για τη συμμετοχική δημοκρατία στην Ε.Ε. είναι αναπόφευκτος. Υπάρχουν, όμως, διαφορετικές διαστάσεις στην ιδέα της συμμετοχικής δημοκρατίας. Αρχικά, η έννοια αναπτύχθηκε στην πολιτική θεωρία για να υποστηρίξει συμμετοχικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες οι πολίτες θα μπορούν να μετάσχουν άμεσα σε αποκεντρωμένα περιβάλλοντα διακυβέρνησης, που περιλαμβάνουν δημόσια λήψη αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο, αλλά και συμμετοχικές διαδικασίες στον ιδιωτικό τομέα όπως στον τόπο εργασίας ( Pateman 1970). Τέτοιες διαδικασίες άμεσης συμμετοχής προστίθενται στο παραδοσιακό εργαλείο της άμεσης δημοκρατίας που είναι το δημοψήφισμα. Τελευταία, η έννοια της συμμετοχικής δημοκρατίας χρησιμοποιείται, επίσης, με δυο πρόσθετους τρόπους. Πρώτον, η λεγόμενη e-democracy και η χρήση διαδικασιών ηλεκτρονικής διαβούλευσης επιτρέπουν μια νέα μορφή άμεσης συμμετοχής των πολιτών.


Δεύτερον, η έννοια της συμμετοχικής δημοκρατίας έχει διευρυνθεί έτσι ώστε να αναφέρεται σε μια δημοκρατική διαδικασία όπου εκείνοι τους οποίους αφορά ένα ζήτημα συμμετέχουν στο σχεδιασμό της σχετικής απόφασης. Αυτό συνεπάγεται, ωστόσο, μια μετακίνηση από την αρχική έννοια της συμμετοχικής δημοκρατίας που απαιτεί την άμεση συμμετοχή των πολιτών προς την ιδέα συμμετοχικών διαδικασιών όπου λειτουργικοί εκπρόσωποι, όπως οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, θα δρουν ως ενδιάμεσοι μεταξύ των πολιτών και της πολιτικής αρχής. Δεν αποτελεί έκπληξη που αυτή η δεύτερη ερμηνεία της έννοιας της συμμετοχικής δημοκρατίας κυριαρχεί περισσότερο στον ευρωπαϊκό δημόσιο διάλογο. Με δεδομένο τον υπερεθνικό χαρακτήρα της Ε.Ε., δεν είναι ρεαλιστικό να συμμετέχουν οι πολίτες, πρόσωπο με πρόσωπο, στον τεράστιο αριθμό των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών πρωτοβουλιών. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και ιδίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έχουν, κατά συνέπεια, επικεντρωθεί στην αλληλεπίδραση με τους εκπροσώπους των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών (Smismans 2003).


Εάν λάβουμε υπόψη τους περιορισμούς σε ό, τι αφορά τη διατύπωση της δημοκρατίας στην Ε.Ε. με τη μορφή, απλώς και μόνο, του κοινοβουλευτικού μοντέλου, η συμμετοχική δημοκρατία μπορεί να συμβάλει στη δημοκρατία στην Ε.Ε. για τους ακόλουθους λόγους.
Πρώτον, μολονότι οι περιπτώσεις άμεσης συμμετοχής των πολιτών μπορεί να είναι περιορισμένες σε ό, τι αφορά το αποτέλεσμα, είναι επιθυμητές επειδή συμβάλλουν στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα. Η ηλεκτρονική δημοκρατία ή τα φόρα διαβούλευσης που οργανώνονται από τους θεσμούς της Ε.Ε. μπορεί να οδηγήσουν σε άμεση συμμετοχή των πολιτών, αλλά ο αριθμός των πολιτών που εμπλέκονται σε αυτές τις διαδικασίες θα είναι πάντα περιορισμένος. Η πρωτοβουλία των Ευρωπαίων πολιτών, όπως προτείνεται από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, σύμφωνα με την οποία ένα εκατομμύριο πολίτες της Ε.Ε. μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να εισαγάγει πολιτική, μπορεί να δημιουργήσει ευρύτερο δημόσιο διάλογο εάν χρησιμοποιηθεί με στρατηγικό τρόπο σε θέματα μείζονος ενδιαφέροντος. Μολονότι είναι επιθυμητή, δεν μπορεί να δημιουργήσει τακτική συμμετοχή των πολιτών στην καθημερινή λειτουργία της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.


