ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Irmak Ertuna-Howison – Οι πειρατές, οι συγγραφείς και ο φόβος της συλλογικής νοημοσύνης


Bruegel: childrensgames

Καθώς η αλυσίδα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας σφίγγει γύρω από τους λαιμούς μας, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να χαλαρώσουμε το λουρί και να προσπαθήσουμε να απομακρυνθούμε από την επίδραση που έχει στη σκέψη μας. Ακόμη και ιστορικοί του πολιτισμού, κριτικοί και συγγραφείς- που παραδοσιακά αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της προοδευτικής σκέψης- προσχωρούν στις συντηρητικές ιδέες. Ένας τέτοιος συγγραφές είναι ο Jaron Lanier, που το βιβλίο του You’re Not a Gadget: A Manifesto (Δεν Είσαι Γκάτζετ: Ένα Μανιφέστο), που εκδόθηκε το 2010 και έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από συντηρητικούς κριτικούς όπως η διάσημη βιβλιοκριτικός των New York Times, Michiko Kakutani. Η κριτική της, “A Rebel in Cyberspace, Fighting Collectivism” (Μια Επαναστάτρια στον Κυβερνοχώρο, Η Μάχη κατά του Κολεκτιβισμού), όπως υποδηλώνει ο τίτλος της, μπαίνει κατευθείαν στο θέμα, επισημαίνοντας ότι η επιφυλακτικότητα του Lanier απέναντι στη “σοφίας του πλήθους” και την απειλή κατά της πνευματικής ιδιοκτησίας που εκπροσωπεί το ελεύθερο Ίντερνετ αποτελεί την πραγματική αρετή αυτού του βιβλίου. Ο κολεκτιβισμός του κυβερνο-περιεχόμενου, στη διανομή και την παραγωγή, θεωρείται από τους συντηρητικούς συγγραφείς ως απειλή που υπονομεύει την πρωτοτυπία και τη φαντασία.


Πράγματι, ο Lanier υποστηρίζει ότι η online κοινή χρήση, η δημιουργία mash-ups από μια ποικιλία περιεχομένων και η νοοτροπία κυψέλης των online κοινοτήτων αποτελούν απειλή στην ατομικότητα. Σε αντίθεση με τον Ουμπέρτο Έκο, που υποστηρίζει ότι οι νέες τεχνολογίες αυξάνουν τη μόρφωση και ενισχύουν τις αναγνωστικές συνήθειες, καλλιεργώντας νέα δημιουργικότητα,[1] ο Lanier υποστηρίζει ότι τα βιβλία πρόκειται σύντομα να υποβαθμιστούν. Επιπλέον, η απεριόριστη κοινή χρήση και διανομή του περιεχομένου θα ʺυπονομεύσει τις τεχνητές σπανιότητες στις οποίες βασίζεται η οικονομίαʺ και επομένως θα απειλήσει την οικονομία της αγοράς- το είδος του συστήματος που προωθεί και καλλιεργεί ατομικότητα, αυτοδιάθεση και αξιοπρέπειαʺ {102}. Ασφαλώς, ο Lanier δεν παραλείπει να ασκήσει κριτική στο μανιφέστο του Μαρξ. Σύμφωνα με την αδύναμη κριτική του Lanier, ο Μαρξ περιγράφεται ως αυτουργός διεφθαρμένων, θολών και βίαιων επαναστάσεων κι εκείνοι που εξακολουθούν να εμπνέονται από τις μαρξιστικές ιδέες στον κυβερνοκόσμο αποπέμπονται ως πλανεμένοι ιδεαλιστές. Ούτε μια φορά δεν αναφέρεται ή δεν συζητά τις ιδέες του Μαρξ, παρά μόνο επαναλαμβάνει μερικές κοινοτοπίες (για την ατομική ιδιοκτησία και τη μοίρα της Σοβιετικής Ρωσίας) που όσοι έχουν φοβία με τον Μαρξ αρέσκονται να χρησιμοποιούν.


Ας δούμε, λοιπόν, τις έννοιες της αξίας, της ατομικότητας και της ιδιοκτησίας που ο Lanier (μεταξύ πολλών άλλων σύγχρονων ʺεπαναστατώνʺ) χρησιμοποιεί τόσο αβίαστα, αναπτύσσοντας τις μαρξιστικές ιδέες για χάρη της προοδευτικής κατανόησης του σημερινού κυβερνο-πολιτισμού. Παραδόξως, ένας κριτικός του πολιτισμού της δεκαετίας του 1930 αποδείχτηκε πιο πρωτότυπος και κοινωνικά προοδευτικός από τους σημερινούς. Η πολιτισμική κριτική του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τη μεταβαλλόμενη φύση του έργου τέχνης απέναντι στις νέες τεχνολογίες είναι ακόμη σήμερα, και ίσως περισσότερο, καίρια για την προσπάθεια αναθεώρησης του καλλιτεχνικού περιεχόμενου που διατίθεται ελεύθερα χάρη στις νέες τεχνολογίες (και παρόλα αυτά είναι περιορισμένο) και ιδίως της υπάρχουσας νομοθεσίας για την ιδιοκτησία, και ειδικότερα την πνευματική ιδιοκτησία.


Ο Μπένγιαμιν κατεδαφίζει τις παραδοσιακές έννοιες του συγγραφέα, της αύρας και της παραγωγής στην γονιμοποιό μελέτη του “The Work of Art in the Age of Mechanical Reproduction” (Το Έργο Τέχνης την Εποχή της Μηχανικής Αναπαραγωγής). Για τον Μπένγιαμιν, η πρωταρχική επαναστατική επίδραση των τεχνολογιών μηχανικής αναπαραγωγής (όπως η κάμερα) στη φύση της τέχνης έγκειται στην παρακμή της αύρας.[2] Η αυταπάτη που περιβάλλει το έργο τέχνης, βασισμένη στην αίσθηση της απόστασης και της μυστικότητας, διαλύεται όταν το κοινό έρχεται φυσικά και ψυχολογικά πιο κοντά στο ίδιο το έργο. Η μηχανική αναπαραγωγή δημιουργεί τη δυνατότητα “να τεθούν στην άκρη πολλές παρωχημένες έννοιες, όπως η δημιουργικότητα και η ιδιοφυΐα, η αιώνια αξία και το μυστήριο” (“Work of Art” 218). Το έργο τέχνης βρίσκει επομένως λειτουργία στις υλικές διαδικασίες της κοινωνίας και όχι σε ένα τελετουργικό και υπερβατικό πεδίο. Η παρακμή της αύρας συμβαδίζει με την υπονόμευση της διάκρισης μεταξύ συγγραφέα και κοινού ή παραγωγού και καταναλωτή. Κοινοί άνθρωποι, που θεωρείται συνήθως ότι δεν έχουν καλλιτεχνικό πνεύμα, συμμετέχουν στη δημιουργική παραγωγή, είτε παίζοντας σε ένα ντοκυμαντέρ είτε ως συγγραφείς που στέλνουν επιστολές στις εφημερίδες. Για παράδειγμα, η τεχνολογία της τυπογραφίας που αύξησε τη μόρφωση και γέννησε εφημερίδες, υπονομεύει την “γνώση των ειδικών” καθώς δημιουργεί ένα μέσο όπου “η λογοτεχνική ικανότητα δεν βασίζεται πλέον στην εξειδικευμένη εκπαίδευση αλλά σε μια πολυτεχνική παιδεία και μετατρέπεται επομένως σε δημόσια ιδιοκτησία” (“Newspaper” 742).


Ωστόσο, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είναι επίσης ο πρώτος που μας υπενθυμίζει ότι οι κατεστημένες αντιλήψεις εξακολουθούν να υπάρχουν, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές αλλαγές. Η αύρα δεν παραδίδεται εύκολα ώστε να ανοίξει ο δρόμος σε μια επαναστατική αντίληψη της τέχνης. Η εξασθένηση της αύρας στο έργο τέχνης συμβαδίζει με την άνοδο των διασημοτήτων της μόδας, με θεωρητικές απόπειρες συζήτησης για τον κινηματογράφο και τη φωτογραφία σύμφωνα με τις παραδοσιακές αντιλήψεις, όπως και με την αναβίωση της ʺθεολογίας της τέχνηςʺ που υπερασπίζεται l’art pour l’art (ʺWork of Artʺ 224). Για τον Μπένγιαμιν, η αναβίωση αυτών των κλασικών (και αντιδραστικών) ιδεών εξυπηρετεί στον περιορισμό της επαναστατικής δυναμικής αυτών των νέων τεχνολογιών μέσα σε μια φούσκα ψυχαγωγίας και φετιχισμού. Το 1969, ο Μισέλ Φουκώ διεξήγαγε μια ανάλογη έρευνα για τη φύση της ʺιδιότητας του συγγραφέαʺ και της κοινωνικής λειτουργίας του. Στη μελέτη του ʺΤι είναι ο Συγγραφέας;ʺ εξετάζει τις συνέπειες της νομικής και κοινωνικής δημιουργίας του συγγραφέα τον 18ο και 19ο αιώνα. Μολονότι το σύστημα της ιδιοκτησίας καθιστά τον συγγραφέα έναν λειτουργό στο καπιταλιστικό σύστημα, το χαμένο ιερό στάτους του αντισταθμίζεται από ʺτη συστηματική πρακτική της παραβίασης και μέσω αυτής της αποκατάστασης του κινδύνου για ένα γραπτό που τα ιδιοκτησιακά οφέλη του τώρα κατοχυρώνονταιʺ (Foucault 108).


Η συγγραφέας βρίσκεται διπλά στριμωγμένη, καθώς το στάτους της συγγραφικής ιδιότητας την τοποθετεί σε συγκεκριμένες κοινωνικές διαδικασίες αλλά και την καθιερώνει ως φωνή που βρίσκεται υπεράνω και πέραν του γραπτού κειμένου. Ο Φουκώ γράφει ότι ʺεάν έχουμε συνηθίσει να παρουσιάζουμε τον συγγραφέα ως ιδιοφυΐα, ως συνεχές κύμα εφεύρεσης, είναι επειδή στην πραγματικότητα τον κάνουμε να λειτουργεί με τον αντίθετο ακριβώς τρόπο ʺ (119). Η λειτουργία του συγγραφέα περιορίζει τον κίνδυνο του γραψίματος ή τη διάδοση του νοήματος. Ωστόσο, η λειτουργία του συγγραφέα εξαρτάται πλήρως από τις ιστορικές διαδικασίες που τη γεννούν και επομένως μπορεί να τροποποιηθεί σημαντικά. Ο Φουκώ υποστηρίζει με αισιοδοξία:



Μολονότι, από τον δέκατο όγδοο αιώνα, ο συγγραφέας παίζει το ρόλο του ρυθμιστή του φανταστικού, έναν ρόλο πολύ χαρακτηριστικό της βιομηχανικής και αστικής κοινωνίας της εποχής μας, του ατομικισμού και της ατομικής ιδιοκτησίας, παρόλα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές μετατροπές που συντελούνται, δεν μοιάζει απαραίτητο να παραμείνει η λειτουργία του συγγραφέα ως έχει, σε ό, τι αφορά τη μορφή, την περιπλοκότητα, ακόμη και την ύπαρξή της. Πιστεύω ότι όσο η κοινωνία μας αλλάζει, τη στιγμή ακριβώς που βρίσκεται σε διαδικασία αλλαγής, η λειτουργία του συγγραφέα θα εξαφανιστεί, με τέτοιο τρόπο που η φαντασία και τα πολύσημα κείμενά της θα λειτουργήσουν ξανά σύμφωνα με έναν άλλο τρόπο, αλλά πάντα με ένα σύστημα περιορισμού- που δεν θα είναι πλέον ο συγγραφέας αλλά που θα πρέπει να καθοριστεί ή ίσως να δοκιμαστεί. (119)


Οι καιροί μπορεί να έχουν αλλάξει από την εποχή του Μπένγιαμιν και του Φουκώ, το σύστημα όμως παραμένει ανέπαφο. Η διάδοση του νοήματος και η εξαφάνιση της αύρας, που έλπιζαν οι συγγραφείς αυτοί, παραμένουν ως απειλές στα μονοπώλια, τις ομάδες πίεσης και τις διεθνικές εταιρείες που ελέγχουν την παγκόσμια δικονομική δομή. Ο Μπένγιαμιν παρατήρησε ότι οι τεχνικές της μηχανικής αναπαραγωγής δεν κοινωνικοποίησαν μόνο τη διανομή και κυκλοφορία αυτού που κάποτε θεωρούνταν ιερό, αλλά αποκάλυψαν επίσης την κοινωνικότητα της παραγωγής. Ο κινηματογράφος και η φωτογραφία απομυθοποίησαν τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες δημιουργείται ο υλικός κόσμος μας.[3] Όπως επίσης υποστήριξε ο Φουκώ, με τον ίδιο τρόπο, τα υπερφυσικά γνωρίσματα που συνδέονταν με τους καλλιτέχνες και τους συγγραφείς έπαψαν να υπάρχουν.


Στο βαθμό που οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και οι νέες μιντιακές τεχνολογίες επιτρέπουν την ατέλειωτη αναπαραγωγή, αποτελούν μια ευρύτερη απειλή για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα μέχρι σήμερα. Διαπιστώνουμε στη γλώσσα της Πνευματικής Ιδιοκτησίας, που δεν συντηρείται μόνο από οργανώσεις όπως οι WTO, RIAA και MPAA, αλλά και από συγγραφείς που προσχωρούν στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, μεταξύ των οποίων ο Jaron Laner αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα, την αναβίωση ιδεών όπως ο ατομικισμός, η δημιουργικότητα και η ιδιοφυΐα. Η πρόκληση που τίθεται στις έννοιες της παραγωγής και της ιδιοκτησίας από τις νέες τεχνολογίες παρεμποδίζεται από τον περιορισμό της αναπαραγωγής των έργων τέχνης, μέσω του χαρακτηρισμού τους ως πνευματική ιδιοκτησία και εκείνων που την παραβιάζουν ως “πειρατές”. Ως τέτοιοι πειρατές, που οι πρακτικές τους ξεπερνούν το όριο της ατομικής παραγωγής και μπορούν να πετύχουν στο βαθμό που υπάρχει συλλογική συσσώρευση γνώσης για κοινή χρήση, προσφέρουν έναν εναλλακτικό τρόπο σχέσης με τα πολιτιστικά τεχνουργήματα. Οι πρακτικές τους δημιουργούν μια επείγουσα ανάγκη ελέγχου της διάδοσης των κειμένων, των τεχνουργημάτων και επομένως των ιδεών. Οι ατέλειωτες αγωγές σε σχέση με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και την πειρατεία μαρτυρούν αυτές τις απόπειρες ελέγχου.


Το σύστημα βρίσκεται τώρα αντιμέτωπο με την κοινωνική φύση της παραγωγής- όπως δείχνει το παράδειγμα της πειρατείας- που έχει κρυφτεί πίσω από τους μύθους για το αυτάρκες άτομο. Όχι μόνο το άτομο είναι κοινωνικό ον, αλλά και η παραγωγή του υλικού (και τώρα άυλου) κόσμου μας είναι κοινωνική.[4] Οι online συνεργασίες που θεωρούνται πειρατεία φέρνουν το γεγονός της κοινωνικότητας αυτής στο προσκήνιο. Γράφοντας την εποχή του μοντερνισμού, ο Μαρξ υποστήριξε ότι το κεφάλαιο είναι η συλλογική δύναμη- ή μια άλλη ονομασία για τον πολιτισμό- που συσσωρεύει τον πλούτο της μέσα από τη συλλογική δύναμη της εργασίας (Capital 585). Καθώς το κεφάλαιο επεκτείνεται σε όλες τις κοινωνικές σφαίρες πέρα από τα σύνορα του χώρου και του χρόνου, δεν μπορεί παρά να παράγει πρόοδο της γνώσης. Και πράγματι, στη λεγόμενη ʺμεταμοντέρνα εποχήʺ μας, η αλυσίδα παραγωγής έχει αντικατασταθεί ως οργανωτικό πρότυπο από το δίκτυο, που μεταμορφώνει τις μορφές συνεργασίας και επικοινωνίας σε κάθε παραγωγικό ιστότοπο και ανάμεσα στους παραγωγικούς ιστότοπους (Hardt 295).


Ο όρος που ο Μαρξ και οι σύγχρονοι οπαδοί του χρησιμοποιούν για την κοινωνική συσσώρευση της γνώσης είναι η συλλογική νοημοσύνη.[5] Καθώς το κεφάλαιο επεκτείνεται σε αισθητικές, συμβολικές και εικονικές σφαίρες αποδίδοντας αξία ανταλλαγής σε αυτά τα άυλα προϊόντα, γεννά επίσης “μαζική πνευματικότητα”.[6] Τώρα, όποιος έχει την περιέργεια μπορεί να εφεύρει, να ανακαλύψει και να διανείμει μια ποικιλία ψηφιακών τεχνολογιών. Οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει συγγραφέας (ακόμη και διάσημος) ή να συνεργάζεται σε δημιουργικά προγράμματα. Ή οι φοιτητές μπορεί απλώς να προτιμούν να κατεβάζουν μια ταινία, να βοηθούν στη μετάφραση των υποτίτλων κι ύστερα να τη βλέπουν στο σπίτι αντί να πληρώνουν 10 δολάρια για εισιτήρια κινηματογράφου.[7] Όπως υποστηρίζει ο Ουμπέρτο Έκο, οι ενδιάμεσοι ανάμεσα σε εκείνους που θέλουν να επικοινωνήσουν, χάνονται (301). Όσοι παραδοσιακά είχαν όφελος από αυτό, είναι προφανώς δυσαρεστημένοι με την άνοδο της δωρεάν μαζικής διανοητικότητας. Η οικουμενική βιβλιοθήκη για την οποία υπήρχαν κάποτε ελπίδες, περιγράφεται τώρα ως απειλή στην πρωτοτυπία, τη δημιουργικότητα και την ατομικότητα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί απειλή για τη διοίκηση του κεφαλαίου.


Επιπλέον, η απειλή της συλλογικής νοημοσύνης ή η άνοδος της μαζικής πνευματικότητας έχει δυο όψεις: Από τη μια πλευρά, διαταράσσει τη συσσώρευση κέρδους από τους καπιταλιστές και από την άλλη, ίσως ακόμη πιο σημαντικό, καθιστά τους ανθρώπους εξεταστές εάν όχι πειρατές χωρίς καλά-καλά να το καταλαβαίνουν. Αντιδρώντας στην ενθουσιώδη υποδοχή του κινηματογράφου τέχνης από τους ανθρώπους, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είπε πως σε αντίθεση με άλλες μορφές έργων τέχνης (όπως η πρωτοποριακή ζωγραφική), το κινηματογραφικό κοινό γίνεται ένας “αφηρημένος εξεταστής” (Work of Art 241). Στο πλαίσιο της αναψυχής τους, οι μάζες απορροφούν τα έργα τέχνης και συμμετέχουν σε μια προοδευτική συλλογική κριτική. Ωστόσο, οι ιδεολόγοι των Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας ορίζουν τον κολεκτιβισμό μόνο με την αρνητική μορφή του, έναντι της οποίας ο Μπένγιαμιν προειδοποίησε, στο ίδιο άρθρο, στις απαρχές του φασισμού. Σήμερα, υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι η συλλογική νοημοσύνη μάς κάνει αφηρημένους εξεταστές, ερασιτέχνες κριτικούς, αυτοδίδακτους εφευρέτες, μη ειδικευμένους δημοσιογράφους, μαθητευόμενους της πληροφορίας-παραγωγής, και επομένως εγκληματίες σύμφωνα με το σύγχρονο δικονομικό σύστημα.


Ο Ουμπέρτο Έκο μας υπενθυμίζει πως ποτέ στην ιστορία του πολιτισμού κάτι καινούργιο δεν σκότωσε κάτι άλλο: το άλλαξε μόνο βαθιά (304). Συζητώντας για την τεχνολογία της ραδιοφωνικής εκπομπής, ο Μπένγιαμιν υποστηρίζει ότι “η συνεχής αποτυχία αυτού του θεσμού έγκειται στο γεγονός ότι διαιωνίζει τον βασικό διαχωρισμό ανάμεσα στους επαγγγελματίες και το κοινό, έναν διαχωρισμό που βρίσκεται σε αντίθεση με την τεχνολογική του βάση” (On Radio 543).[8] Αντί να λειτουργεί σε συμφωνία με την έμφυτη επαναστατική δυνατότητά του, το ραδιόφωνο ανακτά τη “νοοτροπία του καταναλωτή” που εκπροσωπείται από το “κλείσιμο” (On Radio 543). Σήμερα όμως, η επαναστατική δυνατότητα του ραδιοφώνου αναβιώνει χάρη στις ψηφιακές τεχνολογίες που επιτρέπουν στον καθένα να έχει την εκπομπή του (της). Με άλλα λόγια, η φύση του Ίντερνετ αλλάζει τη φύση του ραδιοφώνου προς το καλύτερο. Παραμένει όμως ο κίνδυνος ότι εκτός και αν μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις κατεστημένες αντιλήψεις για το άτομο, την ιδιότητα του συγγραφέα και την ιδιοκτησία, το Ίντερνετ δεν θα λειτουργήσει σύμφωνα με την τεχνολογική βάση του και αντίθετα θα ενισχύσει τις μυθοποιημένες και αντιδραστικές έννοιες που περιορίζουν την απεριόριστη κοινωνική και ατομική δημιουργικότητα.


Σημειώσεις

[1] – Στον Επίλογο του τόμου The Future of the Book ( Το Μέλλον του Βιβλίου), ο Έκο γράφει: Μπορούμε να διανοηθούμε υπερκείμενα, που είναι απεριόριστα και απέραντα. Κάθε χρήστης μπορεί να προσθέσει κάτι και μπορείτε να φτιάξετε μια ιστορία χωρίς τέλος. Σε αυτό το σημείο, φυσικά, η κλασική έννοια της ιδιότητας του συγγραφέα εξαφανίζεται κι έχουμε έναν νέο τρόπο να πραγματοποιήσουμε ελεύθερη δημιουργικότητα (303)

[2] Στο “A Small History of Photography” (Μια Μικρή Ιστορία της Φωτογραφίας) , ο Μπένγιαμιν ορίζει την αύρα ως ʺπαράξενο κύμα χώρου και χρόνου: μοναδική εμφάνιση ή φαινομενικότητα απόστασης, ανεξάρτητα από το πόσο κοντά μπορεί να είναι το αντικείμενοʺ. ( Walter Benjamin, “A Small History of Photography”, One Way Street, Edmund Jephcott & Kingsley Shorter, London: NLB, 1979, 250.

[3] Αυτός είναι ο λόγος που ο Μπένγιαμιν χρησιμοποιεί τις πρωτοποριακές ταινίες του Ρώσου κινηματογραφιστή Dziga Vertov ως παραδείγματα στη μελέτη του “The Work of Art in the Age of Mechanical Reproduction” (Το Έργο Τέχνης στην Εποχή της Μηχανικής Αναπαραγωγής) Η ταινία του Vertov, Man with the Movie Camera (Ο Άνθρωπος με την Κινηματογραφική Κάμερα) για παράδειγμα, αφηγείται μια μέρα από τη ζωή μιας μητρόπολης ενώ ταυτόχρονα αφηγείται τη διαδικασία της κινηματογράφησης και της υποδοχής από το κοινό μετά.

[4] Μια από τις θεωρητικές αρχές του Μαρξ αναφέρεται στα Χειρόγραφα του 1844: “Είναι πάνω από όλα αναγκαίο να αποφευχθεί για άλλη μια φορά η καθιέρωση της ‘κοινωνίας’ ως αφαίρεση υπεράνω και εναντίον του ατόμου. Το άτομο είναι το κοινωνικό ον”.( Karl Marx, “Economic and Philosophical Manuscripts”, Early Writings, ed. Lucio Coletti. Harmondsworth : Penguin Books, 1975, 350).

[5] Ο Μαρξ ορίζει τη συλλογική νοημοσύνη ως άμεση δύναμη παραγωγής:


Η ανάπτυξη του σταθερού κεφαλαίου δείχνει σε ποιο βαθμό η γενική κοινωνική γνώση έχει γίνει άμεση δύναμη παραγωγής και, επομένως, σε ποιό βαθμό οι συνθήκες της διαδικασίας της ίδιας της κοινωνικής ζωής έχουν περιέλθει υπό τον έλεγχο της συλλογικής νοημοσύνης. (Karl Marx. Grundrisse: Foundations of the Critique of Political Economy. New York: Penguin Books, 1993, 706).


Στην ρηξικέλευθη μελέτη του για το Grunrisse του Μαρξ, ο Αντόνιο Νέγκρι ακολουθεί αυτή τη μαρξιστική αρχή:


Ολότητα κοινωνικής εργασίας {….} η εργασία που διατηρεί την αξία του κεφαλαίου όπως και αυτή που εμπλουτίζεται με τη συνεργασία μεγάλων μαζών, η εργασία που ακολουθεί την επιστημονική δυναμική της κοινωνίας όπως και αυτή που προκύπτει από την απλή αύξηση του πληθυσμού ( Antonio Negri. Marx Beyond Marx: Lessons on Grundrisse. New York: Autonomedia, 1991, 87).

[6] Βλέπε για παράδειγμα: τη μελέτη του Paolo Virno, “General Intellect” ( Συλλογική Νοημοσύνη) και του Maurizio Lazzarato, “Immaterial Labor” (Άυλη Εργασία).

[7] Το πρώτο Hacker Manifesto με την υπογραφή The Mentor, το 1986 δηλώνει: ʺΕπιζητούμε τη γνώση…και μας αποκαλείτε εγκληματίες…Κατασκευάζετε ατομικές βόμβες, διεξάγετε πολέμους, δολοφονείτε, εξαπατείτε και μας λέτε ψέμματα και επιχειρείτε να μας κάνετε να πιστέψουμε πως είναι για το καλό μας, και παρόλα αυτά εμείς είμαστε οι εγκληματίες. Ναι, είμαι εγκληματίας. Έγκλημά μου είναι η περιέργειαʺ.

[8] Η έμφαση δική μου.


Αναφορές

Benjamin, Walter. “The Newspaper.” Selected Writings Volume 2: 1927-1934. ed. Michael W. Jennings, Howard Eiland and Gary Smith. Cambridge, MA: Harvard UP, 1999.

—. “Reflections on Radio.” Selected Writings Volume 2: 1927-1934. ed. Michael W. Jennings, Howard Eiland and Gary Smith. Cambridge, MA: Harvard UP, 1999.

—. “The Work of Art in the Age of Mechanical Reproduction.” Illuminations. Ed. Hannah Arendt. New York: Schocken Books, 1985.

Eco, Umberto. “Afterword.” The Future of the Book. Berkeley: University of California Press, 1996.

Foucault, Michel. “What is an Author?” The Foucault Reader. ed. Paul Rabinow. New York: Vintage, 1984.

Kakutani, Michiko. “A Rebel in Cyberspace, Fighting Collectivism,” The New York Times. January 14, 2010.

Lanier, Jaron. You’re Not a Gadget: A Manifesto. New York: Alfred A. Knopf, 2010.




Αφιέρωμα: πειρατεία ως ακτιβισμός
Ετικέτες: , , , , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε