ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Mark Wagstaff – Κοινότητες εναντίον της αδράνειας


Ενόσω οι κυβερνήσεις αργούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της τεχνολογίας, γινόμαστε ήδη μάρτυρες της εκμετάλλευσης των δομών που χρησιμοποιούν οι χρήστες σε μια πιο σύνθετη μορφή βεβαίως, στην προσπάθεια σφετερισμού των κοινοτήτων επιλογής για την επίτευξη των κυβερνητικών συμφερόντων. Εφόσον το διαδίκτυο είναι ουδέτερη οντότητα, τέτοιου είδους σφετερισμοί είναι αναπόφευκτοι, και δίχως αμφιβολία, ωθούν σε εντονότερη προσήλωση στην προσπάθεια ενός πιο αυθεντικού προσδιορισμού του «εμείς» σε αντίθεση με «αυτούς».



Οι πολίτες ενεργοποιούνται για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Η συγκεκριμένη κατάσταση αποκτά ευρύτερο νόημα με τη βοήθεια των συνωνύμων που έχει ομαδοποιήσει ο Richard Sennett γύρω από τα λήμμματα αναγνώριση και σεβασμός (σ. 48). Η ανταπόκριση στην απουσία τοπικών περιορισμών είναι μεγάλη και αυτό αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να κινηθούμε εναντίον της αδράνειας. Η λαϊκή γλώσσα της πολιτική μιλά όντος συχνά για κινήματα και αυτή η επικλήση στην κινητικότητα που εμπεριέχεται και στον όρο επανάσταση υποκρύπτει αποδοκιμασία για την παρούσα μάλλον στατική και αδρανή κατάσταση. Το πρόβλημα, φυσικά, είναι ότι η υπάρχουσα κατάσταση δεν χαρακτηρίζεται από αδράνεια, αλλά συχνά αναπτύσσει ιλλιγγειώδεις ταχύτητες προς προορισμούς, τους οποίους οι πολίτες αδυνατούν να εμπιστευτούν. Η αδράνεια των ίδιων των ανθρώπων πρέπει να υπερνικηθεί, ώστε να αντισταθμίσει την επιτάχυνση με την κίνηση.


Η απουσία αναγνώρισης δημιουργεί την εντύπωση της αδυναμίας, η οποία οξύνεται από τη φιλελεύθερη πεποίθηση ότι η εξάρτηση αποτελεί μορφή κοινωνικής αδικίας (σσ. 102-3). Οι φιλελεύθεροι θεωρητικοί, επομένως, ακολουθώντας τον Καντ θα απαιτούσαν την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την ανωριμότητα της εξάρτησης, έτσι ώστε οι πολίτες όντας αυτόνομοι να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά το λόγο για να καταλήξουν σε αρτιότερες επιλογές. Εντούτοις, τα φιλελεύθερα κράτη βλέπουν το άτομο σαν πεδίο αντικρουόμενων συμφερόντων που πρέπει να συγκλίνουν, θεωρούν, δηλαδή, ότι η συμμόρφωση είναι απαραίτητη για τον αποτελεσματικό έλεγχο της κοινωνίας. Η εν λόγω σύγκρουση έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση του σύγχρονου μοντέλου της Δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, στο οποίο ο άνθρωπος, έχοντας λυτρωθεί από την εξάρτηση από το κράτος, είναι πια σε θέση να παίρνει αποφάσεις στο πλαίσιο, ωστόσο, μιας περιορισμένης γκάμας επιλογών που του προσφέρει η αγορά. Τα όρια των επιλογών είναι τόσο ξεκάθαρα, όπως ακριβώς συμβαίνει σε ένα βιντεοπαιχνίδι, όταν ο παίκτης καταφέρνει να το τερματίσει και απλά δεν μπορεί να προχωρήσει παρακάτω. Όταν το παιχνίδι έχει τερματιστεί, τα χειριστήρια είναι πλέον άχρηστα. Από αυτό το σημείο πηγάζει το αίσθημα της αδυναμίας, το οποίο μας προτρέπει να αναλάβουμε δράση για να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας. Όπως συμβαίνει και σε όλους τους αγώνες ζωτικής σημασίας, το όπλο δεν είναι άλλο από τη γνώση, η οποία σε λανθάνοντα όρια καθίσταται πρόδηλη μέσω της τεχνολογία, της κοινότητας και της παγκοσμιοποίησης.


Δεν είναι απαραίτητο να εξηγήσω ότι τα εθνικά κράτη έχουν πλέον απολέσει τον έλεγχο της ύπαρξής τους. Η εργασία και το κεφάλαιο, ιδίως το κεφάλαιο, δεν εξαρτώνται πλέον από τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Στην εποχή των μεγάλων ιδεολογιών, φάνταζε αναπόφευκτο ότι ο έλεγχος των πολιτών από τα εθνικά κράτη θα γινόταν συνεχώς ισχυρότερος. Το μοντέλο ήταν Οργουελικό. Ό,τιδήποτε συνέβαινε, κάθε πτυχή της πολιτικής ζωής οριοθετείτο σε έναν από τους δύο μεγάλους συνασπισμούς, οι οποίοι ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλο με απροκάλυπτη αμοιβαία εχθρότητα. Τα γεγονότα αποκτούσαν νόημα στο πλαίσιο της διχοτόμησης. Αυτή η ταξινόμηση του νοήματος δεν υπάρχει πια. Όπως θα μας υπενθύμιζε και ο εκλιπών Paul Hirst, η κατάσταση είναι προφανώς πιο πολύπλοκη. Ο Hirst και ο Grahame Thompson διατυπώνουν τεκμηριωμένα την άποψη ότι στη θεωρία της παγκοσμιοποίησης που βασίζεται στο παρωχημένο του εθνικού κράτους το οποίο, όμως δεν έχει εκλείψει, ενυπάρχει ένα σημαντικό στοιχείο μυθοπλασίας. Ό μύθος είναι χρήσιμος για τον πολιτικό χώρο της δεξιάς στη συνεχιζόμενη πάλη του ενάντια στο κράτος πρόνοιας και για τον αριστερό πολιτικό χώρο στην αναζήτηση νέων στόχων για λαϊκή δράση (σ. 262). Η υπερεθνική «πολιτική της ηθικής» καθίσταται εφικτή, αφού οι εθνικές πολιτικές αδυνατούν να ανταποκριθούν ολοένα και περισσότερο στις ανάγκες των πολιτών, καθώς οι εξελίξεις τις ξεπερνούν.


Με αυτήν την έννοια, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ένα οικονομικό σύστημα, αλλά μια βάση για τον πλουραλισμό. Σύμφωνα με τους όρους του Hirst, τα έθνη δεν αποτελούν πλέον «κοινότητες πίστης», αλλά «κοινότητες επιλογής». Η ρητορική της παγκοσμιοποίησης καθιστά εφικτές αυτές τις επιλογές καταδεικνύοντας στα άτομα ότι δεν είναι περιορισμένα στην «κοινότητα πίστης» του έθνους, αλλά μπορούν να ανήκουν σε μια ευρύτερη «κοινότητα επιλογης». Άμεση συνέπεια του μύθου της παγκοσμιοποίησης είναι η κατάρριψη της αντίληψης ότι η κοινότητα προσδιορίζεται γεωγραφικά. Η φεουδαρχική κοινότητα αποτελείται από ανθρώπους, οι οποίοι αυτόματα σχετίζονται είτε γεωγραφικά είτε κοινωνικά, δηλαδή, ζουν σε ορισμένο τόπο και εκπληρώνουν μια συγκεκριμένη λειτουργία. Στις φεουδαρχικές κοινότητες υπάρχει ισχυρή συναισθηματική σύνδεση που εδράζεται στον κοινό τόπο διαμονής και την κοινή λειτουργία. Σημαντική είναι η θεώρηση ότι η εκβιομηχανοποίηση στη Δύση είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πόλεων γεμάτες αγνώστους, απέραντων τοπίων στα οποία άνθρωποι, που συμπεριφέρονται ατομικιστικά, απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλο, συνενώνονται μόνο εξαιτίας της υποτέλειάς τους στο κράτος. Αλλά η ρητορική της παγκοσμιοποίησης, ακολουθώντας τη φιλελεύθερη απόρριψη της εξάρτησης, υποστηρίζει ότι το κράτος δεν αποτελεί πλέον σημαντικό παράγοντα και ότι ακόμα και όταν διαδραματίζει κάποιο ρόλο, οι άνθρωποι είναι σε θέση να δουν πέρα από τα προσδιορισμένα όριά του. Οι συνέπειες της ρητορικής της παγκοσμιοποίησης πλήττουν τη δημόσια ζωή, τη συμμετοχή στα κοινά και τη διατήρηση της κοινότητας, αλλά και με μια πιο χαλαρή ερμηνεία τους κοινούς σκοπούς εν γένει.


Η κοινότητα είναι το «εμείς» του «αυτοί και εμείς»: προσδιορίζει ποιοι είμαστε «εμείς» (σ. 222). Αλλά δεν είναι αρκεί αυτό. Η κοινή ταυτότητα προϋποθέτει ένα ενεργό συστατικό για τη διαμόρφωση της κοινότητας. Συχνά αυτή η ενεργοποίηση προέρχεται από το αίσθημα της απειλής. Με το να ενωθούν οι άνθρωποι για να αντιμετωπίσουν μια απειλή αποκτούν πλέον κοινές εμπειρίες. Αυτό με τη σειρά του παράγει την απολύτως ελεύθερη από αμφιβολίες αντίληψη της ορθότητας, η οποία τοποθετεί ηθικά «εμάς» υπεράνω «αυτών». Όπου η δημόσια ζωή αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας, «εμείς» θα σημαίνει ο καθένας συλλογικά στο πλαίσιο της επικράτειας κάθε κράτους. Αλλά εφόσον η δημόσια ζωή έχει μεταβληθεί στη Δύση, ο Sennett θέτει εύστοχα το ερώτημα: «Αν οι άνθρωποι δεν μιλάνε μεταξύ τους στο δρόμο, πώς θα κατανοήσουν ποιοι είναι ως ομάδα;» Αυτό που ανακύπτει σύμφωνα με το Sennett είναι η αντίληψη της «συλλογικής προσωπικότητας», η οποία καθοδηγεί την «κοινότητα της επιλογής» του Hirst. Δεν είναι μια κοινότητα γεωγραφικά προσδιορισμένη. Δεν είναι μια εθνικιστική κοινότητα αποτελούμενη από «ομοαίματους» ομοεθνείς. Δεν αποτελεί τάξη με την έννοια που της προσδίδει ο Μαρξ σύμφωνα με τις οικονομικές σχέσεις. Είναι μια κοινότητα όσων θεωρούν ότι μοιράζονται συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και έχουν κατασκευάσει την έννοια του ανήκειν αφενός για να αντιμετωπίσουν την απουσία κύρους, αφετέρου για να δραπετεύσουν από την αδράνειά τους. Ο Sennett διακρίνει μια φασιστική οπτική σε αυτό, αν και δεν τη χαρακτηρίζει έτσι, καθώς η λογική των εν λόγω κοινοτήτων βασίζεται στην απόρριψη των «άλλων», τη δυσφήμιση, το σαρκασμό, ακόμα και τη φυσική επίθεση σε αυτούς που «δεν είναι σαν και εμάς».


Κοινότητες τέτοιου τύπου απελευθερώνουν και περιορίζουν ταυτόχρονα. Η απελευθέρωση, όπως τουλάχιστον εννοείται εδώ, είναι το πιο φαιδρό όπλο ενάντια στην αδράνεια. Οι περιορισμοί εδράζονται στο γεγονός, ότι ο άνθρωπος πρέπει να αποδεχθεί πλήρως τους όρους της κοινότητας. Ο εν πολλοίς επαναστατικός διανοητής Jeremy Bentham διέβλεπε το τέλος του Πανοπτικού στην εσωτερικοποίηση της πειθαρχίας. Θεωρητικά η κρατική επιτήρηση θα το επετύγχανε. Αλλά οι αυτοεπιλεκτικές κοινότητες (self-selecting communities) εσωτερικοποιούν πάντα την πειθαρχία ανταλλάσσοντας το κράτος για έναν ενεργό ρόλο σε μια ομάδα από την οποία εξαρτώνται. Για να παραφράσω τον Bauman, ο κατακερματισμός αντικαταστάθηκε από τον επιμερισμό. Η θεσμική αρχιτεκτονική των εν λόγω κοινοτήτων δεν υπάρχει πλήρως διαμορφωμένη στο φυσικό περιβάλλον, αλλά στις τεχνολογίες όπου η γνώση λαμβάνει υλική υπόσταση.


Το διαδίκτυο είναι από μόνο του η απόδειξη και το μέσο αυτής της θέσης. Κανείς δεν είχε αναλάβει το έργο κατασκευής του διαδικτύου στη σημερινή του μορφή, Ακαδημαϊκοί, στρατηγοί και «λουφαδόροι», άνθρωποι, δηλαδή, με χρόνο στη διάθεσή τους, αντιλήφθηκαν, ανεξάρτητα στην αρχή, το πλεονέκτημα της δυνατότητας επικοινωνίας των δυσκίνητων ηλεκτρονικών υπολογιστών της δεκαετίας του 1960, παρομοιάζοντάς το με τον τηλέγραφο που άνοιξε νέους δρόμους στην επικοινωνία το 19ο αιώνα. Τα λόγια έγιναν πράξη και ένα φαινομενικά πολύπλοκο σύνολο διακανονισμών και τεχνολογίας διευθετήθηκε και εξελίχθηκε – σε όρους ανθρώπινης εξέλιξης- με ιλιγγιώδη ταχύτητα (σσ. 49-50) . Αυτό που το διαδίκτυο πραγματικά επιτυγχάνει είναι αφενός να διευκολύνει την οργάνωση των κοινοτήτων επιλογής αφετέρου να τους παρέχει ένα είδος επίπλαστης εξουσίας. Όταν η εκτύπωση ήταν μια ακριβή διαδικασία, η παραγωγή κατ’οίκον ενός φυλλαδίου έπαιρνε αυτή τη μορφή, αλλά δεν μπορούσε να συγκριθεί με ένα δεσμευτικό και στοιχειοθετημένο επίσημο έγγραφο. Μία αισθητικά άρτια και έξυπνα σχεδιασμένη ιστοσελίδα εντούτοις, αρκεί ενδεχομένως για τη δημιουργία της εντύπωσης εξυπηρέτησης ενός σημαντικού σκοπού. Η τεχνολογία της πληροφορίας δύναται να αποδυναμώσει την άσκηση ελέγχου του κράτους στο μεταδιδόμενο μήνυμα και συνακόλουθα να υποσκελίσει την εθνική κουλτούρα και να την αντικαταστήσει με μια υπερεθνική-διεθνή κουλτούρα (σσ. 265-66). Ενδεχομένος, όμως, είναι σε θέση να διευκολύνει και να ενδυναμώσει μια ανεξέλεκτη μορφή κρατικής εποπτείας, η οποία δεν δύναται να είναι υπόλογη κανενός, παρέχοντας σε κοινότητες ένα χώρο διακίνησης ιδεών, όπου αφενός διαμορφώνουν και επιβεβαιώνουν την ταυτότητά τους, αφετέρου γίνονται αποδέκτες επιθέσεων. Το δίκτυο είναι δημοκρατικό υπό την έννοια ότι επιτρέπει σε όλους να εναλλάσσονται στους ρόλους θύτη και θύματος. Ενόσω οι κυβερνήσεις αργούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της τεχνολογίας, γινόμαστε ήδη μάρτυρες της εκμετάλλευσης των δομών που χρησιμοποιούν οι χρήστες σε μια πιο σύνθετη μορφή βεβαίως, στην προσπάθεια σφετερισμού των κοινοτήτων επιλογής για την επίτευξη των κυβερνητικών συμφερόντων. Εφόσον το διαδίκτυο είναι ουδέτερη οντότητα, τέτοιου είδους σφετερισμοί είναι αναπόφευκτοι, και δίχως αμφιβολία, ωθούν σε εντονότερη προσήλωση στην προσπάθεια ενός πιο αυθεντικού προσδιορισμού του «εμείς» σε αντίθεση με «αυτούς».


Διανύουμε την εποχή που όλοι επικρίνουν την αδράνεια των ομάδων να αναλάβουν δράση. Ποτέ πριν δεν φαίνονταν οι άνθρωποι πιο πρόθυμοι να οργανωθούν, να διαμαρτυρηθούν και να προκαλέσουν αναταραχή και η αναταραχή, σε γενικές γραμμές είναι καλό πράγμα, ιδίως αν η εναλλακτική δεν είναι άλλη από μια κοινωνία υπολανθάνουσας δυναμικής. Τα οφέλη είναι φυσικά σχετικά: οι Ιταλοί φασίστες ήταν πραγματικά καταπληκτικοί στην πρόκληση αναταραχών. Ο κίνδυνος που ενυπάρχει, σύμφωνα με το Bauman είναι ότι μέσω του διαχωρισμού σε κοινότητες επιλογής συντελείται αποχώρηση από τη δημόσια σφαίρα και προσχώρηση προς τις «νησίδες ομοιότητας (ταυτότητας)» (σ. 78). Οι εν λόγω νησίδες είναι τόσο εχθρικές προς τη διαφορετικότητα όσο ένα απολυταρχικό καθεστώς. Οι κοινότητες αναπτύσσονται υπό το φόβο της (εξωτερικής) απειλής και συντηρούνται συχνά από τη συνέχιση της ύπαρξης της απειλής. Αυτή η διαδικασία εγκλωβισμού αντικατοπτρίζει τη φυσική αποχώρηση από το δημόσιο χώρο που παρατηρείται στις πόλεις της Δύσης ή την αποστασιοποίηση από το παρελθόν και την εναπόθεση της ελπίδας σε ένα συνεχώς ανέφικτο μέλλον. Η οριζόντια αυτο-οργάνωση των πολιτών είναι η ευθεία απάντηση στην πολιτική και οικονομική καταπίεση που υφίστανται. Ο θεμελιώδης αναρχισμός είναι, ο που μας οδηγεί στην απελευθέρωση. Αλλά σε κάθε διαδικασία διαχωρισμού, στην αποκλειστικότητα και τις κλειστές (κοινωνικές) τάξεις, το μικρόβιο του φασισμού είναι πάντα παρών. Ο φασισμός είναι μια ιδιαίτερη μορφή συμμετοχικής πολιτικής. Αν φιλοδοξούμε να αντιστρατευτούμε το φασισμό, όπου και αν κάνει την εμφάνισή του, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι δεν υπάρχουμε μόνο «εμείς» σε αυτόν τον wiki-κόσμο μας, αλλά και «αυτοί».


Διαβάστε ακόμα


Συνέντευξη με τον Zygmunt Bauman (στα αγγλικά)


Συνέντευξη με τον Richard Sennett (στα αγγλικά)




Αφιέρωμα: wiki politics
Ετικέτες: , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε