ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Joseph Halevi – Η Ευρώπη σε κρίση


Joseph Halevi

Ο Joseph Halevi υποστηρίζει ότι η κρίση δεν ξεκίνησε λόγω του υπερβολικού ελληνικού ελλείμματος. Θα μπορούσε να γίνει μια διαχείρησή της σε ευρωπαϊκό επίπεδο επινοώντας κοινές πολιτικές για τη βελτίωση της ευρωπαϊκής, και ειδικότερα της ελληνικής ανάπτυξης, καθώς αυτή είναι η μόνη θεραπεία που δεν σκοτώνει τον ασθενή. Οι δραστικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, αποσυντονίζουν ολόκληρο το σύστημα των υπηρεσιών και υποδομών στο οποίο στηρίζεται μια σύγχρονη κοινωνία, μειώνοντας το ποσοστό του χρέους οριακά ή και καθόλου.



Μέρος Πρώτο: Ο γερμανικός χώρος συσσώρευσης


Η σημερινή κατάσταση πραγμάτων στην ευρωζώνη και στην Ε.Ε. αντανακλά τη διαίρεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε τρεις ομάδες.


Γύρω από τη Γερμανία υπάρχει μια ομάδα νεομερκαντιλιστικών χωρών, η οποία αποτελείται από την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Αυστρία και τη Σκανδιναβία. Ο νεομερκαντιλισμός τους μπορεί να θεωρηθεί ισχυρός εξαιτίας των σταθερών πλεονασμάτων τους στις εξαγωγές- που πραγματοποιούνται κατά κύριο λόγο στο εσωτερικό της Ευρώπης, λαμβάνοντας υπόψη ότι η τάση των αυξανόμενων ελλειμμάτων με την Ασία δεν αντισταθμίζεται από το κυμαινόμενο πλεόνασμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα εξωτερικά καθαρά ισοζύγια της ομάδας δεν εξαρτώνται ιδιαίτερα από την ονομαστική υποτίμηση του νομίσματος. Η σαφής αυτή θέση βασίζεται στο συνδυασμένο αποτέλεσμα της διατήρησης μιας ισχυρής βιομηχανίας κεφαλαιουχικών αγαθών που συνδέεται μέσω Γερμανίας με τις παγκόσμιες ολιγοπωλιακές εταιρίες και της επίδειξης, από μακροοικονομικής άποψης, ενός πολύ χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης. Η Γερμανία δεν είναι η ατμομηχανή της Ευρώπης. Από τη δεκαετία του 1970, η Δυτική Ευρώπη είχε συστηματικά έναν πολύ υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης τονώνοντας έτσι τις εξαγωγές από τη Γερμανία και τους οικονομικούς δορυφόρους της. Κατά συνέπεια, η νεομερκαντιλιστική ομάδα αποτελεί μια κλασική περίπτωση μονοπωλιακού κεφαλαίου, που μεταβλήθηκε σε μια μακρονοικονομική θεσμοποιημένη ρύθμιση μέσα από την ίδια τη διαδικασία της construction europeenne , την οποία ήθελε η Γαλλία.


Στο παρελθόν, η Γερμανία στόχευε στη σταθερή ισοτιμία συναλλάγματος για να αποφεύγει τις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις. Στο πλαίσιο ενός ενιαίου νομίσματος, ένας τέτοιος στόχος μεταβάλλεται σε ανταγωνιστικό αποπληθωρισμό των αποδοχών. Η εσωτερική αποτελμάτωση διασφαλίζει ότι οι γερμανικές αποδοχές αυξάνουν λιγότερο από την παραγωγικότητα. Το σύστημα των συμβατικών υποχρεώσεων της χώρας, που βασίζεται σε μια νεομερκαντιλιστική συμφωνία με τις συνδικαλιστικές ενώσεις, επιτρέπει το χάσμα μεταξύ παραγωγικότητας και αποδοχών να είναι πιο ευνοϊκό για το κεφάλαιο απ’ ό, τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Κατά συνέπεια, η χαμηλή ανάπτυξη στη Γερμανία ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της μέσω του αποπληθωρισμού των αποδοχών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι ενώ η Ευρώπη δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα χωρίς τις γερμανικές μηχανολογικές και τεχνολογικές εισροές, η Γερμανία δεν είναι ένας εισαγωγέας που επεκτείνεται γρήγορα και επομένως δεν συνεισφέρει στην ευρωπαϊκή καθαρή ζήτηση. Συσσωρεύει λοιπόν πολύ μεγάλα εξωτερικά πλεονάσματα που χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση του FDI (Foreign Direct Investments- άμεσες ξένες επενδύσεις) και τις κοινοπραξίες στην Κίνα και αλλού, καθώς και στην αγορά σκάρτων αμερικανικών οικονομικών χαρτιών όπως συνέβη με την εξαγορά της Landesbanke.


Η δεύτερη ομάδα χωρών είναι η εσωτερική ευρωπαϊκή περιφέρεια, με επικεφαλής την Ιταλία. Εταιρίες στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα θα ήθελαν να κάνουν καθαρές εξαγωγές αλλά δεν μπορούν, επειδή παρά την ανάπτυξη των εξαγωγών τους έχουν αδύναμο εσωτερικό τομέα κεφαλαιουχικών αγαθών έτσι ώστε κάθε συνεχιζόμενη επέκταση σε εθνικό εισόδημα να έχει αυξανόμενο εισαγωγικό πριεχόμενο. Η εξάρτηση από τις εισαγωγές στους τομείς της τεχνολογίας και, επίσης, σε διαρκή αγαθά είναι τέτοια που οι παλιότερες, πριν από το ευρώ, υποτιμήσεις δεν βοήθησαν στη βελτίωση της εξωτερικής θέσης αυτών των χωρών. Η Ισπανία και η Ελλάδα, όχι όμως η Πορτογαλία, γνώρισαν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από το μέσο όρο στην Ε.Ε. Η ανάπτυξη της Ισπανίας οφειλόταν στην εισαγωγή της χώρας στις διεθνείς κτηματαγορές μέσω Λονδίνου. Στην περίπωση της Ελλάδας, το δημοσιονομικό έλλειμμα επέτρεψε τη διατήρηση μιας ανάπτυξης προσανατολισμένης στις εισαγωγές. Και στις δυο περιπτώσεις η αύξηση της εσωτερικής ζήτησης οδήγησε σε υψηλότερη δραστηριότητα που είχε ως συνέπεια περισσότερες εισαγωγές κατά κεφαλή. Σημειώνεται ότι χωρίς τον παγκόσμιο χρηματοικοικονομικό τομέα της, η Βρετανία θα αποτελούσε μέρος των μονίμως ελλειμματικών χωρών της εσώτερης περιφέρειας. Η Ιταλία, από την άλλη πλευρά, είναι συχνά ένας καθαρός εξαγωγέας. Αλλά τα καλύτερα επιτεύγματά της σε καθαρές εξαγωγές προέκυψαν όταν η λίρα υποτιμήθηκε σε σχέση με το γερμανικό μάρκο. Με το ευρώ, η καθαρή εξωτερική θέση της επιδεινώθηκε πολύ κι έγινε αρνητική το 2005. Η Ιταλία συμβολίζει την αδύναμη μορφή του νεομερκαντιλισμού που εξαρτάται από την υποτίμηση του πραγματικού νομίσματος. Η Ιταλία επομένως ανήκει στην εσώτερη περιφέρεια, καθώς η διεθνής θέση της συνδέθηκε με ένα ολοένα πιο ανίσχυρο νόμισμα. Το ευρώ περιόρισε τον ευρωπαϊκό χώρο του ιταλικού καπιταλισμού.


Η τρίτη ομάδα αποτελείται αποκλειστικά από τη Γαλλία, που είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Έχει μια έντονα νεομερκαντιλιστική στάση αλλά σπάνια την επιτυγχάνει. Είναι η μεγαλύτερη αγορά σε καθαρές εξαγωγές για τη Γερμανία και, ολοένα περισσότερο, για την Ιταλία. Από τη δεκαετία του 1980, η Γαλλία έφτασε σε καθαρή εξωτερική θέση μόνο μετά την κατάρρευση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος το 1992-93, για να τη χάσει τέσσερα χρόνια μετά τη δημιουργία του ευρώ. Αντίθετα με την Ιταλία, η Γαλλία, λόγω του βάρους του χρηματοοικονομικού τομέα της, επιχείρησε να αποφύγει την οδό της ανταγωνιστικής υποτίμησης. Το σχέδιο για ένα κοινό ευρωνόμισμα προήλθε βασικά από τους Μιτεράν-Ντελόρ ως μέσο παράκαμψης του αποτυχημένου νεομερκαντιλισμού και άσκησης ελέγχου στις νομισματικές πολιτικές της Γερμανίας. Η ιδιόμορφη θέση της Γαλλίας σχετίζεται με την παρούσα κρίση.


Μέρος Δεύτερο: Η Euroland σε αδιέξοδο


Ας λάβουμε τώρα υπόψη το γεγονός ότι από τη δεκαετία του 1970 η Γερμανία ακολουθεί την εσκεμμένη και επιτυχή πολιτική να διατηρεί τον δικό της ρυθμό ανάπτυξης πολύ χαμηλότερα από εκείνον της υπόλοιπης Ευρώπης με τον πολύ συγκεκριμένο στόχο να συσσωρεύει οικονομικά πλεονάσματα. Αλλά και η Γαλλία δεν τάσσεται υπέρ της συνεχούς ανάπτυξης επειδή οι διαδοχικές κυβερνήσεις της, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Μιτεράν, φοβούνται τα αιτήματα που έχουν να κάνουν με τις αποδοχές.Τέλος η Ιταλία μπορεί να αναπτυχθεί αν οι ευνοϊκές συνθήκες για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες υπερισχύσουν, καθώς οι δαπάνες του δημόσιου τομέα έπαψαν να στηρίζουν την ανάπτυξη της χώρας ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1970. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν αποτελεί έκπληξη ότι στη Δυτική Ευρώπη οι ρυθμοί ανάπτυξης παρουσίασαν μείωση την κάθε μία από τις 4 τελευταίες δεκαετίες. Η Ευρώπη πέφτει όλο και περισσότερο στην αρπάγη των γερμανικών πλεονασμάτων και το μόνο φωτεινό σημείο είναι οι καθαρές εξαγωγές στις Ηνωμένες Πολιτείες που μετά βίας όμως αποτελούν αντιστάθμισμα στα αυξανόμενα ελλείμματα με την Ασία. Η δημουργία του ευρώ αποσαφήνισε εντελώς την κατάσταση και επέτρεψε στη Γερμανία να φτάσει σε πλεονάσματα χωρίς προηγούμενο, στο πλαίσιο μιας όλο και βαθύτερης ευρωπαϊκής αποτελμάτωσης. Όταν η διέξοδος των Ηνωμένων Πολιτειών έπαψε να υπάρχει, την επομένη της κρίσης των ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου που μετακυλήθηκε στα παράγωγα που είχε η Landesbanke, η Γερμανία σκλήρυνε τη νεομερκαντιλιστική στάση της και αποφάσισε μονομερώς να επανακαθορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού.


Η ελληνική κρίση είναι ακριβώς η οδός που επέλεξε το Βερολίνο για να τροποποιήσει τον κώδικα συμπεριφοράς εις βάρος της Γαλλίας. Δεν υπάρχει πρόβλημα υπερβολικού ελληνικού ελλείμματος. Θα μπορούσαν να το χειριστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο επινοώντας κοινές πολιτικές για τη βελτίωση της ευρωπαϊκής, και ειδικότερα της ελληνικής ανάπτυξης, καθώς αυτή είναι η μόνη θεραπεία που δεν σκοτώνει τον ασθενή. Οι δραστικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, αποσυντονίζουν ολόκληρο το σύστημα των υπηρεσιών και υποδομών στο οποίο στηρίζεται μια σύγχρονη κοινωνία, μειώνοντας το ποσοστό του χρέους οριακά ή και καθόλου. Αλλά από τη νεομερκαντιλιστική σκοπιά του Βερολίνου, μια συνεταιριστική επιλογή δεν αντιμετωπίζεται καθόλου για τους ακόλουθους λόγους.
Η Γερμανία βλέπει την ευρωζώνη ως σταθερό σύστημα ισοτιμίας συναλλάγματος που ο μόνος στόχος του είναι να αποτρέπει ανταγωνιστικές υποτιμήσεις (στο παρελθόν οι πιο ζημιογόνες και αποτελεσματικές υποτιμήσεις ήρθαν από την Ιταλία). Για τη Γερμανία η ρήτρα της μη μεταφοράς που έχει εγγραφεί στις συνθήκες του Μάαστριχτ, του Δουβλίνου και του Άμστερνταμ πρέπει να διατηρηθεί, καθώς ο βασικός ρόλος της Δυτικής Ευρώπης είναι να παρέχει καθαρή ζήτηση για τις εξαγωγές της Γερμανίας. Όπως έγραψε ο Wolfgang Munchau στους Financial Times της 21ης Μαρτίου, ο υπουργός Οικονομικών Rainer Brüderle είπε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τη ζήτηση επειδή η κατανάλωση αποτελεί απόφαση των ιδιωτών. Ένας ανώτερος αξιωματούχος της Bundesbank συνέκρινε μάλιστα την ευρωζώνη με ποδοσφαιρική ένωση όπου η Γερμανία κατέχει περήφανα το υπ’ αριθμόν ένα κενό στην ομάδα. Η σύγκριση είναι προφανώς λανθασμένη: για να ανταγωνιστούν τη Γερμανία, οι χώρες της ευρωζώνης πρέπει να μειώσουν τους δικούς τους ρυθμούς ανάπτυξης πολύ κάτω από εκείνους της Γερμανίας, πράγμα που σημαίνει ότι η ανάπτυξή τους θα είναι μηδενική ή ακόμη και αρνητική. Αυτή η ʺ gestaltʺ είναι που ώθησε τον Σαρκοζί να αντιπαρατεθεί με τη Μέρκελ, μολονότι άργησε πολύ να το κάνει, και μόνο αφού η γερμανική κυβέρνηση έχασε την πλειοψηφία στο Bundesrat ύστερα από τις εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, στις 17 Μαΐου.


Η σκλήρυνση της γερμανικής στάσης απέναντι στην Ελλάδα και τις Ιβηρικές χώρες οφείλεται επίσης στην εστίαση του Βερολίνου στη δική του εξώτερη περιφέρεια στην Ανατολική Ευρώπη, που συμπεριλαμβάνει τις Βαλτικές χώρες, οι οποίες βρίσκονται σε πλήρη ύφεση, όπως και η Σλοβακία και η Ουγγαρία. Είναι κοινό μυστικό ότι, μολονότι αρνείται να το επιβεβαιώσει, η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα αγοράζει τα ομόλογά τους ως ενέχυρα δανείων, δίνοντας άφεση αμαρτιών στις αυστριακές και σουηδικές τράπεζες για τη ριψοκίνδυνη δανειακή συμπεριφορά τους. Αυτό γίνεται με την πλήρη υποστήριξη του Βερολίνου. Η αντίθεση της Γερμανίας στη βοήθεια προς την Ελλάδα αποτελεί μέρος της πολιτικής της να κατευθύνει το χρήμα σε περιοχές που είναι δορυφορικές ζώνες της και σε περιοχές αναδιαρθρωτικών στρατηγικών των γερμανικών εταιριών, όπως είναι η περίπτωση της Ανατολικής Ευρώπης.


Μετά τις εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, η Γαλλία υποχρέωσε το Βερολίνο να δεχτεί το πακέτο χρηματοδότησης των 750 δις ευρώ. Ορισμένες εξέχουσες προσωπικότητες, όπως ο Ρομάνο Πρόντι στους Financial Times της 21ης Μαΐου, προανήγγειλαν ότι η απόφαση αυτή αποτελεί ένα βήμα προς τον ευρωπαϊκό δημοσιονομικό φεντεραλισμό. Δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι μια χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης, πολύ αδιαφανής μάλιστα, καθώς είναι διαρθωμένη σε ένα ειδικό επενδυτικό όχημα, το περιεχόμενο του οποίου είναι άγνωστο. Η τοξική φύση αυτού του εργαλείου δείχνει τη σοβαρότητα της κατάστασης και αναδεικνύει την ακαταλληλότητά του. Αυτό εξηγεί γιατί αυτή η φαντασματική χρηματοδότηση δεν εξευμενίζει τις αγορές.


Οι προσδοκίες γίνονται χειρότερες με την κούρσα προς τα κάτω που δημιούργησε η ελληνική κρίση, την οποία προκάλεσε η Γερμανία. Κάθε χώρα παίρνει μέτρα λιτότητας που θα καταστήσουν την ανάκαμψη ένα εντελώς τυχαίο γεγονός. Επιπλέον η διαμάχη ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία περιορίζεται σε δυο ανταγωνιστικούς, αν και παρόμοιους, κανόνες για τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γερμανικό σχέδιο, που βασίζεται στον δικό του τρομακτικά ισοσκελισμένο νόμο για τον προϋπολογισμό και την εντελώς νέα γαλλική πρόταση για μια πορεία προς έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Και οι δυο θα βουλιάξουν χτυπώντας στα βράχια των ενδοευρωζωνικών ασυμμετριών και της επιδεινούμενης κοινωνικής κρίσης που οδηγεί σε μεγάλες απώλειες φορολογικών εσόδων.




Αφιέρωμα: κρίση δημόσιου χρέους
Ετικέτες: , , , , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε