ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Didier Chaudet – Ο σαρκοζισμός μέσα από την αντιπολίτευσή του: Μια ανάλυση για το κέντρο και τη δεξιά του πολιτικού φάσματος


Λαμβάνοντας υπόψη την απουσία μιας αξιόπιστης αριστερής αντιπολίτευσης, ο Didier Chaudet αναλύει τον Σαρκοζισμό σε σχέση με τους αντιπάλους του οι οποίοι προέρχονται από το κέντρο και τη δεξιά του πολιτικού φάσματος: το Δημοκρατικό Κίνημα του Φρανσουά Μπεϊρού, το Εθνικό Μέτωπο, και την πολιτική ομάδα που έχει τον Ντομινίκ ντε Βιλπέν ως άτυπο ηγέτη.



Για να ορίσει κάποιος τον ‘σαρκοζισμό’, θα είχε την τάση να δει τι αντιπροσωπεύει η αντιπολίτευσή του. Από τη στιγμή που ο Νικολά Σαρκοζί είναι ο ηγέτης του κύριου κόμματος της δεξιάς, το Σοσιαλιστικό Κόμμα- η κύρια πολιτική κεντροαριστερή ομάδα- αποτελεί φυσιολογικά το ‘αντισαρκοζικό’ στρατόπεδο. Γεγονός είναι, όμως, ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχει, για την ώρα, ιδεολογικά χρεοκοπήσει. Πάσχει από έναν εσωτερικό διχασμό ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες και την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, και την αυτομόληση ορισμένων γνωστών πολιτικών προσωπικοτήτων στην κυβέρνηση του Νικολά Σαρκοζί (Μπερνάρ Κουσνέρ και Φαντελά Αμαρά, για παράδειγμα). Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν συνήλθε ακόμη από την ήττα του 2002, μια ήττα που το κατέστησε δευτερεύουσα δύναμη στη γαλλική πολιτική σκηνή.


Το αποτέλεσμα είναι πως δεν υπάρχει πλέον μια ισχυρή, δομημένη αντιπολίτευση στη χώρα, τουλάχιστον από το χώρο της Αριστεράς. Αποτελεί ειρωνεία ότι η μόνη πραγματική αντιπολίτευση, η μόνη αντιπολίτευση που έχει κάποια αξιοπιστία ή πολιτική συγκρότηση προέρχεται από το κέντρο και τη δεξιά του πολιτικού φάσματος. Εκεί πρέπει, λοιπόν, κάποιος να στραφεί προκειμένου να ορίσει καλύτερα τον σαρκοζισμό, μέσα από την ανάλυση των ‘αντισαρκοζικών’ τρόπων άσκησης πολιτικής.


Είναι ζήτημα αν υπάρχουν τρεις βασικές αντιπολιτευτικές ομάδες: δυο άλλα πολιτικά κόμματα, το Modem ή Δημοκρατικό Κίνημα, που γεννήθηκε από την επιτυχία του ‘τρίτου ανθρώπου’, του Φρανσουά Μπεϊρού, στη διάρκεια των τελευταίων προεδρικών εκλογών, και είναι ακόμη νέο στο πολιτικό τοπίο. Και το Εθνικό Μέτωπο, το ακροδεξιό κόμμα που ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ήδη ότι έχει πεθάνει, αλλά και ότι θα μπορούσε να επανέλθει με μια ρεβάνς. Και, τελευταία αλλά εξίσου σημαντική, μια ομάδα που σχηματίστηκε στο εσωτερικό του προεδρικού κόμματος, με τον Ντομινίκ ντε Βιλπέν ως άτυπο ηγέτη.


Ένας οργανωμένος ‘αντισαρκοζισμός’ που προέρχεται από το Κέντρο και την Άκρα Δεξιά του πολιτικού φάσματος


Το MoDem και το Εθνικό Μέτωπο βρίσκονται και τα δυο σε διαδικασία αναδιάρθρωσης. Το Εθνικό Μέτωπο υπέφερε από την τελευταία προεδρική προεκλογική εκστρατεία και χρειάζεται να συνέλθει. Το MoDem βρίσκεται ακόμη σε νηπιακή ηλικία (ένα σημαντικό συνέδριο θα καθορίσει τη θέση του στο πολιτικό φάσμα ανάμεσα στη 30ή Νοεμβρίου και τη 2α Δεκεμβρίου). Και στις δυο περιπτώσεις, οι ισχυρότερες φωνές στο εσωτερικό αυτών των δυο κομμάτων εισηγούνται μια πολιτική προσέγγιση γύρω από ένα αντισαρκοζικό όραμα.


Αναφορικά με το Εθνικό Μέτωπο, αυτό είναι από το 1984 ένα σημαντικό πολιτικό κόμμα στη Γαλλία. Ισχυροποιήθηκε στη δεκαετία του 1990 και ο Ζαν-Μαρί Λεπέν κατάφερε να βγάλει το Σοσιαλιστικό Κόμμα από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2002, κερδίζοντας 16.86% των ψήφων (δηλαδή, 4.804.713 ψήφους). Για πρώτη φορά στην ιστορία της 5ης Δημοκρατίας, ο ηγέτης ενός κόμματος που θεωρείται στενά συνδεδεμένο με την άκρα δεξιά υπήρξε η μοναδική πρόκληση έναντι του γκολικού κόμματος και του ηγέτη του, Ζακ Σιράκ, ο οποίος αρνήθηκε πάντοτε να κάνει πολιτικές συμφωνίες με το Εθνικό Μέτωπο. Αυτό εξηγεί γιατί τα αποτελέσματα των πρόσφατων προεδρικών εκλογών του 2007 αποτέλεσαν σοκ για τους οπαδούς αυτού του κόμματος: ο Ζαν-Μαρί Λεπέν έλαβε μόλις 10.44% των ψήφων (δηλαδή, 3.834.530 ψήφους), χάνοντας γύρω στο ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους που ψήφισαν πιθανώς τον Νικολά Σαρκοζί.


Ο σαρκοζισμός, σ’ αυτή την περίπτωση, μοιάζει να ενσωματώνει μια δεξιά προσέγγιση που αποσκοπεί στη συνθηκολόγηση των φόβων των ψηφοφόρων του Εθνικού Μετώπου για το θέμα της ασφάλειας και της μετανάστευσης, χωρίς να πέφτει στην παγίδα και να ακολουθεί τυφλά την εξτρεμιστική ρητορική του Εθνικού μετώπου. Ο Νικολά Σαρκοζί χρησιμοποίησε σκληρή γλώσσα για τη μετανάστευση, τον ισλαμισμό και την ασφάλεια, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι έκανε περισσότερα πράγματα για τη γαλλική μουσουλμανική κοινότητα από οποιονδήποτε άλλον πολιτικό στο παρελθόν. Με τις πολιτικές του ικανότητες, κατάφερε να εξισορροπήσει αυτά τα δυο αντιφατικά μηνύματα και να πάρει αρκετούς ψηφοφόρους από το Εθνικό Μέτωπο, χωρίς να χάσει υπερβολικά πολλούς παραδοσιακούς οπαδούς από την κεντροδεξιά. Για να καταλάβει κανείς πώς λειτουργεί ο σαρκοζισμός, η λέξη-κλειδί είναι μάλλον ο πραγματισμός παρά η ιδεολογία.


Οι περισσότεροι Γάλλοι αναλυτές έσπευσαν να προβλέψουν ότι η εξαφάνιση του Εθνικού Μετώπου είναι θέμα χρόνου. Κατά την άποψή μου, αυτό είναι μεγάλο λάθος. Αναμφισβήτητα, το κόμμα βρίσκεται σήμερα σε κρίση. Ένα μέρος των οπαδών του, πιο συγκεκριμένα εκείνοι που είναι υπέρμαχοι ενός βιολογικού οράματος του έθνους, επικρίνουν τη ‘δημοκρατική προσέγγιση’ του Ζαν-Μαρί Λεπέν στην προεκλογική εκστρατεία. Πράγματι, ο ηγέτης του Εθνικού Μετώπου ζήτησε, στην περίφημη ομιλία του στο Βαλμί, τον Σεπτέμβριο του 2006, απ’ όλους τους Γάλλους πολίτες ξενικής προέλευσης να ενωθούν μαζί του για να χτίσουν μια νέα, πιο ισχυρή Γαλλία. Ωστόσο, αυτό το κομμάτι του Εθνικού Μετώπου, που διακρίνεται για έντονη ιδεολογική ισλαμοφοβία και ρατσισμό, δεν είναι οι κύριοι οπαδοί του και πάντως όχι αυτοί που έδωσαν στο παρελθόν τις νίκες στο Εθνικό Μέτωπο. Θα ήταν λάθος να αγνοήσουμε το γεγονός ότι το Εθνικό Μέτωπο κέρδισε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του από τους οπαδούς και τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης.