Δεύτερον, γι’ αυτό το λόγο, η συμμετοχική δημοκρατία μέσω λειτουργικών ενδιάμεσων, είναι απαραίτητη. Η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση παρέχει ημιτελή εκπροσώπηση των πολιτών. Ο πολίτης υποβαθμίζεται σε ένα ασαφές ‘ίσο’, αποκομμένος από τα προσωπικά χαρακτηριστικά του και την αίσθηση ότι ανήκει κάπου πέραν της επικράτειας της πολιτείας. Ένα εδαφικά εκλεγμένο κοινοβούλιο δεν μπορεί να εκπροσωπεί το σύνολο των προσωπικοτήτων και συμφερόντων της εκλογικής του περιφέρειας, δεδομένου ότι τα άτομα είναι εν δυνάμει άπειρα σε ό, τι αφορά το στόχο και τη βούληση τους (G.D.H. Cole σε ανάλυση του Hirst 1989: 31)
Κατά συνέπεια, οι συμμετοχικοί μηχανισμοί μέσα από τους οποίους οι πολίτες εκπροσωπούνται επειδή ανήκουν σε διάφορες λειτουργικές ενώσεις, μπορεί να αποτελέσουν συμπλήρωμα στην παραδοσιακή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Αυτό ταιριάζει ιδιαίτερα σε ένα ευρωπαϊκό επίπεδο όπου η εκπροσώπηση μέσα από το κοινοβούλιο αντιμετωπίζει βασικά προβλήματα υπό την έννοια της ταύτισης με έναν μόνο ευρωπαϊκό δήμο και εάν ληφθούν υπόψη οι ειδικές δυνατότητες δημιουργίας μιας πιο άμεσης συμμετοχής των πολιτών, ανάλογα με τα επίπεδα της κλίμακας. Μια τέτοια συμμετοχική δημοκρατία μέσω λειτουργικών ενδιάμεσων επιτρέπει συμμετοχικές διαδικασίες στην πολύπλοκη διοικητική πολυεπίπεδη διακυβέρνηση της Ε.Ε. και μπορεί να συμβάλει στον εξευρωπαϊσμό της δημόσιας σφαίρας, η οποία μπορεί, με τη σειρά της, να ενισχύσει τον δημοκρατικό δημόσιο διάλογο γύρω από την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.



Αναφορές


- De Búrca, Gráinne (1996), ‘The Quest for Legitimacy in the European Union’, The Modern Law Review, 59, σσ. 349-376.

- Hirst, P.Q. (1989), The Pluralist Theory of the State: Selected Writings of G.D.H. Cole, J.N. Figgis and H.J. Laski, Routledge.

- Kaelble, Hartmut (1994), ‘L’Europe “vécue” et l’Europe “pensée” aux XXe siècle: Les spécificités sociales de l’Europe’, dans René Girault (ed), Identité et conscience européennes aux XXe sciècle, Hachette, σσ.27-45.

- Lindberg και Scheingold (1970), Europe’s Would-Be Polity: Patterns of Change in the European Community, Englewood Cliffs: Prentice Hall.

- Moravcsik, A. (1994), ‘Why the European Community Strengthens the State: Domestic Politics and International Cooperation’, Harvard University Center for European Studies Working Paper Series, No.52.

- Pateman, Carole (1970), Participation and Democratic Theory, Cambridge: Cambridge University Press.

- Risse, T. (2002), ‘Nationalism and Collective Identities: Europe versus the Nation-State’, στο P. Heywood, E. Jones, and M. Rhodes (Eds), Developments in Western European Politics, Basingstoke: Palgrave.

- Smismans, Stijn (2003), ‘European Civil Society: Shaped by Discourses and Institutional Interests, European Law Journal, 9, no. 4, σσ.473-492.

- Smismans (2004), ‘The Constitutional Labelling of “the democratic life of the EU”: representative and participatory democracy’, στο A. Follesdal and L. Dobson (eds), Political Theory and the European Constitution, London: Routledge, σσ. 122-138.

- Weiler (1997), ‘Legitimacy and Democracy of Union Governance’, στο G.Edwards and A. Pijpers, The Politics of European Treaty Reform, London: Pinter, σσ.249-287.



Αφιέρωμα: Ευρώπη
Ετικέτες: , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε