ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Richard Whiting – Φιλελεύθερη κοινωνία της αγοράς, σοσιαλδημοκρατικό κράτος και συνδικάτα στη Βρετανία από το 1970


richard whitingH κρίση που διέπει το συνδικαλιστικό κίνημα της Βρετανίας και σε κάποιο βαθμό αυτό των περισσοτέρων Ευρωπαϊκών χωρών έχει τις ρίζες του στην απαίτησή του για ελεύθερη διαπραγματευτική ισχύ. Αυτή η μαξιμαλιστική απαίτηση το καθιστά απλά έναν από τους παράγοντες της ελεύθερης αγοράς. Η εποπτεία της αγοράς εργασίας μέσω του συνδικαλισμού είναι εφικτή για μία κεντροαριστερή κυβέρνηση αλλά προϋποθέτει την μετάλλαξη του συνδικαλιστικού κινήματος όχι μόνο για τον στόχο της επιτυχούς εκπροσώπησης των εργαζομένων αλλά και για την ίδια του την επιβίωση.



Τα τελευταία τριάντα χρόνια, η Βρετανία πέρασε από μια σοσιαλδημοκρατική σε μια φιλελεύθερη κοινωνία της αγοράς, και τα συνδικάτα είδαν τη δύναμή τους να χάνεται. Ο αριθμός των μελών τους μειώθηκε, η πολιτική τους θέση υποβαθμίστηκε και η κεντρική δραστηριότητά τους – η συλλογική διαπραγμάτευση προς όφελος των μελών τους – παίζει πολύ μικρότερο ρόλο στις ρυθμίσεις της απασχόλησης απ’ ό, τι στο παρελθόν. Επίσης, η επίδρασή τους στην ευρύτερη κοινωνία αποδυναμώθηκε. Όταν τα συνδικάτα είχαν εξέχοντα ρόλο στη σοσιαλδημοκρατική κοινωνία (ο αριθμός των μελών τους ήταν στο υψηλότερο σημείο του στη δεκαετία του 1970), οι εισοδηματικές ανισότητες ήταν λιγότερο έντονες απ’ ό, τι στη συνέχεια. Σημαίνει αυτό ότι τα βρετανικά συνδικάτα μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικά μόνο στις σοσιαλδημοκρατικές κοινωνίες, κι ότι τώρα είναι καταδικασμένα σε έναν πολύ μικρότερο ρόλο απ’ αυτόν που είχαν στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους;


Οι βασικές λειτουργίες των συνδικάτων δεν έχουν χάσει τη σημασία τους: οι συνθήκες εργασίας των μισθωτών είναι συνήθως καλύτερες όταν οι τελευταίοι είναι οργανωμένοι συλλογικά παρά όταν δεν είναι. Τα συνδικάτα μπορούν, επίσης, να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ευρύτερη κοινωνία μέσω της συμμετοχής τους σε συγκεκριμένες εκστρατείες και ενεργώντας ως αντίβαρο στην εξουσία του κράτους. Επιπλέον, σήμερα, ένα μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων της απασχόλησης πραγματοποιείται μέσω της νομοθεσίας παρά μέσω της αγοράς. Τα συνδικάτα είναι, κατά συνέπεια, λιγότερο εκτεθειμένα απ’ όσο μπορεί να υποδηλώνει μια πόλωση μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας/φιλελεύθερης αγοράς. Μπορούν τα συνδικάτα να ανακτήσουν λίγη από τη σημασία και το στάτους τους, κάτω από τις πολύ διαφορετικές πολιτικές συνθήκες σε σχέση με εκείνες που απολάμβαναν στην ακμή τους; Αναπόφευκτα, αυτό εξαρτάται από τις ικανότητες προσαρμογής τους και την υποστήριξη που λαμβάνουν από το κράτος. Δεν είναι περίεργο που οι απόψεις διίστανται ανάμεσα σε εκείνους που είναι απαισιόδοξοι για το μέλλον των συνδικάτων, επειδή οι μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές λειτουργούν εναντίον τους, και εκείνους που πιστεύουν ότι η τύχη τους είναι κυκλική και η δυνατότητα αναβίωσής τους πολύ πραγματική.