Αυτός είναι ο αποφασιστικός παράγοντας που ο Alain Soral, ένας διανοούμενος που πρόσκειται στο Εθνικό Μέτωπο, κατάλαβε πολύ καλά. Πρώην μαρξιστής, ο Soral έχει δημιουργήσει ένα think tank που ονομάζεται ‘Ισότητα και Συμφιλίωση’ και έχει στόχο την προώθηση μιας εθνικής και κοινωνικής ατζέντας στο εσωτερικό του Εθνικού Μετώπου. Ο Soral είναι πολύτιμος σύμμαχος της Μαρίν Λε Πεν στη μάχη για την ηγεσία όταν ο πατέρας της αποχωρήσει από την πολιτική σκηνή και εργάζεται για τη διάσωση του κόμματος όταν ο ιστορικός του ηγέτης φύγει. Μπορούμε να πούμε ότι το όραμά του τοποθετείται οικονομικά στ’ αριστερά και ότι είναι πολιτικά αντιευρωπαϊκό (δηλαδή ενάντια σε μια ‘νεοφιλελεύθερη’ Ευρωπαϊκή Ένωση) και αντιατλαντικό ή αντιαμερικανικό στις διεθνείς σχέσεις. Ο Soral αμφισβητεί τον Νικολά Σαρκοζί επειδή υποστηρίζει μια συμμετρικά αντίθετη πολιτική προσέγγιση: επειδή τοποθετείται οικονομικά στα δεξιά, για τον φιλοαμερικανισμό του και τον φιλοευρωπαϊσμό του. Η κριτική του Soral ανοίγει μια δυνατότητα για τη δημιουργία ενός νέου Εθνικού Μετώπου που θα οργανωθεί γύρω από μια πραγματικά αντισαρκοζική τοποθέτηση.


Μια αντισαρκοζική προσέγγιση διαπιστώνεται επίσης στο κέντρο του πολιτικού φάσματος. Προέρχεται από το μακροπρόθεσμο πολιτικό όραμα του Φρανσουά Μπεϊρού, ηγέτη της UDF (Ένωση για τη Γαλλική Δημοκρατία). Όταν ο κ. Μπεϊρού έγινε ο ηγέτης της πολιτικής του ομάδας, προσπάθησε να την κάνει ανεξάρτητη τόσο από το κυριότερο δεξιό κόμμα, το RPR (Συγκέντρωση για τη Δημοκρατία, το γκολικό κόμμα από το 1976 μέχρι το 2002) όσο και από το U.M.P. (Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα, γκολικό και δεξιό κόμμα, από το 2002). Ο Μπεϊρού κατηύθυνε την UDF προς μια πιο κοινωνική και έντονα φιλοευρωπαϊκή προσέγγιση σε σχέση με την παραδοσιακή δεξιά. Αυτή η αλλαγή προσανατολισμού οδήγησε σε μερικές πραγματικές επιτυχίες: το 2004, στις περιφερειακές και ευρωπαϊκές εκλογές, η UDF κέρδισε 12% των ψήφων, πολύ καλή επίδοση για ένα πολιτικό κόμμα που μέχρι τότε θεωρείτο ένα είδος λέσχης για μεσήλικες πολιτικούς με δεσμούς με την δεξιά. Ο Φρανσουά Μπεϊρού κατάφερε συνεπώς να δημιουργήσει έναν πραγματικό χώρο στο κέντρο και να έρθει τρίτος στην προεδρική εκλογή του 2007, κερδίζοντας 18.57% των ψήφων για την αντιπολίτευσή του απέναντι στον Ν. Σαρκοζί, ιδιαίτερα σε σχέση με την κριτική του Σαρκοζί για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και κάποια άλλα δεξιά σχόλια του προέδρου για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.


Η πολιτική επιβίωση του Μπεϊρού εξαρτάται από το κατά πόσο θα μπορέσει να θεωρηθεί μια ιδεολογική εναλλακτική λύση έναντι του Νικολά Σαρκοζί. Κατά συνέπεια, περισσότερο απ’ ό, τι στο παρελθόν, ο ‘μπεϊρισμός’ ή η κεντρώα πολιτική στη Γαλλία μπορεί να οριστεί ως ένα είδος αντισαρκοζισμού: πολύ περισσότερο φιλοευρωπαϊκή, με ισχυρότερη κοινωνική ατζέντα και απόρριψη ενός αυταρχικού προεδρικού καθεστώτος.


