ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Γιώργος Παπανικολάου – Η ομότιμη παραγωγή ενέργειας και οι κοινωνικές συγκρούσεις στην εποχή της “πράσινης ανάπτυξης”


George Papanikolaou

Καθώς η άμεση διαδικασία της παραγωγής είναι αυτή που καθορίζει τη διανομή, το σημαντικότερο εγγενές πλεονέκτημα της ομότιμης παραγωγής ενέργειας είναι ότι εξασφαλίζει σε μακροπρόθεσμη και σταθερή βάση δικαιότερη και περισσότερο ισοδύναμη κατανομή του πλούτου. Στην κατανεμημένη παραγωγή, υποστηρίζει ο Γιώργος Παπανικολάου, το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που παράγεται προορίζεται για ατομική κατανάλωση, περιορίζοντας το πεδίο της αγοράς στις ενεργειακές ανταλλαγές. Ένα δίκτυο που επιτρέπει, χωρίς την υποχρεωτική διαμεσολάβηση τρίτου, τον αντιλογισμό των ενεργειακών ροών μεταξύ ομότιμων, περιορίζει ακόμα περισσότερο τη σφαίρα της αγοράς και την επίσημη νομισματική κυκλοφορία.



Ομότιμη παραγωγή και παραγωγή ενέργειας


Στην καρδιά των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, την άυλη σφαίρα της παραγωγής, γινόμαστε μάρτυρες ενός βαθύτατου μετασχηματισμού που χαρακτηρίζεται από την ανάδυση μιας νέας μορφής παραγωγής. Η ομότιμη παραγωγή ανατρέπει την εδραιωμένη αντίληψη της οικονομικής σκέψης, ότι οι άνθρωποι διευθετούν τις παραγωγικές τους διαδικασίες είτε σαν εργαζόμενοι, ακολουθώντας τις προσταγές των προϊσταμένων τους, είτε σαν ατομικοί παραγωγοί στις αγορές. Στην ομότιμη παραγωγή οι παραγωγικές διαδικασίες διενεργούνται οργανωμένες, συνήθως από κάτω προς τα πάνω, και στηρίζονται στην ελεύθερη επιλογή των ατόμων-συντελεστών της παραγωγής να συνεργαστούν, χωρίς βασικό κίνητρο τη χρηματική αμοιβή, με τη βοήθεια κατανεμημένων δικτύων για την επίτευξη κοινών στόχων ή έργων. Καθώς το προϊόν της εργασίας τους δεν έχει ανταλλακτική αξία, αλλά αξία χρήσης για μια κοινότητα χρηστών, χαρακτηρίζεται από την παραγωγή και διανομή του προϊόντος της εργασίας έξω από τη σφαίρα της αγοράς (μια μετακαπιταλστική μορφή οργάνωσης της παραγωγής).


Αν η απόσπαση των μέσων παραγωγής και η συγκέντρωσή τους σε μια τάξη ιδιοκτητών υπήρξε η αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία της αγοράς εργασίας και την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης, η επανένωσή των μέσων παραγωγής με τους ατομικούς παραγωγούς αποτελεί τη βασικότερη προϋπόθεση γέννεσης της ομότιμης παραγωγής. Εκτός από την πρόσβαση σε κατανεμημένο σταθερό κεφάλαιο, απαραίτητη είναι η δημιουργία μιας άμεσα προσβάσιμης υποδομής που επιτρέπει την εθελούσια και αυτόνομη (χωρίς την ανάγκη να αποσπάσουν την άδεια ενός εντεταλμένου διαμεσολαβητή) συνεργασία των παραγωγών. Στην άυλη σφαίρα της παραγωγής η αλλαγή αυτή συντελέστηκε κυρίως με την μείωση του κόστους των ηλεκτρονικών υπολογιστών και την ανάπτυξη του διαδικτύου.