Ίσως μια ιστορική σκιαγράφηση της θέσης των συνδικάτων στη δεκαετία του 1970 να είναι βοηθητική, καθώς δείχνει τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους στο πλαίσιο ενός σοσιαλδημοκρατικού κράτους. Η θέση τους στη βρετανική πολιτική και κοινωνία έμοιαζε εξασφαλισμένη. Οι απόπειρες των κυβερνήσεων των Εργατικών το 1969 και των Συντηρητικών το 1971 να μεταρρυθμίσουν τις εργασιακές σχέσεις δίνοντας τους ισχυρότερο νομικό πλαίσιο συνάντησαν αποτελεσματική αντίσταση. Μπορούσαν να λειτουργούν με σημαντική ασυλία από την αστική νομοθεσία. Καθώς οι οικονομικές συνθήκες χειροτέρευαν και το επίπεδο ζωής έπεφτε, ο αριθμός των μελών των συνδικάτων αυξανόταν. Οι οικονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων Wilson και Callaghan τοποθέτησαν τους μισθούς στο επίκεντρο της ατζέντας τους κι αυτό οδήγησε τα συνδικάτα σε σχεδόν συνεχή διαβούλευση. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο επέκτεινε τη σχέση συμπεριλαμβάνοντας κοινωνικά οφέλη, τιμές και φορολογία και μολονότι δέχτηκε μεγάλη κριτική, προκάλεσε τη ζήλεια σημαντικών προσωπικοτήτων της αντιπολίτευσης των Συντηρητικών επειδή εξέφραζε την έννοια ενός συνεταιρισμού μεταξύ κυβέρνησης και λαού. Το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1970, οι πολιτικοί και των δυο μεγάλων κομμάτων δεν είχαν τη δυνατότητα να ασκούν δημόσια κριτική στα συνδικάτα από φόβο μήπως αποξενώσουν τους ψηφοφόρους. Κατά καιρούς, τα συνδικάτα μπορούσαν επίσης να διοργανώνουν μαζικές διαδηλώσεις, περιφρουρώντας αποτελεσματικά τις απεργίες τους και ήταν οι θεσμοί που κινητοποιούσαν αποφασιστικά τα οικονομικά συμφέροντα του λαού.


Αυτό το πορτρέτο ενός συνδικαλιστικού κινήματος ριζωμένου βαθιά στην πολιτεία και την κοινωνία και κεντρικού σύμμαχου του σοσιαλδημοκρατικού κράτους είχε ορισμένα πιο περίπλοκα χαρακτηριστικά ενώ η εισοδηματική πολιτική έδειχνε, επίσης, ότι τα συνδικάτα δεν ήταν παρά ατελή εργαλεία για κοινωνική δικαιοσύνη. Έτσι, τα επιχειρήματα ότι η πολιτική των μισθών έπρεπε να βοηθάει τους χαμηλά αμειβόμενους προσέκρουαν στα αιτήματα για υπεράσπιση των διαφοροποιήσεων. Η ανησυχία που γεννήθηκε στη δεκαετία του 1960, ότι τα συνδικάτα δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην ατζέντα του Εργατικού Κόμματος για μεγαλύτερη ισότητα, ως κράτησε ως τη δεκαετία του 1970. Τα συνδικάτα δυσκολεύονταν επίσης να διατυπώσουν τι ζητούσαν πέραν των συμφερόντων που είχαν να κάνουν με τις αμοιβές των συγκεκριμένων μελών τους. Η κυβέρνηση των Εργατικών δεν κατάφερε να αποσπάσει από αυτά ένα πακέτο μέτρων που θα έκανε τους μισθολογικούς περιορισμούς πιο εύπεπτους. Η τάση ορισμένων συνδικαλιστών να επιχειρηματολογούν υπέρ των ‘ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων’ τη στιγμή που ήταν υπέρμαχοι μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, μείωσε επίσης την αξιοπιστία τους. Οι ηγέτες των συνδικάτων δεν ήταν ενωμένοι σε ό, τι αφορά τη συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων. Είναι δύσκολο να μη συμπεράνει κανείς ότι οι συνδικαλιστές ήθελαν να φέρονται σαν ‘παίκτες της αγοράς’ παρόλο που βρίσκονταν σε ένα σοσιαλδημοκρατικό σύστημα. Το παραπάνω επιβεβαιώνει την πρόβλεψη του J.A. Schumpeter στο Capitalism, Socialism and Democracy ότι ο ισχυρότερος θεσμικός φραγμός στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού στη μεταπολεμική Βρετανία θα προερχόταν από τα συνδικάτα, εξαιτίας της άρνησής τους να εντάξουν τις προσδοκίες τους σε ένα κολεκτιβιστικό σύστημα. Το σημαντικότερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Βρετανίας συνδεόταν, συνεπώς, μέσω της ιστορίας και της παράδοσης, με συνδικάτα που δεν αποδέχονταν την κεντρική πίστη του κόμματος στο κράτος.


Πολιτικά, δεν μοιάζει πιθανό το Εργατικό Κόμμα να θελήσει, με δική του πρωτοβουλία, να αποκαταστήσει τα συνδικάτα ως βραχίονα του ‘Κινήματος’ – αυτή η φάση έχει πραγματικά μείνει ιστορική. Όπως έδειξε ο Keith Ewing, τα συνδικάτα ενθαρρύνονται να έχουν ένα ρόλο στη φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς, ιδίως μέσω της βελτίωσης της ποιότητας της εργασίας σε συνεργασία με τους εργοδότες, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται αναβίωση της λειτουργίας τους μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων. Μια τέτοια συλλογική εκπροσώπηση φροντίζει για μια πιο πλουραλιστική κατανομή εξουσίας στην εργασία, κι έναν αποτελεσματικό τρόπο συνέχισης της δίκαιης μεταχείρισης.


Όπως σημείωσαν ο William Brown και άλλοι, μια σημαντική εξέλιξη ήταν η νομοθεσία που θεσπίστηκε στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η οποία επικεντρωνόταν στα ατομικά δικαιώματα στην εργασία – αποζημίωση για απόλυση και καταχρηστική απόλυση, ίση αμοιβή στις γυναίκες και αντιμετώπιση των φυλετικών διακρίσεων – τα οποία καθορίζονταν από νομικές διαδικασίες μέσω δικαστηρίων επίλυσης εργατικών διαφορών. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές απευθύνονταν σε όλους τους εργαζόμενους, και όχι μόνο στα μέλη των συνδικάτων. Παρόλο που τα συνδικάτα μπορούσαν να υποστηρίξουν τα μέλη τους ενώπιον των δικαστηρίων, οι εργαζόμενοι μπορούσαν να ζητήσουν εκπροσώπηση από αλλού. Αυτός ήταν ένας διαφορετικός τρόπος ρύθμισης της απασχόλησης από τη συλλογική διαπραγμάτευση. Βασιζόταν περισσότερο στην ανάπτυξη της νομολογίας παρά στα ‘έθιμα και την πρακτική’ που χαρακτήριζαν τις περισσότερες από τις διαπραγματεύσεις στις οποίες είχαν συνηθίσει τα συνδικάτα.


Η εξέλιξη αυτή επρόκειτο να παράσχει τη βασική αγωγή των εργασιακών σχέσεων στη μετα-σοσιαλδημοκρατική περίοδο, δηλαδή την ατομική δίκη βασισμένη σε ‘δικαιώματα’ κατοχυρωμένα από το νόμο. Όπως σχολίασε ο John Monks το 2002, όταν ήταν γενικός γραμματέας του TUC, επρόκειτο για μια ‘ριζική αλλαγή τοπίου’ σε σχέση με τον τρόπο που γίνονταν τα πράγματα στη δεκαετία του 1970, ο οποίος τον 21ο αιώνα είχε μια ‘αλλόκοτη ιστορική αίσθηση’. Η ‘εξατομίκευση’ της απασχόλησης γύρω από τα νομικά δικαιώματα έχει εδραιωθεί γερά στην ανάλυση των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων. Η ρύθμιση της απασχόλησης στη σύγχρονη Βρετανία δεν γίνεται μόνο μέσω της αγοράς – υπάρχει ένα ευρύ σώμα νόμων (μεγάλο μέρος του οποίου προέρχεται από τις ντιρεκτίβες της Ε.Ε.) που αφορά την εργασία και τα συνδικάτα. Σημαίνει αυτό αναπόφευκτα μια μετατόπιση των συνδικάτων και της κολεκτιβιστικής επιχειρηματολογίας τους; Οπωσδήποτε, στη δεκαετία του 1960, η νομοθεσία που ανέπτυσσε τα ατομικά δικαιώματα, ήταν ελκυστική για ορισμένους Συντηρητικούς με την έννοια ότι παρέκαμπτε εντελώς τα συνδικάτα. Ωστόσο, αυτή η τάση αντί να στερεί τον ρόλο των συνδικάτων, μάλλον τους προσδίδει ένα ρόλο διαφορετικό. Τα ατομικά δικαιώματα τείνουν να εφαρμόζονται πιο αποτελεσματικά με τη συλλογική οργάνωση παρά χωρίς αυτήν. Επιπλέον, ακόμη και στην ‘παραδοσιακή’ τους περίοδο, πριν από το 1979, βρίσκονταν υπό την εξάρτηση του κράτους ως υποστηρικτή της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Κατά συνέπεια, μια πιο σαφής κρατική υποστήριξη, μέσω της νομοθεσίας, για συνδικαλιστική αναγνώριση και δικαιώματα των μισθωτών στην εργασία μπορεί να αποτελεί πλεονέκτημα για τα συνδικάτα και όχι το αντίθετο. Και τα συνδικάτα έχουν σίγουρα δείξει μια ικανότητα προσαρμογής. Το ερώτημα όμως σχετικά με την κεντρικότητα των συνδικάτων σε ένα τέτοιο πλαίσιο ρύθμισης της απασχόλησης παραμένει. Η προθυμία των ατόμων να διεκδικούν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από τη νομοθεσία για ίσες αμοιβές μέσω δικηγόρων παρά μέσω συνδικάτων προβληματίζει ορισμένους συνδικαλιστές, ιδίως από τη στιγμή που αντιμετωπίζουν αγωγές για συμφωνίες που έκαναν και εμπεριέχουν διακρίσεις κατά των γυναικών. Όπως ένας οργανωτής σχολίασε, ‘Είναι ένα εν δυνάμει πρόβλημα για ολόκληρη τη διαδικασία της συλλογικής διαπραγμάτευσης’.


Αυτή η θέση περιπλέκεται περισσότερο, όμως, από μια μάλλον κοινωνική παρά πολιτική διάσταση. Ό, τι και να κάνουν οι κυβερνήσεις για να βοηθήσουν τα συνδικάτα, η στρατολόγηση των μελών είναι δική τους δουλειά. Ωστόσο, η έρευνα του Gregor Gall δείχνει ότι τα αποτελέσματα της επίμονης προσπάθειας των συνδικάτων για στρατολόγηση είναι απογοητευτικά, αφού το 1980 64% των ιδρυμάτων είχαν συνδικαλιστική αντιπροσώπευση ενώ το 2004 το ποσοστό είχε μειωθεί στο 30%. Οι άνθρωποι δεν στρέφονται πάντα στα συνδικάτα για τη διευθέτηση των αδικιών, ακόμη κι όταν επιθυμούν να δράσουν μαζί με άλλους. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αυτό μπορεί να αλλάξει εάν υπάρξει ύφεση στην οικονομία και πίεση στο βιοτικό επίπεδο – μια κυκλική επίδραση, με άλλα λόγια, που δρα προς όφελος των συνδικάτων, καθώς η οικονομία μοιάζει να κατευθύνεται σε ακόμη πιο ταραγμένα ύδατα. Άλλοι, και ειδικά οι Michael Piore και Sean Strafford που δουλεύουν πάνω στις Ηνωμένες Πολιτείες, λένε ότι μια πιο ριζική διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη, όπου η ανάδειξη των εργασιακών δικαιωμάτων καθρεφτίζει ένα διαφορετικό είδος συμφερόντων των εργαζομένων από αυτά που υποστήριζαν παραδοσιακά τα συνδικάτα. Αντί για την οργάνωση συμφερόντων που είναι βαθιά ριζωμένα στην επιχείρηση και βασίζονται στην τάξη και την απασχόληση, τα νέα συμφέροντα που έχουν εμφανιστεί έχουν να κάνουν, για παράδειγμα, με το φύλο, την αναπηρία και τη φυλή. Τα συγκεντρωτικά και γραφειοκρατικά συνδικάτα δεν έχουν αποδείξει ότι αποτελούν τα καταλληλότερα οχήματα για την κινητοποίηση αυτών των συμφερόντων.


Τα τελευταία τριάντα χρόνια, τα βρετανικά συνδικάτα υποχρεώθηκαν να προσαρμοστούν σε ένα πολιτικό, οικονομικό και νομικό περιβάλλον ριζικά διαφορετικό από εκείνο που τα υποστήριξε ιστορικά. Σε μια φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς, υπάρχει ακόμη σημαντικός ρόλος για τη νομοθεσία και το κράτος σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση της απασχόλησης, και στο πλαίσιο αυτό τα συνδικάτα έχουν μια θέση. Η ανάπτυξή της θα εξαρτηθεί τουλάχιστον εν μέρει από το κατά πόσον η μειωμένη πρόσβαση τους στην κοινωνία είναι μη αναστρέψιμη ή μπορεί να αποκατασταθεί με τη βοήθεια αντίξοων οικονομικών συνθηκών.



Αφιέρωμα: σοσιαλδημοκρατία
Ετικέτες: , , , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε