ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Richard Seymour – Θε – α – μα – τι – κό. ‘Η, πως έμαθα να πάψω να ανησυχώ και να αγαπώ τις αντιξοότητες


Richard Seymour

Το θέαμα των ειδήσεων στα μέσα σχετικά με την χρηματο-πιστωτική Κρίση, απεικονίζει τους θεσμούς των Τραπεζικών Κοινοπραξιών και τις Ομοσπονδιακές Τράπεζες της κοινωνίας μας «σαν προσωπικότητες με θεϊκή υπόσταση που ελέγχουν τις ζωές μας χωρίς λογική ή υποχρέωση λογοδοσίας». Ο Richard Seymour ανιχνεύει μια αντίστοιχη παρουσίαση της εγγενούς κυκλικής λογικής του αφανισμού του πλούτου του Καπιταλισμού που έχει την τάση προς το θέαμα και την αποξένωση.



Η μίνι τηλεοπτική σειρά «έλλειψη πιστώσεων» έχει χαρακτηριστεί από αλλεπάλληλες συγκλονιστικές τροπές στην πλοκή. Κάθε επιπλοκή στην πλοκή έχει προκύψει από το μηδέν, χωρίς προϊστορία, ρίζες ή συμφραζόμενα στα οποία θα μπορούσαμε να αναφερθούμε. Το περίγραμμα για μια τέτοια κάλυψη παρέχεται από το καλλιτεχνικό είδος του ιολογικού ξεσπάσματος: η ασθένεια χτυπάει στην τύχη, ζητώντας νέες θανατώσεις σε επίπεδο βιομηχανίας, καθώς η παθογένεια μεταλλάσσεται και βρίσκει μη αναμενόμενους ξενιστές. Το ορμητικό δράμα των διακυμάνσεων του χρηματιστηρίου, στο μεταξύ, οδηγείται από έναν μοναδικό μυστηριώδη χαρακτήρα γνωστό ως «ο επενδυτής». Νιώθει σιγουριά σήμερα, ταραχή αύριο, δραπετεύει με τις οικονομίες του (και τις δικές σου) μεθαύριο. Όλα όσα προσφέρονται σαν κίνητρο για τέτοια συμπεριφορά είναι τα υποτιθέμενα «κέφια» που διαταράσσουν το λογισμό του εν λόγω επενδυτή.


Η αντικειμενοποίηση θεσμών που έχουν παραχθεί κοινωνικά είναι τέτοια που, στο θέαμα των ειδήσεων, τους ζούμε σαν προσωπικότητες που αγγίζουν το θείο και που ελέγχουν τη ζωή μας χωρίς λόγο ή ευθύνη να λογοδοτήσουν. Μια από τις μεγάλες προκλήσεις που έχουν ζήσει οι σοσιαλιστές ακτιβιστές στην προσπάθεια να ορθώσουν αντίσταση στην απώλεια δουλειών και βιοπορισμών είναι πως η ίδια η ιδέα της «αντίστασης στην ύφεση» μπορεί να μοιάζει ασυνάρτητη υπό της πρίσμα της θεαματικής αυτονομίας της.


Υπάρχει επίσης μια διαδικασία λησμονιάς υφασμένη στη δραματουργία. Ο αφανισμός του πλούτου είναι ένα χαρακτηριστικό σύνηθες του καπιταλισμού, είτε με τη μορφή προγραμματισμένης παλαίωσης ή κανονικών συστηματικών συσπάσεων. Σπιτικά εγκαταλείπονται και τα περιεχόμενα τους αφήνονται στο έλεος, αγαθά μένουν απούλητα κι οπότε αχρησιμοποίητα, εργοστάσια και γραφεία εγκαταλείπονται, οργανικό κεφάλαιο αφήνεται στη σκουριά: όλα αυτά υλικό για το καμίνι της «δημιουργικής καταστροφής».


Ομολογουμένως, η κλίμακα της τρέχουσας κρίσης έχει λίγα προηγούμενα. Για παράδειγμα, σε μια μέρα μόνο το Σεπτέμβριο του 2008, το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έχασε 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Για να το τοποθετήσουμε σε προοπτική, αυτό αντιστοιχούσε σε δουλειά μιας εβδομάδας ολόκληρου του πληθυσμού του πλανήτη. Και η αγριότητα του ξεκληρίσματος συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό. Ως το Μάρτιο του 2009, υπολογίστηκε ότι περίπου το 45% του παγκόσμιου πλούτου είχε καταστραφεί. Η κρίση δεν έχει καταπιεί μόνο δουλειές και εισοδήματα, αλλά ολόκληρες βιομηχανίες. Μαζικές κατασχέσεις έχουν δημιουργήσει μια νέα κοινωνική κατηγορία στις ΗΠΑ: τους «οικονομικά άστεγους», αυτούς που αναγκάζονται ξαφνικά να ζήσουν με την οικογένεια , ή σε άσυλα, εξαιτίας της ανεργίας. Σε όλη την Αμερική έχουν ξεπηδήσει ουρές για φαγητό, όπου άνθρωποι που λιμοκτονούν ικετεύουν και περιμένουν για ώρες μέχρι να τραφούν. Στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου, 32 εκατομμύρια άνθρωποι εξαρτώνται από δελτία φαγητού.


Ακόμη κι έτσι, η λογική της παραγωγής ειδήσεων είναι να λειτουργεί αποσπασματικά και να εξειδικεύεται σε λεπτομέρειες, να απογυμνώνει τα γεγονότα από το πλαίσιο τους. Το γεγονός ότι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σημερινής οικονομικής κατάρρευσης έχουν προεικονιστεί πολλές φορές δεν αποτελεί ανησυχία του εκφωνητή, ούτε και πρέπει να επιτραπεί να αλλοιώσει την έκφρασή του δυσοίωνου οργασμού του καθώς αφηγείται τα τελευταία συγκλονιστικά γεγονότα.


Ωστόσο, αν η λειτουργία των ειδήσεων είναι να εγκλωβίσει τόσο τη δημόσια μνήμη ώστε κάθε κρίση να θεωρείται καινοτομία, ένα εξωγενές τράνταγμα σε ένα κατά τα άλλα σταθερό σύστημα κέρδους, τότε η πολιτιστική λογική του καπιταλισμού της καταστροφής είναι πως υπάρχει μόνο μια κατάλληλη απάντηση στην καταστροφή: να την καλλωπίσουμε. Έχουμε συνηθίσει ένα είδος κινηματογραφικής παραγωγής στο οποίο η καταστροφή είναι μια περιπέτεια, μια ευκαιρία να ρίξουμε ασυνάρτητα εξαρτήματα σε διάφορα πράγματα και έχουμε την εμπειρία της αυθεντικότητας, καθώς κι ένα κοινωνικό λιπαντικό και μια ευκαιρία να τα βρούμε με αποξενωμένους συγγενείς. Παρόλα αυτά, να υποβιβάσουμε αυτή την τάση στην υποκατηγορία των ταινιών καταστροφής θα ήταν σα να χάνουμε το νόημα. Τέτοιες εσχατολογικές τάσεις έχουν διαποτίσει την πολιτιστική βιομηχανία.


Σκεφτείτε τη γκάμα των υποτιθέμενων «αντι-καταναλωτικών» ταινιών που μας πουλάει σε μορφή σαγηνευτικών DVD η Dreamworks, η 21st Century Fox, και η Pixar, μεταξύ άλλων. Η μετα – Χάιντεγκερ ταινία του David Fincher, Fight Club, προκαλεί κατ’ επίφαση την εταιρική κουλτούρα. Και το κάνει με το να επικυρώνει μια τραχιά αρρενωπότητα, όπου ο αντιήρωας χωρίς όνομα εγκαταλείπει τις ανέσεις της ζωής, ανατινάζει το διαμέρισμά του με όλα του τα υπάρχοντα, και πάει να ζήσει το alter ego του, τον Tyler Durden,σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Στήνει fight clubs, και η ομοερωτική βία ενσταλάζει μέσα του μια αίσθηση αυθεντικότητας και μια οργή ενάντια στην ευνουχιστική εταιρική κουλτούρα.


Ο Tyler Durden εξηγεί: “Είμαστε καταναλωτές. Είμαστε παράγωγα μιας εμμονής με τον τρόπο ζωής. Φόνος, έγκλημα, φτώχεια, αυτά τα πράγματα δεν με απασχολούν. Αυτό που με απασχολεί είναι τα περιοδικά για celebrity, η τηλεόραση με τα 500 κανάλια, το όνομα ενός τύπου στο εσώρουχό μου. Rogaine, Viagra, Olestra.” Τα club γίνονται η βάση μιας υπόγειας ανταρσίας που, αντί να αναζητά την κοινωνικοποίηση με τον πλούτο, έχει βαλθεί να τον καταστρέψει, να δημιουργήσει χάος. Πάλι, ο Durden εξηγεί το κίνητρο των εξεγερμένων: «Είμαστε τα μεσαία παιδιά της ιστορίας, φίλε. Χωρίς σκοπό ή χώρο. Δεν έχουμε το Μεγάλο Πόλεμο. Το Μεγάλο Κραχ. Ο δικός μας Μεγάλος Πόλεμος είναι ένας πνευματικός πόλεμος… το Μεγάλο Κραχ μας είναι οι ζωές μας. Έχουμε μεγαλώσει με μια τηλεόραση που μας έκανε να πιστεύουμε πως μια μέρα θα είμαστε όλοι εκατομμυριούχοι, και θεοί του σινεμά και αστέρες της Ροκ. Δε θα γίνουμε όμως. Και αυτό το μαθαίνουμε σιγά σιγά. Κι έχουμε τσαντιστεί πολύ, πάρα πολύ.»


Η ταινία αγγίζει μια κορύφωση ευφορίας με την κατάρρευση εκ των έσω του τραπεζικού συστήματος – που αναπαρίσταται στην οθόνη με δυο πύργους που εκρήγνυνται σε φλόγες και καταρρέουν, ενώ οι ήρωες απολαμβάνουν το θέαμα. Στο Fight Club, η κριτική του καταναλωτισμού έρχεται από τη δεξιά. Η λαχτάρα για μια περιπέτεια, για μια καταστροφή σαν τον Μεγάλο Πόλεμο, θυμίζει τον ενθουσιασμό με τον οποίο οι Ευρωπαίοι δεξιοί αντιμετώπίσαν αυτόν τον πόλεμο. Η ιδέα ότι ένας αγώνας ζωής και θανάτου, ή μια οικονομική ύφεση, θα αποκαθιστούσε την ακεραιότητα της είναι ειρωνεία αλλά αποτελεί μια από τις πιο κοινότοπες αλληγορίες της αστικής κουλτούρας. Αρκεί να θυμηθείτε τη μάταιη ελπίδα που τοποθετήθηκε σ’ έναν ανανεωμένο αστικό εθνικισμό στην Αμερική μετά την 11η Σεπτεμβρίου, και την ανακούφιση που εκφράστηκε από σχολιαστές τόσο διαφορετικούς όπως ο David Brooks και ο George Packer, πως μια εποχή παρακμής έφτανε επιτέλους στο τέλος της.


Επίσης γενικά περιλαμβάνεται στις δέκα κορυφαίες προτιμήσεις των ταινιόφιλων σαν αντι-καταναλωτική ταινία η υλοζωϊστική φαντασίωση American Beauty του Sam Mendes. Αντί για τις βάρβαρες αρετές της Ευρωπαϊκής δεξιάς, αυτή η ταινία εκφράζει τις ατομιστικές ηθικές του χίπικου καπιταλισμού. Ο Lester, ένας αποξενωμένος Αμερικανός της μεσαίας τάξης, εσκεμμένα συσχετίζει το πεπρωμένο του από την πλεονεκτική θέση της μετέπειτα ζωής: το μακρύ θάνατο της ψυχής του, και την ανακάλυψη ξανά της ζωής μέσω της απώλειας της δουλειάς του. Εν μέρει, αυτό το ξανάνιωμα παίρνει της μορφή μιας ανακτημένης αρρενωπότητας, που για καιρό είχε κατασχεθεί από τα εταιρικά αφεντικά του και την μαινάδα σύζυγό του. Ο Lester ξαναζεί τη νιότη του, κι φτάνει στο σημείο να συνειδητοποιήσει ότι οι καναπέδες κι άλλα οικιακά αγαθά είναι «σκέτα πράγματα».


Παρά μια τέτοια τετριμμένη σοφία, η ταινία εκφράζει, ή σφετερίζεται μια φοβερή λαχτάρα. Η πνευματική λύση όμως προσφέρεται από τον Ricky, ο επιχειρηματίας – βαποράκι που είναι παγιδευμένος σε μια βίαιη, πατριαρχική οικογένεια, και που βγαίνει με τη κόρη του Lester, τη Jane. Σε μια αξιομνημόνευτη σκηνή, ο Ricky δείχνει στη Jane κινηματογραφικό υλικό από μια αιωρούμενη πλαστική σακούλα. Ο πνιχτός του σχολιασμός δίνει μια ξαφνική αίσθηση ότι η σακούλα έπαιζε μαζί του, και ότι υπήρχε «αυτή η απίστευτα καλοσυνάτη δύναμη που ήθελε να ξέρω ότι δεν υπήρχε λόγος να φοβάμαι. Ποτέ πια.» Αυτή η άυλη δύναμη είναι η «ομορφιά» της ταινίας, και την οποία ο Lester μπορεί να απολαύσει πλήρως μόνο όταν έχει πια απελευθερωθεί από τη ζωή του και το σώμα του αιωρείται στον ουρανό. Δεν υπονοείται κριτική για τη δουλειά ή τη συσσώρευση ως τέτοιες. Στην πραγματικότητα, μέρος της απελευθέρωσης του Lester συνίσταται στο ότι εργάζεται σαν υπάλληλος σε φαστ φουντ, μια από τις πιο εξαντλητικές κι αγχώδεις δουλειές στην Αμερική. Απλά ενθαρρύνεται κανείς να ανταλλάξει τη σχέση του με εργασιακή ανασφάλεια, χαμηλόμισθη δουλειά, την πιθανότητα να απολυθεί, και τελικά να χάσει τη ζωή του. Μην ανησυχείς για τα πράγματα: Χρησιμοποίησε τη δύναμη.


Αυτές, και χιλιάδες μικρότερες παραγωγές, καταναλώνονται για ένα υποτιθέμενο «αντι-καταναλωτικό» μήνυμα. Ένας όμως πιο κατάλληλος όρος για τέτοιες ταινίες θα ήταν αντιυλιστικές. Η αισθητική εκτίμηση της καταστροφής των πραγμάτων μας μοιάζει να είναι τόσο ουσιώδης στην πολιτιστική παραγωγή όσο και η παραγωγή αποβλήτων, η σχεδιασμένη απαξίωση και η κυκλική εξάλειψη των αξιών είναι ενσωματωμένα στον καπιταλισμό. Ταυτόχρονα, η ιδέα ότι οι άνθρωποι μπορούν να έχουν ένα συλλογικό ενδιαφέρον και στρατηγικές για να υπερασπίζονται τα πράγματά τους και να αγωνίζονται για περισσότερα, δεν είναι μέσα στο ρεπερτόριο των συμβάσεων της βιομηχανίας του πολιτισμού. Στην ουσία, παρά την δικαιολογημένη κοροϊδία των ευαγγελιστών και την προφανή ευχαρίστησή τους να μιλούν για το αναπόφευκτο και αλλόκοτο τέλος που περιμένει την ανθρωπότητα, είναι πολιτιστικός κοινός τόπος ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε εμπρός στην καταστροφή εκτός από να την καλλωπίσουμε. Για την ακρίβεια, όπως και στην Χριστιανική εσχατολογία, αποδεικνύουμε ότι είμαστε ίσοι προς την καταστροφή και ως εκ τούτου άξιοι λύτρωσης στο επακόλουθο της κάθαρσης ακριβώς με το να θριαμβολογούμε γι’ αυτό.




Αφιέρωμα: right-front, αναπαραστάσεις της κρίσης
Ετικέτες: , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε