ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Άκης Γαβριηλίδης – Αμπού Γκράιμπ / Αμάρυνθος / Ομόνοια (με δυο παπούτσια πράσινα)


Ο Άκης Γαβριηλίδης αναλύει τα πρόσφατα βασανιστήρια στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας σαν μια πράξη συγκρότησης της φαντασιακής κοινότητας του Ελληνικού έθνους.



Τελικά, μήπως οι μπλόγκερς είναι πολιτικά υποκείμενα;


Πριν από λίγο καιρό, διδάσκων στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, κατακεραύνωνε σε άρθρο του τους «φορείς του μεταεθνικού λόγου» (χωρίς να κατονομάζει κανέναν εξ αυτών, πλην του υποφαινομένου) για μύρια όσα, μεταξύ των οποίων και ότι

καταγγέλλουν τον καημό της μετακατοχικής ποιητικής Αριστεράς ως νεκροφιλία και πτωματολαγνεία, στιγματίζουν όλα τα ευγενή μέταλλα της στράτευσης και των θυσιών ως ολοκληρωτικά, ψάχνουν να μετατρέψουν τον διεθνισμό σε διονυσιακή rave φιέστα. Για να βάλουν, άραγε, τι στη θέση τους; Τους μπλόγκερ ως το νέο υποκείμενο; Το gay pride ως παράδειγμα πολιτικής του βίου; Τον μετανάστη ως υποκατάστατο για τον λαό της πολιτικής;


Πριν καν στεγνώσει το μελάνι από αυτό το μανιφέστο αριστερού συντηρητισμού και ομοφοβίας, όλος ο πολιτικός και δημοσιογραφικός κόσμος της χώρας -αλλά εν μέρει και άλλων χωρών- βρέθηκε να ασχολείται με την υπόθεση των βασανιστηρίων στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας.


Αν κάποιος ευχόταν να συμβεί κάτι που να διαψεύδει εμπράκτως και πανηγυρικά το σκανδαλισμό και τον σαρκασμό του Σεβαστάκη, δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί κάτι καλύτερο από αυτό: μια υπόθεση που ξεκίνησε, ακριβώς, από έναν μπλόγκερ, με ψευδώνυμο βγαλμένο από γιαπωνέζικα «μάνγκα», ο οποίος διοχέτευσε προς τον δημόσιο χώρο ένα βίντεο όπου εμφανίζονται κάποιοι συνοροφύλακες να υπερασπίζονται ανδροπρεπώς το έθνος τους από τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, «σωφρονίζοντας» με τον γνωστό πρωτότυπο τρόπο δύο μετανάστες.


Μιλάμε, τζακ-ποτ. Χωρίς να χρειαστεί κανείς να «βάλει» οποιοδήποτε πράγμα στη θέση οποιουδήποτε άλλου, όλα αυτά τα θέματα στα οποία αναφέρεται με περιφρόνηση ο Σεβαστάκης, συμπυκνωμένα σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό, έγιναν υπ’ αριθμόν 1 πολιτικό θέμα και κινητοποίησαν τον «λαό της πολιτικής» κατά τρόπο που ο «καημός της μετακατοχικής ποιητικής Αριστεράς» και «τα ευγενή μέταλλα της στράτευσης και των θυσιών» δεν είχαν δει ούτε στον ύπνο τους τα τελευταία είκοσι τουλάχιστον χρόνια.


Το ίδιο, και ακόμη περισσότερο, ισχύει και προκειμένου για την κινητοποίηση των πολιτών γύρω από την καταστροφική πυρκαγιά της Πάρνηθας.


Ο γνωστός-άγνωστος διώκτης


Σε προηγούμενο κείμενο είχα επίσης αναφερθεί στο ζήτημα τη ραγδαίας συντηρητικοποίησης της «πάλαι ποτέ ανανεωτικής Αριστεράς», όπως την χαρακτήρισε σε άρθρο του στο «Βήμα» ο Παναγής Παναγιωτόπουλος. Αυτό όμως που με ενδιαφέρει στο επεισόδιο με το βίντεο του ξυλοδαρμού δεν είναι τόσο το ότι διαψεύδει τις κινδυνολογίες των αριστερών διαφωτιστών-αντιμεταμοντερνιστών, αλλά το ότι μας επιτρέπει να σκεφτούμε για μια σειρά ζητήματα που κατά σύμπτωση –ή ίσως να μην είναι τόσο σύμπτωση- επίσης θεματοποιούνται στο άρθρο του Παναγιωτόπουλου.


Θυμίζω ότι ο τελευταίος, αναφερόμενος στο κωμικοτραγικό επεισόδιο της λογοκρισίας εις βάρος της Εύας Στεφανή, έθετε στον τίτλο του άρθρου του το ερώτημα «Ποιος είναι ο άγνωστος ‘διώκτης’;».


Μία δυνατή απάντηση είναι η εξής: ο άγνωστος διώκτης είναι ο πρωταγωνιστής –ή/και ο καταγραφέας- της σκηνής του ξυλοδαρμού.


Δεν εννοώ προφανώς ότι πρόκειται για το ίδιο φυσικό πρόσωπο· εννοώ όμως ότι πρόκειται, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, για φαινόμενα στα οποία εμπλέκονται οι νέες τεχνολογίες αναπαράστασης και (αυτο)καταγραφής ως όριο μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου, ως τεχνικές παραγωγής ενός μυστικού και ταυτόχρονα της έκθεσής του και, μέσω αυτού, ως τεχνικές διαπαιδαγώγησης και διάπλασης των σωμάτων και των αισθημάτων ώστε να συνάδουν και να ανταποκρίνονται προς τις προσίδιες διαδικασίες εξατομίκευσης και ένταξης στο έθνος-κράτος.


Πόλεμοι του κόλπου


Το βίντεο με τον ξυλοδαρμό των Αλβανών κρατουμένων παρήχθη καταρχάς ως ένα «οικογενειακό μυστικό» των Ελλήνων αστυνομικών, ως καταγραφή μιας ιδιωτικής απόλαυσης προς μεταγενέστερη θέαση του ανδραγαθήματος από τους δράστες/ πρωταγωνιστές και άλλους συναδέλφους και ομοϊδεάτες τους, «μακριά από ξένα βλέμματα».


Ως τέτοιο, ήταν μια πράξη συγκρότησης μιας φαντασιακής κοινότητας, μια πράξη συμβολοποίησης και διαχείρισης των συναισθημάτων. Πράγματι, «το ανθρώπινο ον δεν συμβολοποιεί μόνο με λέξεις τις εμπειρίες του από τον κόσμο. Υπάρχουν και πράξεις συμβολοποίησης που περνούν από χειρονομίες, στάσεις και μιμική: να δίνουμε ένα χαστούκι ή ένα χάδι είναι πράξεις συμβολοποίησης όπως ακριβώς το να κλαίμε ή να ονοματίζουμε ένα συναίσθημα» (Σερζ Τισσερόν, Τα οικογενειακά μας μυστικά, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 72. Η υπογράμμιση δική μου).


Αυτή η «μυστική απόλαυση» διαταράχθηκε με τη διαρροή του μυστικού στον δημόσιο χώρο. Πρέπει να υποθέσουμε άραγε ότι η συνοχή της ομάδας διαταράχθηκε εξ αυτού; Δεν θα έπρεπε να είμαστε τόσο σίγουροι γι’ αυτό, εάν δούμε το φαινόμενο με βάση την έννοια της πολιτιστικής οικειότητας (cultural intimacy), μια έννοια που εισήγαγε ο αμερικανός ανθρωπολόγος Μάικλ Χέρτσφελντ, για να αποδώσει έναν τρόπο συγκρότησης της εθνικής συνοχής στη βάση ακριβώς της συμμετοχής σε ένα μυστικό.


Η πολιτιστική οικειότητα είναι «η αναγνώριση εκείνων των πτυχών μιας πολιτιστικής ταυτότητας που θεωρούνται ως πηγές αισχύνης προς τα έξω αλλά που παρόλα αυτά παρέχουν στους ‘εντός’ τη διαβεβαίωση μιας κοινής κοινωνικότητας» (σ. 3). Συστατικό λοιπόν της οικειότητας δεν είναι μόνο η εχεμύθεια, αλλά και η διαρκής δυνατότητα διάρρηξής της· όσοι συμμερίζονται το μυστικό έχουν επίγνωση ότι είναι ανά πάσα στιγμή δυνατό να αποκαλυφθεί, και ότι, αν συμβεί αυτό, θα προκαλέσει ντροπή και αμηχανία· αυτή ακριβώς η επίγνωση όμως είναι αυτό που τους δένει πιο σφιχτά και από την απόκρυψη του μυστικού.


Με βάση τα παραπάνω, στην έννοια αυτή μπορούν να υπαχθούν και άλλα προηγούμενα χρήσης των μοντέρνων τεχνολογιών της εικόνας, όπως η κινηματογράφηση των βασανιστηρίων και των σεξουαλικών εξευτελισμών στο Αμπού Γκράιμπ ή του ομαδικού βιασμού της Βουλγάρας μαθήτριας από Έλληνες συμμαθητές και συμμαθήτριές της στην Αμάρυνθο της Εύβοιας.


Υπό ποίας συνθήκας πέφτει ξύλο;


Η συγκρότηση λοιπόν μιας φαντασιακής κοινότητας με βάση την αποκλειστική σύνδεση προς μια προσίδια απόλαυση, δεν έχει ως προϋπόθεση την πλήρη απόκρυψη της απόλαυσης, αλλά περιλαμβάνει ως αναγκαία στιγμή και τον κίνδυνο έκθεσης –με διπλή έννοια, δηλ. τόσο ως δημοσιοποίηση όσο και ως ατίμωση. Για να μην πούμε ότι, ενίοτε, συνυπάρχει με μια επιθυμία δημοσιοποίησης: λόγου χάρη, στη συγκεκριμένη περίπτωση η ντροπή για τις αποκαλύψεις εκφράστηκε μάλλον υποκριτικά και ανέξοδα (π.χ. αυστηρές δηλώσεις των πολιτικώς υπευθύνων ότι «αυτά αποτελούν όνειδος, οι ένοχοι θα τιμωρηθούν αυστηρά» –τις οποίες κανένας δεν πιστεύει), ή και αντιστράφηκε, κατά τρόπο επιθετικό και κυνικό, σε πραγματική υπερηφάνεια και σε μέσο τρομοκράτησης ή συνετισμού.


Π.χ. ο αντινομάρχης Τρικάλων κ. Γεωργίου γνωμάτευσε ότι «η πολλή δημοκρατία βλάπτει. Τόση ευαισθησία πια για τους κακοποιούς; Όλοι τόσο δημοκράτες είστε; Κι άμα έπεσε και μια στραβή, τι έγινε; Λίγες έπεσαν, παραπάνω έπρεπε να πέσουν. Σε ανθρώπους που μπορεί να είναι υπόδικοι του ποινικού κώδικα, τόση ευαισθησία σας κατέχει; Τι σας πείραξε, δηλαδή, που έπεσε μια αδέσποτη; Κακώς κατ’ εμέ που ο υπουργός τους έθεσε σε διαθεσιμότητα. Για ποιο λόγο, τι έκαναν, δεν κατάλαβα. Έχει σημασία υπό ποίας συνθήκας πέφτει ξύλο. Εδώ χτυπάμε τα παιδιά μας, τον κακοποιό θα σκεφθούμε;»


Ελλάδα-Τουρκία-μετααποικία;


Εδώ και αρκετά ήδη χρόνια, μπροστά στα μάτια της ελληνικής –και της ευρωπαϊκής- κοινής γνώμης παίζεται άλλο ένα, διεθνοπολιτικό αυτή τη φορά, σήριαλ, που κατά μία έννοια επίσης έχει να κάνει με μία παρακολούθηση, καθώς και με το ερώτημα ποιος και πότε κερδίζει δικαιωματικά την ένταξη στη δυτική νεωτερικότητα. Αναφέρομαι στο ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.


Από νομική άποψη, η βάση για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό έχει κωδικοποιηθεί στα περίφημα «κριτήρια της Κοπεγχάγης», μεταξύ των οποίων περίοπτη θέση ως γνωστόν καταλαμβάνει η εξάλειψη των βασανιστηρίων.


Ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα, συναφώς, θα ήταν: τα υπάρχοντα κράτη μέλη πληρούν άραγε αυτά τα κριτήρια; Ως προς την Ελλάδα τουλάχιστον, η απάντηση δεν είναι τόσο αυτονόητα θετική, αν λάβουμε υπόψη μας περιστατικά όπως τα παραπάνω, και όπως οι ξυλοδαρμοί διαδηλωτών από «ζαρντινιέρες» ή η πολυήμερη κράτηση φοιτητή με βάση απλώς το ότι … φορούσε ίδιου χρώματος παπούτσια με τον δράστη κάποιου αδικήματος.


Όπως κι αν έχει, όμως, η επιχειρηματολογία του κ. Γεωργίου είμαι σίγουρος ότι θα συγκινούσε ιδιαίτερα τους βασανιστές που υπάρχουν στην τουρκική αστυνομία, και τους πολιτικούς προϊσταμένους τους που θα είχαν να συγκαλύψουν ή να δικαιολογήσουν το «μυστικό» τους μπροστά στο εξεταστικό/ οριενταλιστικό βλέμμα των ξένων, για τον πρόσθετο λόγο ότι χρησιμοποιεί ως έσχατη δικαιολογία τον κώδικα της συγγένειας (Nükhet Sirman, “Post-colonial thought through the prism of love: Emotions and the constitution of the Modern Subject”, στο Contemporary Theorizing in Psychology: Global Perspectives).


Σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Nükhet Sirman του Πανεπιστημίου Boğaziçi,

«όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά σε όλα τα έθνη-κράτη με διαταραγμένη μνήμη ηττημένων ιμπεριαλισμών [όπως η Ελλάδα, προσθέτω εγώ] … η υποκειμενικότητα συγκροτείται μέσα από τη ρύθμιση και κατηγοριοποίηση περισσότερο των συναισθημάτων παρά της σεξουαλικότητας. Η αγάπη, στην οποία υπάγεται και η σεξουαλικότητα στους διάφορους μετασχηματισμούς της, παράγει τις τεχνικές του σώματος και του εαυτού που ορίζουν τη μετααποικιακή υποκειμενικότητα. Η αγάπη χρησιμεύει για τη συγκρότηση ενός κοινού που συνέχεται μέσα από συγκινησιακά πάθη βασισμένα στη θυσία, τον έλεγχο και τη διατήρηση μυστικών από ποικιλώνυμους ξένους παρά στις ανταγωνιστικές σχέσεις της σεξουαλικότητας. Η σεξουαλικότητα η ίδια ρυθμίζεται ακόμη κυρίως από σχέσεις συγγένειας, μια ρύθμιση που πρέπει να παραμείνει μυστική εφόσον η συγγένεια, ως «παραδοσιακή», δεν πρέπει να τύχει αναγνώρισης (…). Οι σχέσεις εξουσίας που βασίζονται στη συγγένεια καθίστανται ύποπτες ως ενδείξεις διαφθοράς, εθνοτικού καθορισμού και κοινοτισμού, μορφές οι οποίες ωστόσο γίνονται ως ένα βαθμό ανεκτές, ταξινομούμενες στο βασίλειο των μυστικών όπου η τελική λύση αναστέλλεται επ’ άπειρον μέχρι να επιτευχθεί πλήρως ένας φαντασιακός εκσυγχρονισμός [modernisation]».


Υπό ποίας λοιπόν συνθήκας πέφτει αυτό το ξύλο; Πέφτει υπό συνθήκας μετααποικιακής συγκρότησης των μοντέρνων υποκειμένων, στις οποίες η διακειμενική έκθεση της εικόνας ενός γυμνού γυναικείου κόλπου με ηχητική υπόκρουση τον εθνικό ύμνο θεωρείται προσβολή εθνικού συμβόλου, ενώ αντιθέτως η έκθεση της «γυμνής ζωής» μη Ελλήνων πολιτών σε ιδιωτική/ δημόσια κακομεταχείριση και εξευτελισμούς εκ μέρους των δυνάμεων της τάξης βιώνεται ως υπεράσπιση του εθνικού συμβόλου και της τάξης που συμβολίζει. Και στις οποίες, παράλληλα, βλέπουμε χωρίς κανένα πρόβλημα να εμφανίζεται το ίδιο αυτό εθνόσημο σε καπελάκια, τι-σερτ, σαγιονάρες, μπουρνούζια και άλλα είδη ένδυσης και υπόδυσης, αλλά και ακούμε φιλάθλους να μας διαβεβαιώνουν κραυγάζοντας για την βαρύτητα του ανδρικού μορίου της γνωστής καρναβαλίστικης/ παρενδυτικής φιγούρας που παραδόξως κατέληξε να συμβολίζει την «ελληνική λεβεντιά», ου μην αλλά και να επιτίθενται σωματικά εναντίον των αμύητων στην ουσία της εθνικής απόλαυσης, διαβεβαιώνοντάς τους ότι «δεν θα γίνουν Έλληνες ποτέ».


Τα βασανιστήρια ως διαβατήρια (τελετή)


Ίσως λοιπόν να μην έχει τόσο άδικο ο αντινομάρχης Τρικάλων όταν παραλληλίζει το σωφρονισμό των «κακοποιών» με εκείνο των «παιδιών μας»: τα βίντεο αυτά ίσως να είναι το οπτικοακουστικό υλικό για τα εισαγωγικά μαθήματα προς αυτούς τους «εξωτικούς» [outsiders], οι εξετάσεις για την εισαγωγή τους στο μυστικό της εθνικής κοινότητας –σε υποδεέστερη βέβαια θέση της ιεραρχικής κλίμακας.


Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ είχε ήδη παρατηρήσει ότι οι φωτογραφίες του Αμπού Γκράιμπ μπορούν να ιδωθούν ως μια μύηση στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα, ως μια απομίμηση των διαβατήριων τελετών βασανισμού και ταπείνωσης στις οποίες πρέπει να υποβληθεί κανείς για να γίνει αποδεκτός σε μια κλειστή κοινότητα και στο χώρο της (κυρίως στα στρατόπεδα ή στις πανεπιστημιουπόλεις). Κατ’ αυτή την έννοια, λέει ο Ζίζεκ,

Τα βασανιστήρια στο Abu Ghraib δεν ήταν έτσι απλά μια περίπτωση αμερικανικής αλαζονείας απέναντι σε ένα λαό του τρίτου κόσμου. Με το να υποβληθούν σε ταπεινωτικά βασανιστήρια, οι ιρακινοί κρατούμενοι πραγματικά μυήθηκαν στην αμερικανική κουλτούρα: πήραν μια γεύση από την αισχρή κρυμμένη όψη της κουλτούρας αυτής που αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα στις δημόσιες αρετές της προσωπικής αξιοπρέπειας, της δημοκρατίας και της ελευθερίας.


Αντίστοιχα, τα βασανιστήρια στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας δεν ήταν απλά ένα καψόνι του κομπλεξικού ελληναρά μπάτσου απέναντι στον «τριτοκοσμικό Αλβανό», ή μάλλον, ήταν αυτό ακριβώς, αλλά φυσικά τα καψόνια, όπως ξέρουμε, είναι κι αυτά τελετές περάσματος: έτσι λοιπόν, ο ξυλοδαρμός, και ιδίως το βίντεο που τον απαθανάτισε, ήταν το καψόνι το οποίο οριοθετεί μια ούτως ή άλλως στρατοκρατικού τύπου κοινότητα, δηλαδή την ελληνική αστυνομία ως συνεκδοχή της ελληνικής κοινωνίας συνολικά . Αυτό το βίντεο-καψόνι ρυθμίζει τις προϋποθέσεις εισόδου των «εξωτικών» στην (μετααποικιακή) νεωτερικότητα, –της οποίας η πολιτική μήτρα, όπως τουλάχιστο μας έχει διδάξει ο Αγκάμπεν, είναι ακριβώς το στρατόπεδο. Από αυτή την άποψη, θα πορούσε επίσης να παραλληλιστεί με ένα βίντεο, το οποίο απεικονίζει μια γυμνόστηθη γυναίκα και δύο άντρες να φιλιούνται, και το οποίο προβάλλουν οι ολλανδικές αρχές στους Άραβες μετανάστες ως τεστ για να κρίνουν εάν αξίζουν να αποκτήσουν την υπηκοότητα.


Και αυτό ίσως να είναι η απρόσμενη, και αθέλητη, απάντηση σε ένα ερώτημα από τίτλο ενός άλλου άρθρου: ο Γιώργος Φουρτούνης πρόσφατα διερωτώνταν «Γιατί οι Πακιστανοί δεν είναι Έλληνες;». Η απάντηση που δίνει ο αστυνόμος της Ομόνοιας, και το κράτος του, είναι: επειδή δεν έχουν κάνει τη θητεία τους. Εξάλλου, όπως ξέρουμε, η έκτιση της στρατιωτικής θητείας, στο νεωτερικό αστικό κράτος, υπήρξε ανέκαθεν προϋπόθεση κτήσης της πολιτειότητας (από τους άντρες, φυσικά· εξάλλου για μεγάλο διάστημα μόνο αυτοί ήταν πολίτες, και πάλι όχι όλοι). Και προϋπόθεση για την είσοδο κάποιου νέου στη θητεία, όπως και για την είσοδό του σε μια κοινότητα γενικά, είναι το καψόνι, με το οποίο γίνεται επίσης σαφές προς αυτόν, και προς όλους, ποιες ιεραρχίες διέπουν την κοινότητα, οριοθετώντας τη θέση του καθενός και διαπαιδαγωγώντας το σώμα και τα αισθήματά του ώστε να συμβάλλει στην παραγωγική της ανάπτυξη.


Το κείμενο θα δημοσιευθεί σε χαρτί από το περιοδικό Futura το φθινόπωρο.



Αφιέρωμα: εκτός ορίων
Ετικέτες: , , , ,

|
6 Σχόλια »

6 σχόλια

  1. Ο/Η Σπύρος Ζέγκος :
    May 28th, 2008 at 18:27

    Επειδή κι εγώ πήγα στο στρατό, και υπέστην την ταλαιπωρία του καψονιού, που δεν το θεωρώ (ούτε μου πέρασε από το νου ποτέ) ότι υπήρξε μέρος κάποιας μυητικής διαδικασίας (στο έθνος!- ή οπουδήποτε) δεν μπορώ να εκτιμήσω τις αρετές αυτού του κειμένου, που δεν διαβάζεται και άνετα…

    Είμαι Ελληνας γέννημα θρέμμα,σώμα και ψυχή, και δεν μου χρειάστηκαν,ούτε και νομίζω ότι χρειάζεται οιοισδήποτε άλλος τέτοιες…μασονικές “μυήσεις”, σαν και που μελετάει ο συγγραφέας, για να βιώσω αυτή την αλήθεια.


  2. Ο/Η zeng26 :
    June 10th, 2008 at 21:53

    Τι είναι η “ομοφοβία”;


  3. Ο/Η ArisMUC :
    August 4th, 2009 at 00:57

    Απίστευτο τι άτομα διάβαζαν αυτό το άρθρο πριν ένα χρόνο…


  4. Ο/Η CostK :
    August 15th, 2009 at 14:44

    Τι είπε ο τύπος (ο Σπύρος Ζέγκας); Εσύ μπορεί να μην θεώρησες ότι τα καψώνια είχαν μυητικό χαρακτήρα γιατί δεν στο είπε κανείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επιτελούν αυτόν τον ρόλο από ανθρωπολογική σκοπιά, ούτε ότι αυτό το κείμενο δεν έχει αρετές. Λογικό άλμα.


  5. Ο/Η Σπύρος Ζέγκος :
    January 22nd, 2011 at 22:32

    Ισως, απαντώντας και υπογράφοντας, δίνω μεγαλύτερη αξία από όσην αληθώς αξιώνουν αυτές οι μωρολογίες, και τα ιταμά “σχόλια” που ακολούθησαν την απάντησή μου επιβεβαιώνουν την υποψία μου. Λάθος δικό μου αρχήθεν λοιπον, και δεν περιμένω καλύτερα!
    Μένει ακόμη να αποδειχθή η ανοησία ότι …το καψώνι sto στρατό με έκανε Ελληνα!Αλήθεια, εσείς… είχατε τήν… ευκαιρία να γίνετε Ελληνες;

    (Ισως στην Αμερική, που δεν είναι παλιό εθνικό κρατος, και η εθνική συνείδηση είναι χαλαρή έννοια,να χρειάζονται τέτοιες θεωρίες, αφού οι νέοι Αμερικανοί έχουν ήδη άλλη εθνική ταυτότητα: και ίσως Αμερικανοί δάσκαλοι εδίδαξαν και στους δικούς μας ντενεκέδες αυτή τη θεωρία, ότι η σκληρή στρατιωτική ζωή δίνει εθνική ταυτότητα στους στερουμένους… Αλλη περίπτωση, αλλά πού να καταλάβουν οι ντενεκέδες…)


  6. Ο/Η Σπύρος Χρήστος :
    March 20th, 2011 at 18:36

    Αγαπητέ φίλε Ζέγκο,

    Πόσο “ελληνες” είναι οι ελληνες που σε κυβερνούν;
    Σε ρωτάω γιατί οι εργάτες του κόσμου ήδη άρχισαν να ενώνονται ενάντια στη παγκοσμιοποίηση της κυριαρχίας. Οι φουκαράδες οι ελληνες τι θα κάνουν μόνοι τους, έτσι μια χούφτα που είναι αν δεν ενωθούν με τις άλλες φυλές; Θα πετάνε βόμβες ελληνικής περηφάνιας στα στρατεύματα κατοχής;

    Πρόσεχε μη σου γυρίσει μπούμερανγκ η περηφάνια σου και βιώσεις την αλήθεια του να βρεθείς σε μια γωνιά μόνος, φοβισμένος, αγκαλιά με τη σημαία και αδύναμος στο να καταλάβεις πόσο πονηρή είναι η κοινωνία γύρω σου.