Η φύση της σημερινής τεχνολογικής υποδομής, που καθιστά εφικτή την παραγωγή και διανομή ενέργειας, δεν επιτρέπει να μιλήσουμε για ομότιμη παραγωγή με τον ίδιο τρόπο όπως στην παραγωγή άυλων αγαθών. Τεχνολογικοί περιορισμοί όπως η περιορισμένη σμίκρυνση σε σχέση με την απόδοση, το σχετικά υψηλό κόστος κτήσης του εξοπλισμού παραγωγής ενέργειας, αλλά και το δίκτυο διανομής που οργανώνεται ιεραρχικά με μονόδρομες ενεργειακές ροές από μεγάλους παραγωγούς προς μικρούς ή μεγαλύτερους καταναλωτές, δημιουργούν φραγμούς που αν και ο ορίζοντας υπέρβασής τους αρχίζει σήμερα να γίνεται ορατός, θα απαιτήσει μια ικανή ιστορική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας είναι απαραίτητο να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε μεταβατικές και εφαρμόσιμες λύσεις. Έτσι, με τους σημερινούς περιορισμούς, σαν ομότιμη παραγωγή ενέργειας μπορεί να περιγραφεί η οργάνωση κατανεμημένων συστημάτων παραγωγής
που διασυνδέονται με ένα δίκτυο:


-που επιτρέπει ενεργειακές ροές από πολλούς προς πολλούς
-που βασίζεται στην εθελοντική συμμετοχή ανεξάρτητων ατομικών παραγωγών-νοικοκυριών ή κοινοτήτων
-που ιδανικά χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές εξασφαλίζοντας μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και οικολογική ισορροπία.


Η κατανεμημένη παραγωγή ενέργειας χαρακτηρίζεται από πολλαπλά πλεονεκτήματα. Από στρατηγικής άποψης, εξασφαλίζει αμυντική ασφάλεια (η καταστροφή ή η δυσλειτουργία των συγκεντρωτικών υποδομών παραλύει την οικονομική δραστηριότητα) αλλά και αποτελεσματικότερη στην αντιμετώπιση των στρατηγικών κινδύνων της κλιματικής αλλαγής. Πρώτα γιατί δημιουργεί μια κατανεμημένη γεωγραφικά ραχοκοκαλιά παραγωγικής δραστηριότητας που αποτρέπει την ερήμωση της υπαίθρου και έπειτα γιατί είναι περιβαλλοντικά φιλικότερη. Η κατανεμημένη αρχιτεκτονική γεννά πολλαπλάσιες και γεωγραφικά διεσπαρμένες θέσεις εξαρτημένης εργασίας και αυτοαπασχόλησης από τη συγκεντρωτική. Οι ατομικοί παραγωγοί και οι κοινότητες παραγωγών υιοθετούν περιβαλλοντικά υπευθυνότερη συμπεριφορά ενεργειακής κατανάλωσης / εξοικονόμησης όταν είναι αυτοπαραγωγοί και συμμέτοχοι διαχειριστές των ενεργειακών τους πόρων · έχουν συμφέρον να υιοθετούν ηπιότερες από πλευράς περιβαλλοντικών επιπτώσεων τεχνολογίες, καθώς υφίστανται άμεσα τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των επιλογών τους.


Η ομότιμη παραγωγή μπορεί να υπερβεί το πρόβλημα της έλλειψης κοινωνικής αποδοχής των ενεργειακών επενδύσεων από τις τοπικές κοινωνίες, αποτέλεσμα της δικαιολογημένης καχυποψίας με την οποία αντιμετωπίζονται τα σχέδια των επίδοξων “πράσινων” ενεργειακών νεοτσιφλικάδων. Στην κατανεμημένη παραγωγών ο κύριος όγκος των ενεργειακών ροών επιτελείται στο εσωτερικό των τοπικών δικτύων εξοικονομώντας την ενέργεια που χάνεται στη μεταφορά και μειώνοντας τις ανάγκες για επενδύσεις αναβάθμισης της χωρητικότητας των δικτύων. Αρκετές, άλλωστε, επενδύσεις μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων ματαιώθηκαν στη χώρα μας από την έλλειψη πρόσβασης σε δίκτυο επαρκούς χωρητικότητας. Η διασύνδεση του ηλεκτρικού δικτύου με το διαδίκτυο επιτρέπει τη διαμόρφωση έξυπνων τοπικών δικτύων, των οποίων η ενεργειακή ζήτηση μπορεί να προσαρμόζεται στην παραγωγή, ελαχιστοποιώντας τις ανάγκες χρησιμοποίησης μεθόδων αποθήκευσης που μειώνουν την ενεργειακή απόδοση.


Οι υπερασπιστές της σημερινής αρχιτεκτονικής επικαλούνται οικονομοτεχνικά επιχειρήματα όπως η υψηλότερη (σήμερα) οικονομική απόδοση των συγκεντρωτικών συστημάτων ηλεκτροπαραγωγής. Στους υπολογισμούς αυτούς το πραγματικό κόστος συσκοτίζεται, καθώς οι αρνητικές επιπτώσεις για την κοινωνία, το περιβάλλον και τις μελλοντικές γενιές δεν συνυπολογίζονται και παραμένουν “εξωτερικές” προς την κεφαλαιακή απόδοση. Πρέπει λοιπόν να επινοήσουμε νέους δείκτες μέτρησης που θα ενσωματώνουν τα πραγματικά κόστη για την κοινωνία και το περιβάλλον. Για τα επόμενα χρόνια η παραγωγή ενέργειας θα παραμείνει σημαντικό πεδίο οικονομικής δραστηριότητας στα πλαίσια της αγοράς, γι’ αυτό και τα ζητήματα κόστους θα συνεχίσουν να έχουν βαρύνουσα επιρροή στις στρατηγικές μετάβασης. Μεσοπρόθεσμα οι δύο αρχιτεκτονικές θα αναπτύσσονται ταυτόχρονα αντιπαλεύοντας και συνάμα συμπληρώνοντας η μια την άλλη.


Οι προϋποθέσεις μετάβασης


Αν και η γέννεση των ομότιμων παραγωγικών σχέσεων στο ελεύθερο λογισμικό και στην παραγωγή προϊόντων πολιτισμού ξεκίνησε από τα κάτω και εγκαθιδρύθηκε με νομικές μορφές καθολικής ιδιοκτησίας όπως η Creative Commons κ.α.), αυτό έγινε εφικτό επειδή είχε ήδη συντελεστεί η βασική προϋπόθεση της ύπαρξης κατανεμημένου σταθερού κεφαλαίου (ηλεκτρονικών υπολογιστών) και ενός μέσου (διαδικτύου) δια του οποίου, με χαμηλό κατώφλι κόστους, μπορεί να οργανωθεί η συνεργασία των παραγωγών. Αντίθετα, το σημερινό κόστος του μηχανολογικού εξοπλισμού, οι τεχνικές δεξιότητες και η ανάγκη της ύπαρξης, στις περισσότερες περιπτώσεις, κάποιας μικροϊδιοκτησίας, κάνουν την υπόθεση της ομότιμης παραγωγής ενέργειας κυρίως υπόθεση της μεσαίας τάξης. Η σημερινή αρχιτεκτονική του ηλεκτρικού δικτύου εμποδίζει μια παρόμοια από “τα κάτω” ανάδυση της ομότιμης παραγωγής ενέργειας. Αν και η αργή, από τα κάτω, ανάπτυξη δεν μπορεί ν’ αποκλεισθεί, πιθανότερο είναι ότι αυτή θ’ αποτελέσει μια ταυτόχρονη από τα “κάτω” και από τα “πάνω” διαδικασία.


Οι σημαντικότερες τεχνολογίες που θα δεσπόζουν στη μεταβατική εποχή (χωρίς να εξαντλούν το σύνολο του παζλ) είναι αυτές της παραγωγής ενέργειας από φωτοβολταϊκά, αιολικά και συστήματα συμπαραγωγής ηλεκτρισμού θερμότητας. Οι δύο πρώτες χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ η τελευταία απαιτεί πρώτη ύλη που μπορεί να διαφοροποιείται (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, βιομάζα κ.α.). Η απόδοση των τεχνολογιών αυτών εξαρτάται σημαντικά από τον γεωγραφικό χώρο προκειμένου να βελτιστοποιείται η αποτελεσματικότητά τους. Καθώς η πρόσβαση σε ανανεώσιμες πηγές αλλά και η χωροταξική κατανομή της ανθρώπινης δραστηριότητας υπόκειται σε γεωγραφικές διαφοροποιήσεις, θα πρέπει να είμαστε ανοικτοί σε οποιαδήποτε τεχνολογία ή μείγμα τους που αξιοποιεί αποτελεσματικά τις τοπικές πλουτοπαραγωγικές και κοινωνικές συνθήκες. Για παράδειγμα, η συμπαραγωγή είναι προσφορότερη στο οικιστικά πυκνό αστικό περιβάλλον όπου η τοποθέτηση ανεμογεννητριών είναι πρακτικά αδύνατη και η χρησιμοποίηση φωτοβολταϊκών προσκρούει στην πολυπλοκότητα των διοικητικών πράξεων που απαιτούνται, ειδικά όταν υπάρχουν πολλαπλές κάθετες μικροϊδιοκτησίες.


Η χρήση φωτοβολταϊκών ευνοείται από τον κατάλληλο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό μεμονωμένων κατοικιών σε περιοχές με μεγάλη ηλιοφάνεια, ενώ το αιολικό δυναμικό είναι πλουσιότερο στις νησιωτικές περιοχές της χώρας. Η διαπίστωση φαντάζει αυτονόητη, ωστόσο οι πολιτικές συνέπειες δεν είναι: οι πολιτικές μετασχηματισμού θα πρέπει να αφήνουν το μεγαλύτερο δυνατό πλαίσιο ελευθερίας στους παραγωγούς να επιλέγουν μόνοι τους τους τρόπους παραγωγής και τη θεσμική μορφή που θα λαμβάνει η συνεργασία, ενώ ο συγκεντρωτικός σχεδιασμός μπορεί να αποδεικνύεται καταστροφικός. Στην πραγματικότητα, ο κεντρικός σχεδιασμός θα πρέπει να περιορίζεται στη διαμόρφωση ενός χαλαρού ρυθμιστικού πλαισίου συμμετοχής που θα αποσκοπεί κυρίως στην εξασφάλιση της οικολογικής βιωσιμότητας. Οι παραγωγικές δυνατότητες των ατόμων και των τοπικών κοινωνιών θα πρέπει να αφεθούν ελεύθερες ώστε να οργανώσουν, με την επινοητικότητα που χαρακτηρίζει τη συλλογική συμμετοχή, τα τοπικά δίκτυα ενεργειακής παραγωγής και διανομής.


Μέτρα όπως αυτό της επιδότησης της κιλοβατόρας είναι απλά στην εφαρμογή και αποτελεσματικά σε μια περίοδο μετάβασης, βοηθώντας τις επενδύσεις να αποσβένονται συντομότερα· επομένως ενισχύοντας τη διασπορά του απαραίτητου σταθερού κεφαλαίου. Ωστόσο, πρέπει να μας κάνουν προσεκτικούς καθώς μπορεί να επιβαρύνουν δυσανάλογα τους οικονομικά ασθενέστερους, διαρρηγνύοντας τις απαραίτητες πολιτικές και οικονομικές συμμαχίες της μεσαίας τάξης. Στις περιπτώσεις μεσαίου μεγέθους εγκαταστάσεων που εξυπηρετούν κατ’ αρχήν τις ανάγκες μιας γεωγραφικής κοινότητας, μπορούν να υλοποιηθούν ποικίλα σχήματα σύμπραξης των παραγωγών. Η δημιουργία μετοχικών εταιρειών με μεταβιβάσιμα μερίδια δεν θα πρέπει να επιδοτείται και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, τα οποία θα πρέπει να αφορούν αυστηρά κατοίκους της τοπικής κοινωνίας, να είναι καθολικά και μη μεταβιβάσιμα.


Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η διαχείριση, κοντολογίς η αρχιτεκτονική των σχέσεων που ορίζει το δίκτυο διανομής, αποτελούν το σημείο συνάντησης και σύγκρουσης των διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων. Γίνεται, έτσι, το κεντρικό σημείο άσκησης πολιτικής. Θα πρέπει να εξασφαλιστεί ο δημόσιος (και όχι απαραίτητα κρατικός) χαρακτήρας του, η απόλυτη ανεξαρτησία του από τις κρατικές και μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και η προτεραιότητα χρήσης του από τους μικρούς παραγωγούς έναντι των μεγάλων. Οι τοπικές κοινωνίες θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να εγκαθιστούν και να διαχειρίζονται τα δικά τους δίκτυα. Ο τεχνολογικός εξοπλισμός των συσκευών διασύνδεσης με τους παραγωγούς-καταναλωτές θα πρέπει να είναι ανοικτού σχεδιασμού και τα πρωτόκολλα επικοινωνίας με ανοικτά πρότυπα. Με τον τρόπο αυτό, θα μπορεί να αποτρέπεται η εγκαθίδρυση στρατηγικού μονοπωλιακού ελέγχου στις λειτουργίες του δικτύου από το κράτος και τις επιχειρήσεις (κατά το σημερινό πρότυπο του επαίσχυντου καθεστώτος στις τηλεπικοινωνιακές υποδομές), και θα μπορέσει να ενισχυθεί η καινοτομία. Ταυτόχρονα, θα δοθεί η δυνατότητα ανάπτυξης πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων εντάσεως γνώσης με μικρές ανάγκες σε αρχικό κεφάλαιο. Η συλλογική συμμετοχή των χρηστών (παραγωγών–καταναλωτών) μέσα από τις ανοικτές αρχιτεκτονικές θα επιταχύνει την ωρίμανση των υπηρεσιών του.


Ο ανοικτός σχεδιασμός μπορεί να στηριχθεί από τις ερευνητικές συμπράξεις πανεπιστημίων, ερευνητικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων. Τα ερευνητικά τους αποτελέσματα, τουλάχιστον στο βαθμό που χρησιμοποιείται χρήμα των φορολογουμένων, πρέπει υποχρεωτικά και άμεσα να υπάγονται στη δημόσια σφαίρα με τη μορφή αδειών μη αποκλειστικής ιδιοκτησίας. Με τον τρόπο αυτό, θα μπορούν τα παραπάνω να διαχέονται άμεσα και να αξιοποιούνται από μικρές επιχειρήσεις που δεν έχουν την δυνατότητα αυτόνομης χρηματοδότησης έρευνας και ανάπτυξης.


Η σημερινή οργάνωση του δικτύου κατατείνει στην εγκαθίδρυση ενός υποχρεωτικού μεσάζοντα, ο οποίος θα μεσολαβεί στις ανταλλαγές. Όσο ευνοϊκή και να φαντάζει αυτή η μεταχείριση (κυρίως εξαιτίας των προσωρινά υψηλών και εγγυημένων αποζημιώσεων για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) η παρεμβολή ενός υποχρεωτικού μεσάζοντα στις ενεργειακές ροές εισάγει ένα ιεραρχικό στοιχείο που εγκυμονεί κινδύνους αυθαιρεσίας. Οι τιμές πώλησης των μικροπαραγωγών θα πρέπει τελικά να διαμορφώνονται ελεύθερα και άμεσοι αγοραστές να είναι οι ίδιοι οι καταναλωτές σε μια έξυπνη, απελευθερωμένη και ομότιμα ενημερωμένη αγορά ενέργειας. Ένα τέτοιο δίκτυο πρέπει να επιτρέπει την άμεση διασύνδεση και διαπραγμάτευση πολλών με πολλούς, γεγονός που προϋποθέτει μια διαφοροποιημένη τοπολογία και τεχνολογία διασύνδεσης απ’ αυτή που σήμερα επιβάλλεται.


Η ομότιμη παραγωγή και οι πολιτικές συγκρούσεις στην εποχή της “πράσινης” ανάπτυξης


Οι τεχνολογικές επιλογές δεν είναι κοινωνικά ουδέτερες. Ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος έχει την τάση να υποβαθμίζει αυτή τους την πτυχή και μετατοπίζει τον διάλογο σε φαινομενικά τεχνοκρατικές αντιπαραθέσεις. Πίσω από τις ενεργειακές επιλογές και την επιχειρηματολογία που επικαλούνται οι υποστηρικτές τους, πρέπει να διακρίνουμε τον διαπλεκόμενο ιστό εταιρικών συμφερόντων, κοινωνικών τάξεων, ομάδων και εκφράσεων της πολιτικής εξουσίας. Βρισκόμαστε σ’ ένα ιστορικό σταυροδρόμι επαναδιαπραγμάτευσης σχεδόν όλων των μέχρι σήμερα “σταθερών” του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος, κάτω από το βάρος μιας συστημικής κρίσης και την πρωτόγνωρη απειλή της οικολογικής καταστροφής. Οι πολιτικές δυνάμεις που φιλοδοξούν να ηγεμονεύσουν σ’ αυτή την ιστορική περίοδο πρέπει να αποδείξουν ότι μπορούν ν’ ανταποκριθούν και να διαχειριστούν, στο όνομα του συνόλου της κοινωνίας, το πρόβλημα της βιώσιμης ανάπτυξης. Έτσι, η λεγόμενη “πράσινη ανάπτυξη” θα αποτελεί κοινή επίκληση ολόκληρου του πολιτικού φάσματος. Το κεντρικότερο σημείο της αποτελεί η αρχιτεκτονική της διαδικασίας παραγωγής ενέργειας – ηλεκτρισμού. Εκεί συναντιούνται και συγκρούονται τα κοινωνικά και ταξικά συμφέροντα και ξεδιπλώνονται οι διαφορετικές στρατηγικές.


Η πρώτη στρατηγική έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή και εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο στο νεοκεϋνσιανό σχέδιο του προέδρου Ομπάμα. Οι επιχειρήσεις, στηριζόμενες στην κρατική δαπάνη (δηλαδή τα χρήματα των φορολογουμένων), θα αναλάβουν να αναδιαρθρώσουν το ενεργειακό μείγμα σε βιωσιμότερη κατεύθυνση, ανοίγοντας μια νέα αγορά τεραστίου μεγέθους, ικανή -όπως ελπίζουν- να επαναφέρει την καπιταλιστική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς το πως οι μέχρι πρόσφατα υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς “κάνουν την ανάγκη φιλοτιμία”. Ο κύριος όγκος της ρευστότητας θα απορροφηθεί από μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που θα κατασκευάσουν “πράσινες” υποδομές παραγωγής ενέργειας, ενώ με την εισαγωγή νέων ρυθμιστικών πλαισίων θα απαιτηθεί από τους καταναλωτές να ανανεώσουν τον οικιακό τους εξοπλισμό με έξυπνες και περιβαλλοντικά φιλικές συσκευές. Οι φτωχότεροι πολίτες θα επιδοτήσουν την αναδιάρθρωση και την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, των οποίων στη συνέχεια θα καταναλώνουν υποχρεωτικά τα προϊόντα. Η λογική προέκταση του εγχειρήματος οδηγεί σε μια κοινωνία μοιρασμένη σε ολιγοπωλιακούς παραγωγούς που θα συγκεντρώνουν την οικονομική και πολιτική ισχύ και σε ενεργειακούς δουλοπάροικους – καταναλωτές ενέργειας. Οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι η υπεροχή τους σε τεχνογνωσία θα διασφαλίσει τη συνέχεια της οικονομικής τους πρωτοκαθεδρίας. Το φιλόδοξο σχέδιο επιχειρεί να διασώσει το υπάρχων σύστημα, συντηρώντας ταυτόχρονα τις κοινωνικές ανισότητες που αναπαράγει. Άσχετα από την τελική έκβαση, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει τις θετικές σε παγκόσμιο επίπεδο επενέργειες: την ενίσχυση του παραγωγικού κεφαλαίου έναντι του παρασιτικού χρηματοπιστωτικού, την ανάδυση της βιώσιμης ανάπτυξης στην κορυφή των παγκόσμιων πολιτικών προτεραιοτήτων και την ώθηση στην ανάπτυξη νέων, φιλικών προς το περιβάλλον, τεχνολογιών. Μέρος των καινοτομιών θα ενισχύσει τις δυνατότητες παραγωγής σε μικρή κλίμακα, προάγοντας αναπόφευκτα την ανάπτυξη της κατανεμημένης παραγωγής.


Καθώς η άμεση διαδικασία της παραγωγής είναι αυτή που καθορίζει τη διανομή, το σημαντικότερο εγγενές πλεονέκτημα της ομότιμης παραγωγής ενέργειας είναι ότι εξασφαλίζει σε μακροπρόθεσμη και σταθερή βάση δικαιότερη και περισσότερο ισοδύναμη κατανομή του πλούτου. Στην κατανεμημένη παραγωγή το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που παράγεται προορίζεται για ατομική κατανάλωση, περιορίζοντας το πεδίο της αγοράς στις ενεργειακές ανταλλαγές. Ένα δίκτυο που επιτρέπει, χωρίς την υποχρεωτική διαμεσολάβηση τρίτου, τον αντιλογισμό των ενεργειακών ροών μεταξύ ομότιμων, περιορίζει ακόμα περισσότερο τη σφαίρα της αγοράς και την επίσημη νομισματική κυκλοφορία. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής της ομότιμης παραγωγής ενέργειας οικοδομούν μια νέα οικονομία αυτονομίας και αλληλεγγύης που αναπτύσσεται στους κόλπους του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Στο σύνολο της κοινωνίας η ομότιμη παραγωγή ενέργειας προάγει μια τριπλή αναδιανομή: αναδιανομή από τους λίγους και μεγάλους προς τους μικρούς και πολλούς, από την πόλη προς την ύπαιθρο και από τις παλιότερες γενιές στους νεότερους. Το τελευταίο όχι μόνο γιατί οι νέοι σαν φυσικοί φορείς της νέας τεχνολογίας θα εξασφαλίσουν περισσότερες δουλειές και επιχειρηματικές ευκαιρίες, αλλά και γιατί αυξάνει το δικό τους περιβαλλοντικό μέρισμα.


Σε μια ασταθή ιστορική περίοδο, βυθισμένη στην οικονομική αβεβαιότητα, η μεσαία τάξη διαισθάνεται την ευκαιρία που προσφέρει η ομότιμη παραγωγή ενέργειας. Η επένδυση σ’ αυτή εξασφαλίζει την ενεργειακή ασφάλεια των νοικοκυριών, δημιουργεί δουλειές, αποφέρει σταθερό εισόδημα και ωφελεί το περιβάλλον. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί ένα ελκυστικό καταφύγιο για το οικονομικό της απόθεμα, τουλάχιστον έναντι της εναλλακτικής του παρασιτικού, απειλούμενου με κατάρρευση, χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σε συνθήκες οικονομικής στενότητας, οι φορολογούμενοι πολίτες αντιμετωπίζουν εχθρικά την ιδέα να επιδοτούν στο όνομα του περιβάλλοντος τη δημιουργία ιδιωτικών επενδύσεων των οποίων το προϊόν θα καλούνται στη συνέχεια να αγοράζουν. Πολύ περισσότερο όταν μπορούν να γίνουν οι ίδιοι παραγωγοί του αγαθού. Το γεγονός αυτό φέρνει τις πολιτικές διεκδικήσεις για κατανεμημένη πρόσβαση σε σταθερό κεφάλαιο (μέσα παραγωγής ενέργειας) πολύ κοντύτερα απ’ όσο φανταζόμαστε σήμερα.


Οι διαθέσεις αυτές οργανώνονται προς το παρόν αποσπασματικά μέσα από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, και κινήματα πολιτικής διεκδίκησης που εκδηλώνονται συχνότερα με αντιστάσεις στις πολιτικές και οικονομικές επιλογές των οργανωμένων εταιρικών συμφερόντων και ενός κράτους που λειτουργεί υπό την επιρροή τους. Η αναπόφευκτη σταδιακή συνειδητοποίηση θα οξύνει τους πολιτικούς αγώνες προσδίδοντάς τους ένα αυξανόμενα θετικό αντικείμενο διεκδίκησης. Η ευόδωση ενός γρήγορου ομότιμου μετασχηματισμού στην παραγωγή ενέργειας θα προϋπέθετε ένα κράτος “συνέταιρο” (αυτό που ο Michel Bauwens αποκαλεί partner state), δηλαδή ένα μετασχηματισμένο κράτος που από προστάτης των εταιρικών συμφερόντων μεταβάλλεται σε υποστηρικτή και οργανωτή της παραγωγικής δραστηριότητας των δικτύων.


Η Ελληνική επιλογή


Στην καρδιά των γρήγορων μετασχηματισμών και της πολιτικής αστάθειας, που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ιστορική κατάσταση, βρίσκεται η όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλιστικού οικοδομήματος ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική ιδιοποίηση του προϊόντος της εργασίας. Η ανάδυση της ομότιμης παραγωγής οξύνει την αντίθεση γιατί υποδεικνύει μια θετική, εφικτή κατεύθυνση πάλης που διεμβολίζει και τους δυο παραδοσιακούς πόλους της βιομηχανικής κοινωνίας, την Αριστερά και τη Δεξιά. Όσο η διαδικασία αυτή παραμένει στη σφαίρα του πολιτικού ασυνείδητου, οι δυνάμεις της προόδου -αν και όχι ομοιόμορφα- θα κατανέμονται σε όλο το πολιτικό φάσμα. Αυτή είναι και η αιτία που τα κόμματα σπαράσσονται από εμφύλιες συρράξεις και διατηρούν ρευστή ιδεολογική ταυτότητα, δημιουργώντας την εντύπωση μιας εποχής ιδεολογικής σύγχυσης. Έτσι και η πολιτική τους στην παραγωγή ενέργειας χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις. Για παράδειγμα η Δεξιά υλοποίηση του νομοσχεδίου για τα φωτοβολταϊκά που προέβλεπε τη δυνατότητα επιδότησης από τον αναπτυξιακό νόμο μεσαίας και μεγάλης κλίμακας επενδύσεων με εξασφαλισμένη -κρατικά εγγυημένη- αγορά ηλεκτρισμού για δεκαετίες, οδήγησε στο γνωστό φιάσκο που παγίδευσε επενδυτές στα γρανάζια της διεφθαρμένης διοίκησης και του κόμματος. Από την άλλη, εκφράζοντας τις αντιφάσεις της πολυσυλλεκτικής εκπροσώπησης, θεσμοθέτησε λίγο πριν την πολιτική της κατάρρευση ευνοϊκές ρυθμίσεις για την παραγωγή σε μικρή κλίμακα.


Η νέα διακυβέρνηση εκλέχθηκε επικαλούμενη την “πράσινη ανάπτυξη” χωρίς να αποσαφηνίζει το συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό της περιεχόμενό . Οι πρακτικές επιλογές της αναπόφευκτα σύντομα θα αποσαφηνίσουν τον πραγματικό χαρακτήρα της εξαγγελίας. Αν υιοθετήσει σαν στρατηγική της επιλογή την ομότιμη παραγωγή και περιορίσει τα μεγάλα συμφέροντα σε επενδύσεις εγχώριας παραγωγής του απαραίτητου μηχανολογικού εξοπλισμού, θα έχει κάνει ένα σημαντικό βήμα που θα αποδώσει μεσοπρόθεσμα πλούσιους και δικαιότερα κατανεμημένους οικονομικούς καρπούς. Αν παραδώσει τη δημόσια γη και το κρατικό χρήμα των επιδοτήσεων στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που προετοιμάζονται για τις χρυσοφόρες business της ηλεκτροπαραγωγής, η πολιτική της κινδυνεύει να συνθλιβεί από την ανάδυση ενός διπλού κινήματος της βυθιζόμενης μεσαίας τάξης, που από τη μια θα προβάλει αντιστάσεις στα επενδυτικά σχέδια ενώ από την άλλη θα οργανώνεται σε μια θετική κατεύθυνση διεκδίκησης.


Οποιαδήποτε πολιτική η μείγμα πολιτικής και να επιλεγεί σήμερα, η ομότιμη παραγωγή αποτελεί το αναπόδραστο μέλλον της παραγωγής ενέργειας και οι κοινωνίες που θα την υιοθετήσουν γρηγορότερα θα βρεθούν ενισχυμένες και ευημερούσες.




Αφιέρωμα: ομότιμη ενέργεια
Ετικέτες: , , , ,

|
1 σχόλιο »

1 σχόλιο

  1. Ο/Η Tο ελληνικό ιστολόγιο της P2P Foundation » Blog Archive » Nέο τεύχος για την ομότιμη παραγωγή ενέργειας :
    December 10th, 2009 at 04:50

    […] Γιώργος Παπανικολάου με το “Η ομότιμη παραγωγή ενέργειας και οι κοινωνικές συγ… O Michel Bauwens με το “Θέτοντας το ευρύτερο πλαίσιο για […]


σχολίασε