…Αλλά επίσης μια αντιπολίτευση που προέρχεται από το ίδιο το προεδρικό κόμμα: ντε Βιλπέν και ‘βιλπενισμός’ εναντίον ‘σαρκοζισμού’


Αυτό που είναι, ίσως, πιο ενοχλητικό είναι ότι η αντιπολίτευση στον σαρκοζισμό προέρχεται από το εσωτερικό, από το ίδιο το προεδρικό κόμμα, την U.M.P. Προέρχεται ειδικότερα από τον πρώην πρωθυπουργό του Ζακ Σιράκ, τον Ντομινίκ ντε Βιλπέν, και τους λίγους οπαδούς του, σαφώς μειοψηφία σήμερα σ’ αυτή την πολιτική ομάδα, που ενώ δεν αποτελούν επίσημη ομάδα χαρακτηρίζονται από κάποια δεξιά αλλά αντισαρκοζικά μπλογκς ως ‘βιλπενιστές’.


Ο βιλπενισμός συνδέεται στενά με το πολιτικό όραμα του Ντομινίκ ντε Βιλπέν. Πρώτον και κύριο, ο Βιλπέν είναι ο άνθρωπος που είπε όχι στον πόλεμο κατά του Ιράκ σε μια δυνατή και συγκινητική ομιλία στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών το 2003. Σήμερα, ο ντε Βιλπέν επιδιώκει να καλλιεργεί την εικόνα της πνευματικής συνέχειας με τον γκολισμό και τη γαλλική παράδοση της ανεξαρτησίας. Ο ντε Βιλπέν αντέδρασε, για παράδειγμα, στις δηλώσεις του Μπερνάρ Κουσνέρ, σημερινού υπουργού Εξωτερικών, για έναν πιθανό πόλεμο με το Ιράκ, υποστηρίζοντας ότι ο ρόλος της Γαλλίας θα έπρεπε να είναι να συγκρατήσει την κυβέρνηση Μπους και να την παρακινήσει να διαπραγματευθεί, όπως οι Ευρωπαίοι, με την Τεχεράνη. Σε μια σημαντική συνέντευξη του στην εφημερίδα ‘Marianne’, ο ντε Βιλπέν σκιαγράφησε τη βασική διαχωριστική γραμμή μεταξύ ‘σαρκοζισμού’ και ‘βιλπενισμού’ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Σ’ αυτή τη συνέντευξη, ο κ. ντε Βιλπέν άσκησε έντονη κριτική στην ιδέα της ρήξης στην εξωτερική πολιτική. Διαφώνησε σαφώς με το απόφθεγμα του Μπερνάρ Κουσνέρ ότι ‘ο αντιαμερικανισμός [είναι] ο μόνος καθοριστικός παράγοντας της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής’. Ενάντια σ’ αυτή τη θέση, υποστήριξε ότι στη σύγχρονη εξωτερική πολιτική η πιο σημαντική πρόκληση είναι η αποφυγή της παγκόσμιας αποσταθεροποίησης μέσω ενός πολέμου ανάμεσα σε πολιτισμικούς συνασπισμούς. Εδώ βλέπουμε την τυπική γκολική προσέγγιση που εστιάζεται στην πολυμέρεια και την εξέχουσα, ηγετική θέση της Γαλλίας στις διεθνείς σχέσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ίδια συνέντευξη, ο πρώην πρωθυπουργός εξέφρασε επίσης τη διαφωνία του με τον σημερινό υπουργό Άμυνας Ερβέ Μορέν σχετικά με το ΝΑΤΟ (ο κ. Μορέν εξέφρασε την ιδέα της γαλλικής επανένταξης στο ΝΑΤΟ).


Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα σημεία σύγκλισης στις προσεγγίσεις του ντε Βιλπέν και του Σαρκοζί, όπως στην περίπτωση του Νταρφούρ. Θα μπορούσαμε να πούμε πως μολονότι ο Σαρκοζί τάχθηκε υπέρ μιας πιο φιλοαμερικανικής πολιτικής, προσπάθησε επίσης στη διάρκεια της προεδρικής προεκλογικής εκστρατείας να εμφανιστεί ως ο διάδοχος του Ζακ Σιράκ και του γκολισμού στην εξωτερική πολιτική. Δεν είναι ακόμη βέβαιο σε ποιο βαθμό η γαλλική εξωτερική πολιτική θα αλλάξει στα χρόνια που έρχονται. Για την ώρα, υπάρχουν πραγματικές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στον βιλπενισμό και τον σαρκοζισμό, αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει κατά πόσο ο σαρκοζισμός θα σημάνει το τέλος της ‘γαλλικής εξαίρεσης σ’ αυτό το θέμα’.


Ο ντε Βιλπέν διαθέτει υποστήριξη μέσα στην U.M.P. και μπορεί να έχει απήχηση μακροπρόθεσμα. Οι βιλπενιστές, όπως ο Φρανσουά Γκουλάρ, υπήρξαν πολύ ηχηροί ενάντια σε ορισμένες κυβερνητικές προτάσεις για τη μετανάστευση, για παράδειγμα, και αυτές οι τακτικές ενδέχεται να αυξήσουν την επιρροή τους στους ψηφοφόρους της κεντροδεξιάς. Οι βιλπενιστές αντιμετώπισαν, επίσης, με ειρωνεία το ‘ανοιχτό πνεύμα’ του Σαρκοζί, δηλαδή την επιλογή υπουργών που προέρχονται από το κέντρο ή ακόμη και από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ακόμη και μερικοί από τους υποστηρικτές του Σαρκοζί είχαν δυσκολία να δεχτούν ότι η πλευρά τους δεν άδραξε όλους τους καρπούς της πολιτικής νίκης τους- η παραδοσιακή μετριοπαθής δεξιά είδε με αμηχανία ορισμένα από τα μέλη της να παραμερίζονται προς όφελος αυτών των νεοφώτιστων.


Δεν είναι ακόμη σαφές εάν ο Γάλλος πρόεδρος θα συνεχίσει αυτή την ανοιχτή προσέγγιση ή εάν θα επιστρέψει σε έναν πιο παραδοσιακό τρόπο σχηματισμού κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μοιάζει να είναι σαφές είναι ότι ο Σαρκοζί ενσωματώνει περισσότερο από τον Ζακ Σιράκ, τον Ντομινίκ ντε Βιλπέν ή οποιονδήποτε άλλο ηγέτη της δεξιάς, στην ιστορία της 5ης Δημοκρατίας, μια προσέγγιση που αμφισβητεί τα υπάρχοντα πολιτικά σύνορα. Ο Σαρκοζί, μολονότι εμφανίστηκε ως πολύ δεξιός στην προεδρική προεκλογική εκστρατεία, διόρισε για πρώτη φορά μια γυναίκα από τις μειονότητες, την κα Ρασιντά Ντατί, ως υπουργό Δικαιοσύνης. Ο σαρκοζισμός μοιάζει λοιπόν λιγότερο με συνέχιση της παραδοσιακής ιδεολογίας του μετριοπαθούς συντηρητικού κινήματος της 5ης Δημοκρατίας και περισσότερο το όραμα ενός συγκεκριμένου άνδρα, του ίδιου του Νικολά Σαρκοζί.


Με δυο λόγια, κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι ο σαρκοζισμός θα είναι για τη δεξιά αυτό που ο μιτερανισμός είναι για την αριστερά: πρώτο και κύριο, πραγματισμός και υποστήριξη ενός ισχυρού δημόσιου άνδρα, ικανού να κερδίσει τις εκλογές και να παραμείνει στην εξουσία. Ο σαρκοζισμός μπορεί, επίσης, να συνδεθεί με μια πολιτική ιδεολογία. Ωστόσο, αυτό που μοιάζει να έχει σημασία δεν είναι τόσο η ιδεολογία, που μπορεί να αλλάξει, αλλά ο ίδιος ο άνδρας. Για άλλη μια φορά, η περίπτωση του Νικολά Σαρκοζί εκφράζει μια συνέχεια στη γαλλική πολιτική. Στην πραγματικότητα, κάθε πρόεδρος έδωσε στους οπαδούς του μια σεβαστή ιδεολογία που πήρε το όνομά του: από τον ‘γκολισμό’ στον ‘σιρακισμό’, με τον ‘πομπιντισμό’, τον ‘ζισκαρδισμό’ και τον ‘μιτερανισμό’ ενδιαμέσως. Κάθε ιδεολογία ήταν κυρίως συνδεδεμένη με ένα συγκεκριμένο κομμάτι του πολιτικού φάσματος, παρόλο που αυτό δεν ποτέ εντελώς ακριβές: κάποιος μπορούσε να είναι ‘γκολικός της αριστεράς’, ορισμένοι μιτερανικοί είναι σήμερα οπαδοί του Νικολά Σαρκοζί και πολλοί οπαδοί του Σαρκοζί επέκριναν τον Ζακ Σιράκ ότι ήταν πιο κοντά στην αριστερά παρά στη δεξιά. Το συμπέρασμα είναι ότι θα υπάρξουν πιθανώς εκπλήξεις σε σχέση με την έννοια του ‘σαρκοζισμού’. Δεν πρέπει λοιπόν να σπεύσουμε να δώσουμε έναν κατηγορηματικό ορισμό, τουλάχιστον πριν από το τέλος αυτής της προεδρικής θητείας.



Αφιέρωμα: σαρκοζισμός
Ετικέτες: , , , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε